Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Μια τέχνη της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ

Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί:
πολλά πράγματα δείχνουν τόσο αποφασισμένα 
να χαθούν που η απώλειά τους δεν είναι καταστροφή.

Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου τη συγχυσμένη ταραχή 
των χαμένων σου κλειδιών, της ώρας τα λεπτά σπαταλημένα.
Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Μετά συνήθισε να χάνεις πιο πολύ, να χάνεις στη στιγμή:
τόπους, κι ονόματα, κι οπουδήποτε είχες σχεδιασμένα
τα ταξίδια σου. Τίποτα τέτοιο δεν θα φέρει την καταστροφή.

Εγώ έχασα το ρολόι της μάνας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο
ή το προτελευταίο από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Δυο πολιτείες έχασα, υπέροχες. Και, αχανή,
κάτι βασίλεια που είχα, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν και καταστροφή.

-Ακόμα και με τη δική σου απώλεια (η φωνή σου όταν κάνεις πλάκα, μια χειρονομία 
που αγαπώ)... δεν θα έχω πει ψέματα. Είναι προφανές ότι
η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί
αν και μπορεί να μοιάζει με (Γράψ'το!) με καταστροφή.

Σκονισμένη Κυριακή

Είναι οι ώρες που έρχονται και κυλούν αδυσώπητα, σαν σταγόνες σε σπηλιά.
Είναι ο απογευματινός καφές που σημαίνει το τέλος άλλης μιας μέρας.

Η σιωπή με τρώει και φαντάζομαι το σώμα μου ζωώδες. Πρωτογενές, πρωτόγονο, αγνό, στοιχειό της φύσης. Χρυσάφι στα νύχια μου και βαμμένα βλέφαρα, πλούσια υφάσματα και σκληρά σπιρούνια. Περπατάω περπατώ, γοφοί, στητή πλάτη, δεν κάνω κύμα, το ζεν κάθε δωατίου μουρμουρίζει καθώς με υποδέχεται. Χάρη, αυτό είναι, να μην μολύνεις τίποτα, ούτε να ομορφαίνεις με τη δικιά σου αισθητική, είναι να υπενθυμίζεις με κάθε σου κύτταρο πως κάθε ζωή όπως την ξέρουμε, με αρχή και τέλος, είναι μέρος αυτού του κόσμου, μ' αυτό το παρελθόν και αυτό το μέλλον. Χάρη είναι να ξέρεις τι είναι μοίρα, πώς αλλάζει, και να έχεις την ταπεινότητα να μην προσπαθείς να το εξηγήσεις.

Μου λείπω, πολύ. Μου λείπει η ζωντάνια, το θάρρος μου, μου λείπει η ομορφιά των ματιών που λάμπουνε. Δεν αντέχω πόση ντροπή κουβαλάω μέσα μου, σακιά ολόκληρα ντροπή, που κολλάει σιχαμένα και φεύγει με νεράκι και σαπούνι. Το κορμί μου από ξύλο ελιάς, τσουχτερό και μαλακόφλοιο, και κάτι τσαλακωμένα φτερουγάκια μέσα του. Και ιστάρια αραχνοειδών.

Τα γράφω και ξέρω ότι δεν θ' αντέχω να τα ξαναδιαβάσω εύκολα, γράφω σαν να κάνω εμετό. Δεν μ' ενδιαφέρει, μόνο να γράφω, δεν μ' ενδιαφέρει ποιος θα με διαβάσει, θέλω να βγάλω το πύον όλο με τον τρόπο που δεν με πονάει καθόλου. Αυτή τη στιγμή, δεν πονάω καθόλου. Τις περισσότερες στιγμές, πονάω λιγάκι. Κι επειδή έχω μάθει να το αγνοώ, συγχωρώ μικρούς και μεγάλους πόνους το ίδιο. Άδικο. Και όταν με παίρνει του ποταμού η βουή, πετάω βράχια είτε με μικρό σκούντηγμα είτε με τεράστιο χτύπημα. Αδικέστερο.

Είναι που έτσι φτιάχτηκε το ύφασμα της ευαισθησίας, με ελάχιστα υφάδια. Λάμπει και ρέει σαν σατέν, αλλά δεν είναι για κάθε μέρα. Δεν αντέχει.
Είναι και οι Κυριακές, που φοβάσαι λίγο περισσότερο. Εγώ προσωπικά απελπίζομαι τα κυριακάτικα απογεύματα, θυμάμαι άσχημες περιστάσεις και πικρά λόγια, ονειροφαντάζομαι χειρότερα σκηνικά, κάπως σαν τιμωρία, κάπως σαν λύτρωση. Αλλά όταν γράφω έτσι άτακτα, δεν φοβάμαι, έχω το δικό μου μυστικό, το φυλαχτό μου, την ύπαρξή μου κάπου κολλημένη, εδώ είμαι και το γκουγκλ με προστατεύει, κάπου θα είμαι εδώ, η ύπαρξή μου έχει τελικά ένα κάποιο βάρος.

Αυτονόητα για άλλους, με δυο σακιά λιγότερα στην πλάτη, άνθρωποι ευτυχισμένοι, άνθρωποι δυστυχείς, ελαφρύτεροι και φορτωμένοι, ανέμελοι και κατηφείς. Άνθρωποι σαν παιδιά κι άνθρωποι χωρίς παιδιά, άνθρωποι μεγάλοι, άνθρωποι μικροί κι άνθρωποι κουρασμένοι. Άνθρωποι με καρδιές κομμάτια, άνθρωποι με κορμιά σαράβαλα, άνθρωποι με μακριά μαλλιά και άνθρωποι με τα μάτια τους κλειστά. Και κάπου εγώ εκεί, σαν υποσημείωση, σαν εξαίρεσαι, μ' έναν αστερίσκο δεμένο στο λαιμό μου.

Κυριακή φεύγει, νέα βδομάδα έρχεται, με καημούς και στενοχώρια κι άλλη σκόνη. Αδυσώπητος ο κόσμος μας, και η ζωή γλυκιά σαν αγριόκαρπος υπερώριμος. Όταν σου φταίνε όλα, ρίχνεις το φταίξιμο όπου βρεις. Γιατί όλο το αναβλύζεις, και το διώχνεις σαν νερό από τη βάρκα σου.

Άλλο δρόμο είχα, και τώρα είναι αργά. Με τη ματσέτα στο χέρι θα είμαι, έτσι φοβάμαι. 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η Φιόνα Απλ σε θέλει


Μωρό μου
Δεν έχω λόγια πόσο σ' αγαπώ
Δεν νομίζω ότι μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα
Και το ξέρω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ.

Μωρό μου
Σε θέλω τόσο που με τρομάζει σαν θάνατος
Τίποτε άλλο δεν μπορώ να πω εκτός "σ' αγαπώ"
Όλα τ' άλλα είναι σπάταλες ανάσες. 

Σε θέλω
Πέρασες καλά και δεν ένιωσες καλύτερα
Σε θέλω
Τα νύχια σου ακούω να γρατζουνάνε τον τοίχο
Πρόσεχε αγάπη μου, μπορεί να πέσεις

Σε θέλω
Ξύπνησα κι ένας απ' τους δυο μας έκλαιγε
Σε θέλω
Μου είπες "Μικρή, πιστεύω ότι πεθαίνεις"
Σε θέλω
Αν θες και δεύτερη γνώμη, όπως συνηθίζεις τελευταία,
Σε θέλω
Κοίτα με στα μάτια και μέτρησε τους τρόπους που
Σε θέλω.

Ήθελες να μου το πεις αλλά το ξέχασες;
Σε θέλω
Από πότε έγινες τόσο απλόχερος κι έχασες τα λόγια σου;
Σε θέλω
Η καρδιά μου σπάζει για τις μαλακισμένες λεπτομέρειες
Για τους ώμους σου που τρέμουν και την αιτία που τρέμουν.
Σε θέλω
Είναι που ξέρω ότι αυτή σ' έμαθε μόνο με μαντεψιές
Σε θέλω
Είναι που τη σκέφτομαι να σε γδύνει, ή να γδύνεσαι

Σε θέλω
Αυτή σου πέταξε ένα ψωροκοπλιμέντο
Σε θέλω
Κι εσύ σαν μαλάκας την πίστεψες όταν σου είπε
"Σε θέλω"

Σε θέλω
Η αλήθεια δεν πονάει, είναι σαν το σκοτάδι
Σε τρομάζει μέχρι να χάσεις τη λογική σου
Αλλά με τον καιρό βλέπεις τα πράγματα καθαρά και ξάστερα
Σε θέλω
Έλα τώρα να με πονέσεις και μετά άστο να πάει
Σε θέλω
Φοβάμαι ότι δεν θα ξέρω πού να βάλω φρένο
Σε θέλω
Δεν ντρέπομαι να πω ότι έκλαψα για την πάρτη σου
Σε θέλω
Θέλω να ξέρω τι κάνατε που το κάνουμε κι εμείς
Σε θέλω
Θέλω ν' ακούσω ότι σε φτιάχνει πιο πολύ απ' ό,τι εγώ
Σε θέλω
Μου φαίνεται πως σου είμαι άχρηστη τελικά
Σε θέλω
Φώναξες τ' όνομά της όταν σε είχε από κάτω;
Σε θέλω
Όχι αγάπη μου, όχι μ' αυτή την μαλακισμένη
Σε θέλω, αλήθεια σε θέλω.

Σε θέλω
Πέρασες καλά και δεν νιώθεις καλύτερα
Σε θέλω
Κανείς δεν μπορεί να σε θέλει περισσότερο
Σε θέλω
Σε θέλω
Σε θέλω
Κάθε βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι
Και όταν ξυπνάω
Σε θέλω
Θα το πω άλλη μια φορά μέχρι να το νιώσεις
Ξέρω ότι έτσι θα νιώθω μέχρι να το σκοτώσεις εσύ
Σε θέλω
Σε θέλω

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ανάνηψη

I saw the strangest dream last week.

Κατάλαβα τι θέλω. Κατάλαβα το χαμόγελο της λαχτάρας, την ανακούφιση μπλεγμένη με χαρά, κατάλαβα πώς είναι να ξεχωρίζεις σ' ένα μέρος γεμάτο αγαπημένους ανθρώπους, εσύ να είσαι ο πιο αγαπημένος, το πιο ποθητό, το πλέον απαραίτητο πρόσωπο.

Κατάλαβα τι σημαίνει η παρουσία σου να είναι σαν νεράκι γάργαρο της πηγής.

Υπάρχει αυτό το δίπολο στην κοσμοθεωρία μου που συχνά συγκρούεται, ακόμα κι αν δεν είναι αντίθετα: άλλο τι θέλω, άλλο τι είναι το καλύτερο. Άλλο τι θέλω, άλλο τι πρέπει. Βάλε και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, βάλε τις ενοχές, βάλε τη ντροπή δεκαετιών...
Εύκολα φαντάζομαι δικαστικούς αντιπρόσωπους, τόσα δα μικρά ανθρωπάκια από άχυρο και καπνό, να μου κουνάνε χαιρέκακα το δάχτυλο και να διασκεδάζουν βλέποντάς με να μικραίνω, να κουλουριάζομαι, να προσπαθώ να κρυφτώ πίσω απ' τα μαλλιά μου που έχουν αρχίσει να μακραίνουν.

Τι ατυχία αυτή με τα μαλλιά μου. Έχω πολλά, πυκνά μαλλιά, σπαστά, με όγκο στη ρίζα, χοντρή σκυλότριχα. Θα μπορούσα να τα βάφω κάθε βδομάδα διαφορετικό χρώμα, δεν θα παθαίνανε τίποτα. Αλλά το κούρεμα που μου πάει είναι είτε το κοντό, οριακά στρατιωτικό, είτε το μακρύ μέχρι την πλάτη. Όλα τ' άλλα, δεν μου πάνε, ή δεν μου αρέσουν, ή δεν στρώνουν... Και μ' αρέσουν τόσο τα μακριά μαλλιά...

Αν με ρωτούσαν τι βιβλίο διαβάζω αυτό τον καιρό, θα τους έλεγα "ένα της Κλαρίσε Λισπέκτορ". Ποιος ξέρει την Κλαρίσε Λισπέκτορ, να σηκώσει το χέρι του. Εγώ δεν την ξέρω. Κάτι, κάπως μου έκανε ένα άρθρο που διάβασα για εκείνη, πήγα κι αγόρασα ένα βιβλίο της, αλλά μου είναι δύσκολο (η ΜΙΑ σελίδα που διάβασα!). Νομίζω με σιγουριά ότι κανείς δεν θα με ρωτούσε περαιτέρω για την Κλαρίσε Λισπέκτορ, αν μου συνέχιζε την κουβέντα, η μία στο εκατομμύριο που θα ήξερε και θα αρεσκόταν στην Κλαρίσε Λισπέκτορ και θα μου έδινε τιπς για το γράψιμό της και πώς να την προσεγγίσω, ε, χαλάλι. Εκεί να εκτεθώ. Αλλιώς, η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι φοβερή και τρομερή για να κλείσει ερμητικά διαύλους επικοινωνίας χωρίς να γίνω αγενής.

Θα μπορούσα να μιλήσω και για την Φιόνα Απλ. Ναι, θα ήθελα να συζητήσω για την Φιόνα Απλ.

Τι δυστυχίες κουβαλάω, τι βαριές δυστυχίες έχουν γαντζωθεί, σαν αγριόχορτα, και με φοβάμαι και σχεδόν με σιχαίνομαι. Κι αν είχες δίκιο;

Ότι δεν ΘΕΛΩ να βρω την ευτυχία;

Και μόνο η σκέψη ότι είχες απόλυτο δίκιο, και αναπαράγω τη δυστυχία μου διαρκώς, σαν χαμστεράκι στο κλουβί, με απελπίζει. Και με θυμώνει λίγο, αλλά πιο πολύ με παραλύει.

Τι αίσθημα κι εκείνο όμως, η μέθη του έρωτα. Να περπατάς αργά, και να μην σε νοιάζει που θα χάσεις το μετρό - να έχεις τόσα όμορφα πράγματα να σκεφτείς, τόσες υπέροχες σκέψεις να βουλιάξεις. Τόσα χαμόγελα σαν μπουμπούκια αγριολούλουδων.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Μήνυμα προσωπικό.

Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι η φωνή σου
και τα λόγια που δεν θα πω ποτέ.
Τα λόγια που οι άνθρωποι φοβούνται, όταν δεν γελούν μ' αυτά,
Λόγια που ξέρουμε από ταινίες, τραγούδια και βιβλία.
Λόγια που θέλω να σου πω, λόγια που θέλω να ζήσω.
Λόγια που ποτέ δεν θα σου πω - θέλω, μα δεν μπορώ.

Η μοναξιά μου με σκοτώνει, και ξέρω πού βρίσκεσαι,
θα έρθω, περίμενέ με, θα γνωριστούμε.
Θα μου δώσεις λίγο χρόνο; Γιατί θα σου δώσω όλο το δικό μου.
Θέλω να έρθω, μένω εδώ, και με μισώ.
Δεν θα έρθω - θέλω, μα δεν μπορώ.

Πρέπει να σου μιλήσω, πρέπει να έρθω,
ή τουλάχιστον να προσπαθήσω να κοιμηθώ.
Φοβάμαι ότι δεν θα μ'ακούσεις,
φοβάμαι ότι θα τρέξεις.
Φοβάμαι ότι θα δείξω αδιακρισία και δεν θα σου πω
ότι ίσως... σ' αγαπώ.

Μα αν νομίζεις ότι μια μέρα ίσως μ' αγαπήσεις,
μην πιστέψεις ότι το παρελθόν σου θα με φοβίσει,
και τρέξε, τρέξε μέχρι να σου κοπεί η ανάσα,
έλα να με βρεις.

Αν νομίζεις ότι μια μέρα ίσως μ' αγαπήσεις,
ακόμα κι αν δεν ξέρεις ο δρόμος πού θα σε βγάλει,
έλα να με βρεις.

Αν η ζωή σου σε κουράζει,
αν η ζωή σου σ' αρρωσταίνει,
να με σκέφτεσαι.
Να με σκέφτεσαι.

Μα αν νομίζεις ότι μια μέρα ίσως μ' αγαπήσεις,
τα προβλήματα μην σκεφτείς,
μόνο τρέξε, τρέξε μέχρι να σου κοπεί η ανάσα,
έλα να με βρεις.

Μα αν νομίζεις ότι μια μέρα ίσως μ' αγαπήσεις,
μην περιμένεις μια βδομάδα, ούτε μια μέρα.
Ποτέ δεν ξέρεις η ζωή πού θα σε βγάλει,
έλα να με βρεις.

Αν η ζωή σου σε κουράζει,
αν η ζωή σου σε τρομάζει,
να με σκέφτεσαι.
Να με σκέφτεσαι.

Αν, εσύ...

(Μερσί, Φρανσουάζ.)

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Sadnesday

Μια ζωή που ρέει σαν το αδύναμο αίμα.
Κάθε μέρα ξημερώνει ώρες πολλές πριν ξυπνήσω...

Τι ψάχνεις, τι αναζητάς, τι θέλεις;
Απλές ερωτήσεις, με σκληρές απαντήσεις.
Μου έκλεψαν το θέλω.
Μου κλέψανε το πρώτο ενικό.

Αγαπώ τις στρεβλώσεις μου και το κλουβί μου
γιατί μόνο αυτά υπήρχαν ν' αγαπήσω.
Όχι, δεν είναι μελόδραμα. Μα η δυστυχιά
φαίνεται μόνο σ' αυτούς που την θυμούνται.
Και τη σέβονται. Και τη φοβούνται.
Και δεν λένε μεγάλες κουβέντες,
ούτε με κοιτούν στα μάτια μέσα.

Μια στιγμή μόνο που το σώμα μου ξεχνιέται.
Μια στιγμή μόνο που δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
Μόνο χώμα και νερό. Επιστρέφω.
Πεθαίνω και γεννιέμαι για να θυμηθώ
από πού ήρθα
και πού θα πάω.
Κι αν τύχει και χαμογελάσω, τόσο το καλύτερο.
Θα κυλήσει η μέρα πιο ρόδινα και μαλακά.

Τα τρόπαια, τα τρόπαια, οι νίκες και οι πρωτιές.
Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζεις.
Να ξέρεις ότι ζεις.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Θραυσμές

Σε είδα που γελούσες ξένοιαστα.
Μαλλιά, μάτια, χέρια, όλα γελούσαν.
Σε είδα να γελάς με την καρδιά σου
και κρύφτηκα να μην με δεις.

Την καρδιά σου που λάτρεψα
όσο κρατάει ένα φεγγάρι
και του αηδονιού το τραγούδι.

Πόνεσα με τη χαρά σου
και πιο πολύ πόνεσα
που ήμουν μακριά
και δεν άκουσα τη φωνή σου.

Έφυγες μακριά μου
και δεν ακούω πια την καρδιά σου
δεν την έχω στο λαιμό μου φυλαχτό.

Κρύφτηκα και σε κοιτούσα
όπως κρυβόμουν στην αγκαλιά σου
κι έκλαιγα από μέσα μου να μη με δεις
γιατί ψέματα δεν ήθελα να σου πω.

Πονούσε να είμαι μαζί σου κι εσύ
να κρύβεις την καρδιά σου από μένα.
Μα τώρα πονάω που δεν ακούω τη φωνή σου.

Ίσως μια μέρα δεν θα με νοιάζεις
δεν θα σου κρύβομαι και τότε
θα πονέσω ακόμα πιο πολύ

Ίσως μια μέρα έρθεις και με κοιτάξεις
με το ίδιο βλέμμα ακριβώς
όπως με κοίταζες πάντα
και τότε θα πονέσω πιο πολύ.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Ραγισμές

Αυτό ήταν λοιπόν. Πάπαλα. Μας τελείωσε. Δηλαδή εσένα σου τελείωσε. Άρα "μας" τελείωσε. Και τέλειωσε και για μένα. Αυτό ήταν. Πάει.

"Η χημεία μας", είναι το πρόβλημα. Ασυμφωνία χαρακτήρων. Ελλιπής συμβατότητα. Έλλειψη ενθουσιασμού, από τη μεριά σου, που προσπαθούσες να βρεις αλλού. Και τοίχοι, τείχη παντού.

Για να σε κάνει κάποι@ ευτυχισμέν@, πρέπει να του δώσεις την δυνατότητα να σε κάνει και δυστυχισμέν@, σου είπα. Για να σε κάνω να ξεκαρδιστείς στα γέλια, πρέπει να μπορώ να σε εκνευρίσω και μέχρι διαόλου. Μαζί πάνε αυτά. Δεν μπορείς να δώσεις ορισμένα κλειδιά μόνο - παραδίδεις όλη την αρμαθιά σου, και προσέχεις μετά όσο θες, βάζεις φανταχτερά τέρατα για φρουρούς στις απαγορευμένες πόρτες, διακοσμείς με πλαστικά σπάνια λουλούδια, απλώνεις συννεφάκια, ό, τι θέλεις κάνεις, κι ελπίζεις. Τι άλλο μπορείς να κάνεις, όταν παραχωρείς συνειδητά λίγη καθημερινότητά σου σ' ένα μόνο άτομο;

"Έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου να μην αφεθεί ξανά", μου είπες, και ήταν κάτι αληθινό. Σε πιστεύω. Το ξέρω. Ήλπιζα, κι εγώ... μα είχα κι εγώ μαλακισμένη νοοτροπία. Υπερφιλόδοξη, υπεροπτική. Εγώ θα σου ξαναμάθω τη ζωή! Εγώ θα σου μάθω τα όμορφα! Εγώ, όλα εγώ, φωτεινός φάρος στη ζωή σου, βολικά συσκευασμένος σε αναπτηράκι τσέπης. Χρώματος κίτρινο, το αγαπημένο μου.

Αμφιβάλλω αν ξέρεις το αγαπημένο μου χρώμα. Εσύ δεν έχεις συγκεκριμένο. Είναι τόσο σημαντικό αυτό για μένα, το αγαπημένο χρώμα των ανθρώπων! Ξεπερασμένες ψυχολογίες, παραπεταμένες με συγκαταβατική περιφρόνηση, κι όμως τόσο διάβασμα, τόσες ελπίδες πάνω τους... δεν χάνονται αυτά.

Μπορεί να μου έδωσες ό, τι μπορούσες. Και να μην ήταν αρκετό. Μου το είπες: ήθελες κάτι πιο έντονο. Και στα μέτρα σου. Σεβαστό. Γενικά δεν μπορώ να πω, καλά ξηγήθηκες. Αλλά είχα πιστέψει, σε είχα πιστέψει, ότι θα μου μιλούσες εγκαίρως "μόλις νιώθεις ότι κάτι αλλάζει μεταξύ μας". Με καθησύχασες. Σε πίστεψα.
Και χθες μου είπες να κάνουμε μια συζήτηση. Που ήταν ανακοίνωση, στην ουσία.

Δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα.

Τώρα νιώθω μια ανακούφιση περίεργη. Μια αυτοπεποίθηση, ότι τόσο καιρό δεν έβλεπα φαντάσματα. Αυτό που ένιωθα, οι αμυχές και οι ύφαλοι...ήταν εκεί. "Η ευαισθησία σου είναι η δύναμή σου" είχε πει η Πίνα Μπάους σε μια χορεύτρια της ομάδας της. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε, κι ήταν 2 χρόνια στην ομάδα.

Θα μου λείψεις. Κι εσένα θα σου λείψω. Αλλά θα είμαστε καλύτερα και οι 2.

Θα μου λείψεις πολύ, και δεν νομίζω να κρατήσω επαφή μαζί σου. Γιατί αφέθηκα, και πίστεψα ότι θα ήθελες να το προσπαθήσουμε ΕΓΚΑΙΡΩΣ. Τώρα θέλω να σ' εκδικηθώ, να με χάσεις και να το μετανιώσεις, να με σεβαστείς αναγκαστικά. Να κάνω και κάτι με τους όρους μου.

Σ' αγαπώ και θέλω να μη με νοιάζει αν το ξέρεις, αν το πιστεύεις, αν το ένιωθες, αν σε ενοχλούσε...

Σ' αγαπώ και αυτή η κόκκινη πλαστική καρδούλα είναι δικιά μου. 

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Φοβηχτέρα

Μια νύχτα που δεν κοιμήθηκα, ξύπνησα και φοβόμουν.
Περπάτησα σε χώματα υγρά και δακρυσμένα
ανάσαινα αθόρυβα, με χέρια τεντωμένα,
ούτε κατάλαβα πότε και πώς σκιάχτρο έγινα. Και γιατί.

Ο ήλιος είναι όμορφος όλες τις ώρες της ημέρας.
Κι ο άνεμος μου λέει όλα του τα μυστικά.
Σαν έρχεται η βροχή, "συγγνώμη" ψιθυρίζει.
Εγώ το χιόνι αγαπώ. Που δεν ακούει τίποτα. Εμένα ειδικά.

Τρέχει η ζωή και λιώνουν τα ρούχα μου, τα ρουχαλάκια μου,
αγαπημένα, με λεβάντα και καμφορά στις προικοκασέλες
σφαλισμένα. Όλα τα τζοβαΐρια μου σε κούτες ξεχασμένα.
Τι κρίμα να μην τραγουδάω. Τι κρίμα να μην ακούω τη φωνή μου.

Και τι είσαι; Ένας άνθρωπος κι εσύ, με το χαλινάρι σου.
Πετρόμυλος και το υποζύγιο, μια συντροφιά, μισή αγκαλιά.
Τι κρίμα που δεν κατάλαβες τι μου έλειπε σε σένα,
τι κρίμα που δεν με ένιωσες, όταν μου έλειπες αληθινά.

Άνοιξες θα'ρθούνε, θα λιώσω, θα πεθάνω,
φαγιά θα φτιάξω και ψεύτικα γλυκά.
Αχνούς θ' αφήσω σε ξένες τζαμαριές
κι ακόμα δεν θα ξέρω το δικό μου κλάμα.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Η αρχή.

 Προχθές άργησα πολύ να κοιμηθώ. Στριφογυρνούσα και ζεσταινόμουν. Χρειάζομαι έναν ανεμιστήρα, να με νανουρίζει κιόλας. Με χαλαρώνουν οι πάσης γης βόμβοι. Ένιωθα ότι η ώρα ήταν ακόμα 10, και ήταν 4. Χάζευα στο κινητό, άλλαζα στάσεις, κι έπλεκα σενάρια στο μυαλό μου. Σε σκεφτόμουν.

 Γενικά, εξαρχής, σε σκεφτόμουν - και σε σκέφτομαι - πολύ. Παραλλαγές της συμπεριφοράς σου, σε υποθετικές καταστάσεις. (Σενάριο - σκηνοθεσία απαραιτήτως δικά μου.) Πώς θα με κοιτάξεις, πώς θα δυσανασχετήσεις, πώς θα εκραγείς, πώς θα εκτεθείς...

 Τα κάνω αυτά. Σε γδύνω, για να μην ντρέπομαι για τη δική μου γύμνια. Αλλά πια, δεν έχει και τόσο σημασία... Κάθε άνθρωπος είναι ένα νησί. "Από κάθε άνθρωπο έχεις να πάρεις κάτι", το πιστεύεις αυτό, ολοκληρωτικά. Κατάλαβα τελικά ότι μπορείς να πάρεις - αυτό που έχει να σου δώσει.
 Δεν είναι χάρτης κρυμμένου θησαυρού. Δεν χρειάζεται να στήνω παγίδες και μυστικά περάσματα. Δεν θα με περιμένει κανένα σεντούκι στο τέλος, με χρυσό και πολύχρωμα περιδέραια, όλα για μένα.

 Τα πράγματα είναι τόσο απλά, όσο να ξέρεις τι θέλεις...τόσο απλά και τόσο αχανώς πολύπλοκα. Ξέρω τι θέλω. Και ξέρω επίσης, το ξέρω καλά, ότι δεν το παραδέχομαι έτσι εύκολα.
 Μπορεί να έχω ήδη ό, τι χρειάζομαι. Και να μην μου αρκεί. ή να το θεωρώ δεδομένο. Ή να μην μπορώ να το χαρώ.

Μπορεί αυτό που θέλω, στην τελική, είναι ν' ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Κι όλοι οι άλλοι, props. Μπορεί αυτό να το κατάλαβες εξαρχής. Και να το απαγόρευσες. Μπορεί να σου αρκεί να κοιταζόμαστε, ή να κοιτάμε στην ίδια κατεύθυνση, και να μη λέμε τίποτα.

 Δεν θέλω πια να παλεύω να κερδίσω μια θέση στη ζωή σου που δεν υπάρχει. Ούτε θέλω να υποτιμώ εσένα και μένα στο βωμό του καθήκοντος. Και της φαντασίωσης. Και της ονειροπόλησης, της καλύτερης φίλης μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω - αλλά δεν θέλω πια. Κι αυτό με ηρεμεί.

 Η κόκκινη πλαστική καρδούλα θα ξεθωριάσει κάποια στιγμή - σε σημείο να μην διακρίνεται αν είναι κόκκινη, ή πλαστική, ή σε σχήμα καρδιάς. Μόνο οι θύμησες θα μείνουν. Και είναι ευλογία που τις έχω. Δεν μου τις χάρισε κανείς...Τις είδα και κολύμπησα...Βούτηξα μέσα σου, μέσα μας.

 Η αρχή πάντα έχει ένα τέλος. Το τριαντάφυλλο έχει αγκάθια και μπουμπούκια και πεθαίνει όταν ανοίξει και το τελευταίο του πέταλο.

Δικιά σου δεν είμαι, μήτε χαμένη μέσα σου,
Χαμένη μέσα σου δεν είμαι όσο κι αν το λαχταρώ.
Χαμένη σαν κεριού φλογίτσα το καταμεσήμερο,
χαμένη σαν χιονονιφάδα στη θάλασσα.

Εσύ μ' αγαπάς, και ακόμα σε θωρώ
την ψυχή σου όμορφη και λαμπερή
Αλλά εγώ είμαι αυτή που λαχταρά
σαν φωτάκι να χαθεί στο φως τ' απέραντο.

Να μ' έπνιγες μες στην αγάπη σου,
να μου 'κλεβες τις αισθήσεις, τυφλή και κουφή να έμενα.
Να με σάρωνε το κύμα της αγάπης σου,
Μια φλογίτσα να έμενα, να μου χιμήξει ο άνεμος.

Sara Teasdale

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Σκόρπια κοχύλια

 Μια όψιμη καλοκαιρινή μέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε απ' το σπίτι της κρατώντας μια μεγάλη πάνινη τσάντα και πέταξε τα κλειδιά της στα σκουπίδια.

 Την ίδια μέρα, όταν ο ήλιος έκαιγε με όλη του τη δύναμη, ένα αμάξι ξεθωριασμένο μωβ μενεξεδί, αλλά όχι λιλά, έκανε παράνομη αναστροφή και το αμάξι που ακολουθούσε στρίγκλισε. Το μοβ αμάξι συνέχισε να κινείται αργά, σαν να καμάρωνε, σαν να ντρεπόταν.

 Όταν έφτασε το σούρουπο, το θερινό σινεμά που θα πρόβαλλε μια γαλλική κωμωδιούλα κήρυξε απεργία και δεν συντόνισε ήχο με εικόνα. Ένα τέταρτο στιβαρών προσπαθειών μετά, το πρόβλημα παρέμεινε και οι 30 άνθρωποι στο κοινό μαζεύτηκαν έξω απ' το σινεμά και γίνανε άθελά τους μια μεγάλη παρέα. Πήγαν σ' ένα εντελώς συνοικιακό καφέ εκεί κοντά και δυο άγνωστοι άνθρωποι ξεκίνησαν μια σχέση τριών χρόνων και δύο μηνών, χωρίς ποτέ να ερωτευτούν.

 Έψαχνε ένα μαγιό με ιππόκαμπους, είχε δει ένα μαγιό με ιππόκαμπους πολλά χρόνια πριν, σ' ένα νησί, και τώρα ξαφνικά ήθελε ένα ίδιο. Βρήκε μαγιό με αστερίες, με βυθούς, με ψαράκια, ως και με καρχαρίες και γοργονάκια. Τελικά πήρε ένα σκέτο κίτρινο με μια πορτοκαλιά ρίγα και όλο το καλοκαίρι άκουγε συνεχώς κοπλιμέντα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει την αλήθεια: "Τι ωραίο μαγιό! Πού το βρήκες;"..."Τυχαία το βρήκα, κάτι διαφορετικό έψαχνα, δεν μου πολυαρέσει αυτό το μαγιό που αρέσει σε όλους εσάς..."

 Παλιά ευχαριστιόταν να μαγειρεύει καθημερινά και να φτιάχνει γλυκά, ήθελε πάντα στο σπίτι να υπάρχει γλυκό. Τους τελευταίους μήνες, έφτιαχνε συνεχώς χαζά πράγματα, αυγά, πατάτες, τοστ, σαλάτες, και έτρωγε συχνά απ' έξω. Είχε γεμίσει μικρά σπιθουράκια στο πρόσωπο γεμάτα σμήγμα και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε κουράγιο ν' αρχίσει πάλι να μαγειρεύει. Δεν είχε διάθεση να καθαρίζει το πρόσωπο με το ειδικό σαπούνι πρωί - βράδυ.

 Πόσο κρατάει μια εκδρομή, αν υπολογίσεις και τις σιωπές;

 Το θέατρο ήταν γεμάτο με ανθρώπους που είχαν βάλει τα καλά τους και ο αέρας μύριζε καλοκαιρινές κολόνιες. Η παράσταση άργησε μόλις 5 λεπτά και τα κοστούμια ήταν χάλια, σκοπίμως χάλια, πρόχειρα, κιτσάτα, ασιδέρωτα. Η παράσταση πήρε διφορούμενες κριτικές, αλλά το θέατρο ήταν κάθε μέρα γεμάτο, και τις 10 μέρες που παίχτηκε το έργο. Σε πρόταση παράτασης, ο σκηνοθέτης ήταν κατηγορηματικά αρνητικός.

 Η Σονάτα Υπό Του Σεληνόφωτος σε κάνει να περπατάς νωχελικά και απαλύνει θλίψεις που δεν ήξερες ότι είχες, ή δεν είχες ορίσει. Οι άνθρωποι είναι μαζεμένοι σε σουβλατζίδικα και καφενεία. Πόσοι πολλοί άνθρωποι, όταν το φεγγάρι είχε ήδη βγει. Και φαντάσου, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, να μην έχουν μυστικά. Φαντάσου.

 Η ευτυχία τελικά είναι αυτοσκοπός. Πολύ απαιτητικός μάλιστα. Απόφαση. Μια συνταγή δικιά σου, που πρώτα την εκτελείς, την δοκιμάζεις, την χωνεύεις, και μετά ανακοινώνεις ότι βρήκες την ευτυχία σου.

 Βράδυ Πέμπτης. Χθες. Άλλη μια Πέμπτη. Και μια τρυφερότητα που ψελλίζει, "Άσε με να μεγαλώσω. Άσε με να μεγαλώσω, σε παρακαλώ..."

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Τι νυφικό να διαλέξω;

 Τα νυφικά είναι πολύ παράξενα ρούχα.

 Είναι πολύ ακριβά και είναι πολύ όμορφα. Κι επειδή είναι πολύ ακριβά, ποτέ δεν είναι αρκετά όμορφα, ούτε αρκετά καλοφτιαγμένα. Κι επειδή είναι πολύ όμορφα, ζουν ελάχιστα, ένα χρόνο το πολύ. Μετά η ομορφιά αλλάζει και το νυφικό ασχημαίνει - συχνά σιγά σιγά, ξεθωριάζοντας, μέχρι που περνάνε 20 χρόνια και "Χριστέ μου, τι άθλιο νυφικό! Τι χάλια που ήταν η μόδα τότε!"

 Αυτό που στην ουσία ξεχωρίζει τη νύφη είναι το κεφάλι. Τιάρα, πέπλο, κουάφ, λουλούδι, στέκα, fascinator... κάτι πρέπει να στολίζει τα μαλλιά και το κεφάλι της. Βασίλισσα. Και το λευκό χρώμα, σημάδι αγνότητας κάποτε, αλλά το λευκό παραμένει βασίλισσα: λερώνει πανεύκολα, και τσαλακώνει με το πιο μικρό φύσημα αέρα. Η νύφη φοράει λευκό και είναι σαν να λέει, σήμερα είναι η μέρα μου. Δεν θα κάνω τίποτα, δεν θα κουραστώ στο ελάχιστο, θα με πηγαίνουν, θα με υπηρετούν.

 Βεβαίως, όποιος άνθρωπος έχει υπάρξει ποτέ νύφη ξέρει το ακριβώς αντίθετο. Αλλά χαλάλι. Αξίζει να τρως την παραμύθα σου, έτσι, για χάρη του παραμυθιού ως θεσμό. Το πιστεύω ειλικρινά, αξίζει.

 Τα παραδοσιακά νυφικά της εποχής μας (δηλαδή, αυτό που σκέφτεται ο μέσος διαφημιστής όταν πρέπει να βρει ένα νυφικό) είναι επιβλητικά και εντυπωσιακά, μάλλον άκαμπτα και πολύ διακοσμημένα. Είναι κανονική στολή - δεν είναι επ' ουδενί ένα φουστάνι. Συνήθως αποτελούνται από μια μεγάλη φούστα, που κρύβει τα 2/3 του σώματος, κι ένα κορσέ, που προσαρμόζεται στο σώμα της νύφης και προσαρμόζει το σώμα της στο σχήμα του. Λεπτή μέση, μεγάλο στήθος. Μόνο τα χέρια είναι ελεύθερα, και ίσως και οι ώμοι. Επειδή είναι σε δυο κομμάτια, φοριέται εύκολα κι απ' το 1,80 κι απ' το 1,55. Είναι από στητό, ελαφρά γυαλιστερό ύφασμα, και δεν είναι ποτέ ολόλευκο. Ποτέ. Ιβουάρ, του πάγου, εκρού, μια υποψία ροδί, χρυσαφίζον. Αυτά είναι τα χρώματα του νυφικού - συνήθως.

 Και η αλήθεια είναι πως το νυφικό δεν πηγαίνει σε καμία γυναίκα, αλλά η γυναίκα ταιριάζει στο νυφικό. Οι νύφες που θαυμάζουμε, προσέξτε και θα το δείτε: δεν φοράνε παραδοσιακό νυφικό. Φοράνε καλοραμμένες βραδινές τουαλέτες. (Λευκές ή υπόλευκες. Και πάντα με κάτι στα μαλλιά.) Το νυφικό πρωταγωνιστεί: έχει τόσες ιστορίες να πει... Οικονομικές, κοινωνικές, οικογενειακές!...

 "Θέλω ένα νυφικό. Έχω τρία χιλιάρικα να δώσω." Θέλω ένα νυφικό που να φαίνεται πολύ ακριβό.

 "Αυτό δεν σου πάει καθόλου. Βγάλτο." Εγώ κάνω κουμάντο. Όχι εσύ. Μια νύφη είσαι. 

 "Σου πάει πάρα πολύ αυτό." Σε κάνει πιο όμορφη, και το χρειάζεσαι επειγόντως.

 "Δοκίμασε κάτι πιο απλό." Κάνε κράτει, που θες να κάνεις κι εντύπωση. Μια νύφη είσαι.

 "Δοκίμασε κάτι πιο ιδιαίτερο." Μην το παίρνεις τόσο χαλαρά. Μια νύφη είσαι.

 "Θέλω κάτι μοντέρνο." Θέλω κάτι ασυνήθιστο, αποκαλυπτικό, να τους ανατρέψω την εικόνα, να δουν αυτοί.

 "Θέλω κάτι κλασικό." Θέλω κάτι ήσυχο και να μην μπορεί κανείς να πει κακή κουβέντα. Θέλω να τους κοιτάζω όλους αφ' υψηλού, και να τους κομπλάρω.

 "Θέλω κάτι πριγκιπικό." Θα παίξω καλά το ρόλο μου, αλλά στον επόμενο γύρο δεν θα τα φυλάω πάλι εγώ. Υποσχεθείτε.

 "Θέλω κάτι ανάλαφρο." Θέλω να είμαι πιο άνετη απ' ό,τι νομίζουν. Θέλω να είμαι η πιο άνετη. Δεν καίγομαι να ντυθώ νύφη. Ο γάμος είναι απλά μια σχέση.

 "Δεν θέλω νυφικό". Δεν θέλω να παντρευτώ, αλλά θα παντρευτώ. Ας μη το κάνουμε θέμα, εγώ θα φάω πρώτη και καλύτερη τα μούτρα μου.

ΥΓ: Παπούτσια! Μπορεί να μην τα προσέξει κανείς, αλλά για τη νύφη είναι τα πιο σημαντικά. Αν ζεσταίνεστε και ιδρώνετε μέσα στο πολυέστερ και σας μυρίζει το μισό λίτρο λακ, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεστε είναι να τρεκλίζετε, να κόβεστε, να βγάλετε κάλους, να πονάτε, και να μην μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας.


  • Τακούνι; 6 με 8 πόντοι. Πρέπει να μπορείτε να λυγίσετε το πέλμα φορώντας το παπούτσι, να σηκώνετε το τακούνι απ' το πάτωμα. Αν σας λείπει ύψος, 4 επιπλέον εκατοστά δεν θα σας χαρίσουν τίποτα πέραν από πονεμένα μπούτια. Σκεφτείτε τις χορεύτριες ballroom, που κλείνουν 12ωρα στα τακούνια: κανένα ποτέ δεν ξεπερνά τους 8 πόντους.
  • Φιάπα; Ναι! Αλλά όχι μεγαλύτερη του ένα (άντε, ενάμιση) εκατοστού. Μετά γίνεται αχρείαστα κιτς και δεν δίνει παραπάνω σταθερότητα. Ας είναι όσο γίνεται διακριτική.
  • Peep toe; Υπό προϋποθέσεις. Ένα μικρούλι peeptoe, με δυο δαχτυλάκια μόλις να ξεπροβάλλουν, είναι χαριτωμένο. Το μεγαλύτερο άνοιγμα θα δώσει δικαίωμα στα υπόλοιπα δαχτυλάκια να ζηλέψουν και να βγουν να εξερευνήσουν τον κόσμο. Για κάτι πιο ξεκούραστο, δείτε πέδιλο.
  • Πέδιλο; Μόνο με χοντρές, μαλακές φάσες - ξεχάστε τα barely there και τα κορδονάκια. Το πόδι θα πρηστεί και θα μοιάσει με ρολό κοτόπουλο.
  • Σταυρωτό δέσιμο ναι! T-bar ναι! Σταθερότητα ναι! Αλλά όχι με μικροσκοπικά λουράκια που δένονται δύσκολα και κόβονται εύκολα.
  • Μην διανοηθείτε να τα βάλετε πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. Θα τα καταραστείτε στο μισάωρο. Βάλτε τα πρώτα 3-4 φορές, έστω μες στο σπίτι. 
  • Τα νυφικά χρώματα είναι δύο: περλέ και ιβουάρ. Είναι φτιαγμένα να μην ταιριάζουν με τίποτε, μα τίποτε άλλο (ώστε να τα φορέσετε μόνο με το νυφικό, μιας χρήσης). Προτιμήστε μεταλλικά, ή και έντονα, αντιθετικά χρώματα: Κόκκινο, μπλε του κοβαλτίου, σμαραγδί, κίτρινο. Μπορεί να τα ξαναβάλετε κιόλας. Λευκό; Μόνο αν φοράτε ολόλευκο νυφικό.

 Στην τελική, φορέστε ό, τι θέλετε. Αλλά να ξέρετε, πως ό,τι φορέσετε, το θέλατε. Είτε το παραδέχεστε είτε όχι. 

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Ντισπέαρ

Το φως που με ξυπνάει κάθε μέρα
άλλη μια ευκαιρία να ζήσω.

Τι ψάχνω, τι σκαλίζω;
Κρυμμένους θησαυρούς και ξεχασμένα μυστικά.
Χθες έκλαψα.
Είναι σκληρό να δείχνεις την καρδιά σου
σε πουπουλένιο μαξιλαράκι
σε γυάλινη προθήκη με μαλακό φως
και δίπλα το καλοακονισμένο μαχαίρι
όλα τα πιόνια δικά σου
και η βασίλισσά μου, αλαφιασμένη.

Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;
Ένα βλέμμα αστραφτερό, να χάνεσαι στους ωκεανούς.
Να βλέπεις σ' ένα βλέμμα όλα σου τα όνειρα και τους εφιάλτες.

Πόσο κρατάει μια αγκαλιά;
Φυλαχτό παιδικό ματάκι στο λαιμό σου.
Όλο μου το σώμα, δικό σου.
Υπάρχω. Υπάρχω; Μόνο όταν με έχεις εσύ στην αγκαλιά σου.

Άλλη μια μέρα θα κυλήσει
με μουντό μαγιάτικο φως
και υποσημειώσεις σε ξεχασμένες γλώσσες
κι εγώ θα προσπαθώ να πειστώ
ότι όλα είναι απλά, τα πράγματα είναι απλά.

Θα περιμένω το σούρουπο
να ξεκουραστεί η μέρα
να λιώσω πάνω στο κερί και να ονειρευτώ
τα θαύματα που μου χάρισες χωρίς να το σκεφτείς.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Μαζί σου.

Κάθε φορά που σε βλέπω, χάνω λίγο από το χτύπο μου. Ξεψυχίζω.

Πέμπτη καλοκαιρινού απογεύματος, σε μια αστική αυλή, αστικής καφετέριας, ρομαντικούλας, "ωραίας". Φορούσα ένα μπλουζάκι κρεμ, τα μπράτσα μου είχαν μαυρίσει από τον ήλιο και για κάποιο λόγο το κρεμ μου πήγαινε περισσότερο από το λευκό. Σαν να ησύχαζε πάνω μου το φως. Έτσι ήθελα να πιστεύω δηλαδή. Ακόμα δεν μου είχες πει κανένα κοπλιμέντο για τα ρούχα μου, άφηνες το βλέμμα σου να λουστεί επάνω μου και χαμογελούσες ενώσο εγώ κρατούσα την ανάσα μου, με φιλάρεσκη αγωνία. Σου αρέσω; Για σένα ντυνόμουν τότε άλλωστε.

Περπατώ γρήγορα συνήθως. Και ήταν από τις συνήθειες που αγαπούσα και ένιωθα περηφάνεια. Πάω γρήγορα, τα πόδια μου σταθερά και δυνατά, "σαν διαβήτες", το πηγούνι παράλληλα στο έδαφος, η πλάτη στητή. Πάω γρήγορα γιατί έχω στόχους κι ελάχιστο χρόνο για χάσιμο. Μα από τότε που σ' ερωτεύτηκα το βάδισμά μου λύγισε και ένιωθα τα χέρια σου κάθε στιγμή. Πήγαινα αργά, σχεδόν νωχελικά, κι ένιωθα τα χέρια σου.Ήρθα να σε βρω στην αυλή γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα τουλάχιστον - δεν είναι ότι μου είχες λείψει, ήθελα να σε δω και ν' ανασάνω. Φορούσα τον έρωτα παράσημο. Τριάντα μέτρα πριν φτάσω τα γόνατά μου λύγισαν και πήγαινα αργά, αργά, αργά.

Ήσουν μαζί με την παρέα σου. Πρόσωπα γνωστά, άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο. Είδα την πλάτη σου πρώτα, το λαιμό σου, μάντεψα την έκφρασή σου που διηγούσουν κάτι σε μια κοπέλα που την είχα δει μια φορά μόνο πάλι. Είδα τα χέρια σου έντονα, αγαπημένα. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Ένιωσα το στόμα μου ν' ανοίγει - ανάσανα. Οι άλλοι με είχαν δει πριν τους δω. Είδαν την έκφρασή μου μόλις σε είδα. Την κατάλαβαν; Αναρωτιέμαι ακόμα.Δεν άντεξα να δω τα πρόσωπά τους. Δεν άντεξα να τους δω και να εκφραστώ αυθόρμητα. Φαντάζομαι τα μάτια μου λαμπύρισαν και αυτό θα ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να μου προσάψουν: Το βλέμμα μου άστραψε "μόλις σε είδε".

-Καλησπέρα!... με ένα μικρό, παιχνιδιάρικο, ανάλαφρο και καλοχτενισμένο θαυμαστικό.

"Γεια σου", "Τι κάνεις;" "Πώς είσαι;" Πώς να σου πω πώς είμαι, δεν με βλέπεις; Δεν είναι φανερό, αστραποβόλο, φωτεινό, απόλυτο; Πώς να σου πω, μπροστά σ' όλο αυτόν τον κόσμο, ότι χαίρομαι τρομακτικά πολύ που σε βλέπω και μου έχεις φυλάξει καρέκλα δίπλα σου;

Παραγγέλνω καπουτσίνο διπλό, έχει περάσει το σούρουπο εδώ και ώρα, αλλά μου αρέσει σ' ένα τραπέζι όλο μπίρες και αλκοόλ εγώ να πιω καφέ. "Ο καφές με ξεκουράζει, μια χαρά θα κοιμηθώ το βράδυ" θ' απαντούσα αν με ρωτούσε κανείς. Κανείς δεν ρωτάει. Δεν αφήνω και περιθώρια. Το καλοχτενισμένο μου ύφος. Δεν μπορώ να πιω τώρα αλκοόλ, θα χαλαρώσω και θα θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να μην σε αφήσω μέχρι να χορτάσω. Θα θέλω να ρωτάω τους φίλους σου για σένα. Θα θέλω να απλώσω τον έρωτά μου να σκεπάσει όλο το τραπέζι, να μην με νοιάζει τίποτε άλλο. Θυμάσαι τα σταυρουδάκια που μας φορούσαν μικρά; Πάντα μέσα απ' τα ρούχα, να μη φαίνεται. Δικό μας φυλαχτό, να μας προστατεύει. Το μυστικό μας.

Ακούω συζητήσεις, το χέρι σου στο μπράτσο μου, ξεφεύγει σαν χελιδόνι για να στρίψεις τσιγάρο, να χειρονομήσεις, ψάχνεις αναπτήρα. Με πνίγει μια σχεδόν απελπισμένη κακία. Το χέρι σου είναι δικό μου. Όλο το σώμα μου, το πνεύμα μου, ο νους μου είναι δικά σου - το χέρι σου απαιτώ να είναι δικό μου. Σε χρειάζομαι. Γιατί δεν έχω το χέρι σου; Γιατί σ' ακούω τώρα, πιο ζωηρά, να διηγείσαι κάτι άλλο, να μην είμαι μέρος της κουβέντας σου; Το ξέρω, ήρθα και σε φόρτισα, σου έδωσα το κίνητρο, την ενέργεια.

Θέλω να μην περνάς καλά όταν δεν είσαι μαζί μου. Θέλω ό, τι συ δίνω να μου το δίνεις πίσω. Σε χρειάζομαι, σε θέλω ολοκληρωτικά. Είμαστε 8 άτομα σ' ένα μεγάλο τραπέζι. Η Ι. προσπαθεί να μου πιάσει κουβέντα. Όχι από ενδιαφέρον...ίσως από ευγένεια, από περιέργεια, μάλλον από καθήκον. Της απαντάω μονολεκτικά, ήρεμα και όσο πρέπει γλυκά. Ξέρω να κάνω καλή εντύπωση. Ξέρω να παίρνω αποστάσεις. Ο καφές μου έρχεται την πιο κατάλληλη ώρα. Ψάχνω τη μαύρη πάνινη τσάντα μου για τον καπνό μου, η Ι. συζητάει κάτι τώρα με το Ν., παραμένω στην κουβέντα τους, στρίβω τσιγάρο κομψά και μαλακά. Ξέρω ότι κάποιος με παρακολουθεί. Δίνω την παράστασή μου και το ξέρω, το νιώθω στο δέρμα μου, ότι κρατάω την ανάσα μου και φαίνεται.

Γιατί να μην είσαι μαζί μου τώρα που σε έχω δίπλα μου; Γιατί δεν θέλεις να με βάλεις σε κάθε κουβέντα που κάνεις, με τον οποιοδήποτε;

Ο καπουτσίνο είναι ο καφές που πίνω εδώ κι ενάμιση χρόνο. Σκέτος και διπλός. Σπάνια τον πετυχαίνουν. Απόψε είναι απ' αυτές τις φορές. Πόσο θέλω να σου πω "ωραίος καφές" και να μ' ακούσεις... Να καταλάβεις πόσο σπάνιο και σημαντικό είναι που σ' ένα μαγαζί με μπίρες και κοκτέιλ εγώ πήρα καφέ και βρήκαμε ένα μέρος ακόμα να πηγαίνουμε να καθόμαστε και να μην λέμε τίποτα.

Δυο τσιγάρα προλαβαίνω με τον καφέ, φαίνεται ξεχνιέμαι και τον πίνω με μεγάλες γουλιές. Συζητήσεις σχετικές - άσχετες με μένα, εγώ παρακολουθώ, ξένο σώμα. Ω, πώς το θέλω να το νιώσουν, και τα 6 άτομα, ότι εγώ, το ξένο σώμα, σ' έχω κλέψει. Ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσω να μπω στην ομάδα τους. Έχω αυτό που θέλω, με το να είμαι ο εαυτός μου. Να νιώσουν την απειλή και την αγωνία που νιώθω εγώ όταν σε βλέπω να μιλάς για πράγματα συγκεκριμένα κι ενδιαφέροντα, πράγματα που τα μοιράζεσαι μαζί τους, αλλά όχι με μένα.

Προσπαθώ ν' ανασάνω φυσιολογικά, αφήνω μικρά σχόλια, κάνω τις κατάλληλες ανοιχτές ερωτήσεις. Παίρνουν κι άλλες μπίρες. Παίρνεις κι εσύ άλλη μία, αλλά εκείνη την ώρα κάτι ακούς με προσήλωση και δεν με ρωτάς αν θέλω κι εγώ.

Δεν θέλω μπίρα. Θέλω να με ρωτήσεις. Κι επειδή με ρώτησες, θα έπαιρνα.

Η κοπέλα απέναντί μου χαιρετάει κάποιον από πίσω μου και φυσικά δεν γυρίζω να δω, παρόλο που έχω όλη τη φυσική περιέργεια, αφού έχω κάτσει σχεδόν μια ώρα δίπλα σου και δεν μ' ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά οι στιγμές που το χέρι σου αφήνεται στο γόνατό μου, και οι στιγμές που γελάς, και πιο πολύ οι στιγμές που με κοιτάς. Αποστρέφεις όμως το βλέμμα σου γρήγορα. Τι πιο φυσικό; Είσαι εδώ, μαζί μου και με τους φίλους σου, και κρύα δροσιστική μπίρα βαρελίσια, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Κι εγώ που σε χρειάζομαι συνέχεια... εγώ, να κοιτάξω τα λύσω τα θέματά μου, λέω στον εαυτό μου, και να ξεπεράσω γρήγορα την καψούρα μου, γιατί θα βγάλω τα μάτια μου με τα χέρια μου και θα χάσω και τις μικρές ανάσες μου. Αγάπη μου. Αγάπη μου.

Η κοπέλα, που δεν θυμάμαι τ' όνομά της και δεν μπορώ καν να προσποιηθώ ότι μ' ενδιαφέρει να το μάθω, έχει σηκωθεί κι αγκαλιάζει ένα ψηλό, ωραίο παιδί - όχι παιδί: παλικάρι -  και ζητάει από τη σερβιτόρα μια καρέκλα ακόμα. Είναι ο Θ. Βρε, ο Θ.! Πόσα χρόνια έχω να τον δω!

...Μην πιέζεις παραπάνω το σώμα σου, κάνε εξάσκηση την τεχνική στο σπίτι. Αυτό μου είχε πει ο Θ. Το πέρασα στα ψιλά. Εγώ ήθελα θαύματα. Έκανα μια γέφυρα μια φορά, την άλλη μέρα δεν μπορούσα να λυγίσω το κορμί μου, αλλά μου αρκούσε που ο Α. με κοίταξε. Με κοίταξε στ' αλήθεια.

-Παιδιά, ο Θ.

Μόλις με κοιτάς, εκπλήσσεσαι. Αχ, πόσο εκφραστικός ήσουν πάντα! Τίποτα δεν έκρυβες. Και δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς γινόταν και τόσο αβίαστα έδινα έκφραση στο μικρό δαχτυλάκι, ενώ το πρόσωπό μου παρέμενε πέτρινο. Το σώμα λυπημένο, ξέγνοιαστο, φοβερό, αισθησιακό, αλλά το πρόσωπο πέτρινο και μυστηριώδες. Το θαύμαζες, κι ας μην το καταλάβαινες. Τι καλό παιδί που ήσουν, Θ.! Όλοι το ξέραμε. Στο είχε πει ποτέ κανείς, άραγε;

Δεν έχεις λόγια απ' την έκπληξη. "Τι κάνεις;" Σου λέω χαμογελαστά και σηκώνομαι να σε φιλήσω, αλλά μια χαρά γουργουρίζει στο στομάχι μου, μια χαρά αλλοτινή, ορμητική, και απλά σε κρατάω αγκαλιά. "Πόσα χρόνια έχω να σε δω!" Συνέρχομαι γρήγορα, να μην αφήσω αυτή τη χαρά να δώσει δόλωμα ή αφορμή. Είναι δικιά μου. Δεν θέλω να την εξηγήσω σε κανέναν.

-Με τον Θ. ήμασταν παλιά στην ίδια ομάδα.

Δεν λέω "χορευτική ομάδα", γιατί δεν θέλω να πω ότι παλιά χόρευα. Ας το πει ο Θ. Χαμογελάει πλατιά και με κοιτάει ακόμα. Υπάρχει μια περίεργη σιωπή, που κρατάει λίγα δευτερόλεπτα. Νιώθω το βλέμμα σου πάνω μου, πάνω στον Θ. Δεν θα σου απαντήσω τώρα. Θέλω να έρθεις στη θέση μου, να νιώσεις την αγωνία μου που σε έχω ακούσει τόσες φορές να μιλάς για πράγματα σημαντικά για σένα, ξένα για μένα. Πώς το κάνεις τόσο ξένοιαστα;

-Τι κάνεις; με ρωτάει ο Θ. και πραγματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ενδιαφέρεται πραγματικά τι κάνω.

Του λέω με τι ασχολούμαι, επιγραμματικά και πρόχειρα. Μου αρέσει αυτή η μπλαζέ εντύπωση, δεν χρειάζεται να σ' εντυπωσιάσω, είμαι καλά με το δικό μου τρόπο. Τα τελευταία χρόνια δεν μου αρέσει να διηγούμαι σωστά, με στρωτή αφήγηση και γλαφυρές εικόνες, την καθημερινότητά μου. Είναι δική μου. Μόνο με τους πολύ δικούς μου ανθρώπους θα πω τα νέα μου, όλα τα νέα μου. Αυτούς που ξέρω ότι με ρωτούν από ενδιαφέρον, ότι έχει σημασία γι' αυτούς, κι όχι για την περιέργειά τους. Ο Θ. δεν είναι κοντινός μου άνθρωπος βέβαια, ούτε θα γίνει ποτέ, έτσι ανοιχτόκαρδος και απλός που είναι. Αλλά αν ήμασταν μόνοι μας, ναι, θα έκανα μια προσπάθεια να του μιλήσω όπως μου μιλάει κι αυτός. Του αξίζει. Εσένα δεν σου αξίζει, αλλά λαχταρώ να κάνεις μια προσπάθεια να γίνεις κοντινός μου άνθρωπος. Όχι όμως όπως σου βγαίνει εσένα. Με τους δικούς μου όρους.

Ο Θ. μ' ακούει προσεκτικά, κι αναγκαστικά όλο το τραπέζι. Είμαι σε αμηχανία και κάπως φαίνεται. Αδικαιολόγητη ίσως, αλλά όσο πρέπει μικρή για να μην της πολυδώσει κανείς σημασία. (Εκτός από σένα.) Εύχομαι...

-Πες μου για σένα...Εσύ τι κάνεις τώρα;

Ο Θ. ήταν πολύ καλός χορευτής. Δεν χρειαζόταν την ομάδα μας για να γίνει καλύτερος - ήθελε όμως "να ξαναμάθει". Έτσι είχε πει και μου άρεσε. Τον σεβάστηκα από την πρώτη στιγμή. Δεν είχαμε κουβέντες μεταξύ μας. Δεν είχα την ανάγκη να τον εντυπωσιάσω. Θα πρέπει πλέον να είναι από τους εξέχοντες στο είδος του. Κάνει σεμινάρια, φεύγει αύριο για την Πορτογαλία. Και ήταν κριτής σ' ένα διαγωνισμό στην Κίνα μόλις την περασμένη βδομάδα. Τα λέει απλά και φυσικά, όχι για να μ' εντυπωσιάσει, αλλά γιατί είναι απλός και φυσικός. Τον ρωτάω για ονόματα, διοργανωτές, στιλ. Ξέρω ότι χαίρεται γι' αυτές τις ερωτήσεις - έτσι λέω στον εαυτό μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν νομίζω ότι καίγεται να μιλήσει για δουλειά απόψε. Το κάνω όμως για να πάρω μια άλφα εκδίκηση για τις προηγούμενες κουβέντες του τραπεζιού. Για να δείξω στην κοπέλα που τον έφερε στο τραπέζι μας ότι τον ξέρω, και ξέρω καλά αυτό που κάνει κι αυτός κι αυτή. (Είναι χορεύτρια.) Το ξέρω, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει να της πιάσω κουβέντα.

Ένα κομμάτι μου θα πρέπει να λαχταρά γι' αυτές τις ερωτήσεις, γιατί ο Θ. μου απαντάει σαν σε συνέντευξη. Αλλά δεν με νοιάζει αν καρφωθώ. Μετά θα γυρίσω στα τσιγάρα μου. Θα πάρω και μπίρα. Τώρα αξίζει να πιω μια μπίρα. Αφού εσύ δεν μου πρότεινες να πιούμε μαζί...

-Εσύ τι κάνεις; Χορεύεις;

Η ερώτηση του Θ. είναι παγίδα. Του είπα τι κάνω. Δεν του ανέφερα το χορό. Θέλει περισσότερες λεπτομέρειες, και δεν τις απαιτεί, ούτε τις εκβιάζει. Τις ζητάει, απλά και καθαρά. Αχ, δεν θα γίνουμε ποτέ κοντινοί άνθρωποι με το Θ. Αν και μάλλον η κοσμοθεωρία του μου χρειάζεται επειγόντως.

-Όχι. Δεν χορεύω πια.

...Θέλω να σε φιλήσω, είχε πει ο Α. Ήμασταν σ' ένα στενό, μια γάτα νιαούριζε δυνατά. Τα μάτια μου γέμισαν όλα τα κρυμμένα αστέρια. Περίμενε την απάντησή μου. Δεν με φίλησε. Τον φίλησα εγώ. Αχνά, τρομαγμένα, σχεδόν ξέπνοα. Μόλις χαμογέλασα, με φίλησε κι αυτός. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πια.

Αχ, ας μη ρωτήσει γιατί ο Θ.

-Γιατί, είπε ο Θ. με ειλικρινή απορία. Με έκπληξη. Δεν γινόταν να μην του απαντήσω, δεν γινόταν να μην του πω μια αλήθεια.

-Είχα πολύ ψηλές προσδοκίες κι απαιτήσεις. Άλλα περίμενα, κι απογοητευόμουν πολύ εύκολα. Και μετά απ' όσα κάναμε στην ομάδα, ε, καταλαβαίνεις...κακόμαθα. Δεν μπορούσα να πάω αλλού. Προσπάθησα αλλά δεν μου έβγαινε, δεν είχα πια την ίδια λύσσα, την ίδια όρεξη.

Του είπα μια καλοχτενισμένη αλήθεια. Δεν μπορούσα φυσικά να του πω την αλήθεια. Ούτε μπροστά τους. Μόνο σε σένα θα έλεγα την αλήθεια...αν αργότερα, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι μας, με ρωτούσες...

Ο Θ. απογοητεύτηκε. Βιάστηκα να το αναγνωρίσω και να μην πει κάτι που θα μ' έκανε να μοιάζω με αδύναμο, πεισματάρικο παιδί, που επειδή δεν το πήρανε στα Μπαλσόι κάκιωσε.

-Ε ντάξει ρε Θ., με θυμάσαι κιόλας. Δεν ήταν τότε ο χορός η πρώτη μου ανάγκη. Ένα μέσο ήταν, να βγω στον κόσμο.

-Είχες πολύ ταλέντο. Αλήθεια, είχε πολύ ταλέντο, σου λέει ο Θ. Χαμογελάω αδέξια.

Είχα ταλέντο. Αλλά είχα περισσότερες πληγές. Και ζοριζόμουν. Τότε μου φαινόταν φυσιολογικό να πηγαίνω σε εξάωρη πρόβα, να λιώνω και να πονάω, και μετά να κλείνομαι σπίτι μου για δυο, για τρεις μέρες. Να μην αντέχω να δω κανέναν, να μην μιλήσω σε κανένα. Με εξουθένωνε, και μου φαινόταν φυσιολογικό. Σαν σωφρονισμός.

-Ταλέντο έχεις εσύ, είχε η Μ., είχε η Ρ., διορθώνω τον Θ.

-Και ο Α. Τον θυμάσαι;

Κάθε μέρα.

-Ναι, φυσικά και τον θυμάμαι, λέω με απροκάλυπτα θιγμένο ύφος, ενώ η φωνή μου βαθαίνει επικίνδυνα.

Τρακάρισμα. Με χρήση "ψυχότροπων ουσιών". Λίγο μετά που τον φίλησα. Είχε μια τσόπερ. Του πήγαινε. Κι γουρούνα να οδηγούσε, θα του πήγαινε...

-Είχες κι εσύ ταλέντο, συνεχίζει ο Θ. Και πολύ εύπλαστη κίνηση. Η χαρά του χορογράφου, λέει στην ομήγυρη, κι εσύ με κοιτάς χαμογελαστά, εσύ ξέρεις το κορμί μου, το ξέρεις το κορμί μου...

Παίρνω μια ανάσα.

-Δεν νομίζω ότι ήμουν και τόσο ουάου. Νομίζω ότι σας εντυπωσίαζε που δεν είχα καθόλου χορευτική εκπαίδευση και μπορούσα να σας παρακολουθήσω. Πιο πολύ νομίζω αναφέρεσαι στη δυναμική μου, στο potential, παρά στο ταλέντο. Αυτό θα φαινόταν ως συνέπεια, ως αποτέλεσμα, κι όχι σαν σπόντες...σαν υπόνοιες.

Μίλησα αυστηρά αλλά με μαλακό, συγκαταβατικό ύφος. Ήθελα να μ' ακούσεις να μιλώ με σιγουριά. Ήθελα να ξέρει όλο το τραπέζι ότι αυτό που θεωρούσε ένα παλικάρι σαν τον Θ. "ταλέντο" εγώ το εξέτασα και το άφησα στην άκρη, και τώρα ασχολούμαι εξίσου συνειδητά με ό, τι κάνω...και με σένα. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά, σαν να σου έλεγα. Πρόσεχε.

Ο Θ. με κοίταξε και το ήξερα πριν το πει.

-Ξέρω να διακρίνω το ταλέντο, κι εσύ είχες.

-Γιατί σταμάτησες να χορεύεις; με ρώτησες, κι αφέθηκα να δείξω: ανακούφιση, ανάσα, αιφνιδιασμό, σύγχυση.

Δεν πρόλαβα ν' απαντήσω, ο Θ. απευθύνθηκε σε μένα:

-Θυμάσαι τη Ρωσίδα, τη Μιλένα; Αυτή στο είχε πει στην ψύχρα.

-Δεν μου είπε τίποτα τέτοιο. Μου είπε ότι έχω πρωτόγονη κίνηση. Κοινώς, απαίδευτη!

-Κοινώς, ατόφια!

Είχε θυμώσει ο Θ.; Περίμενε άραγε αυτή την ομάδα να εξελιχθεί όπως ονειρευόταν; Απογοητεύτηκε όταν δεν ξαναπήγα;

-Δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα...

-...Αλλά αυτά που μπορούσες, τα έκανες καλύτερα και βασικά τα εξέλισσες. Όλους μας πήγαινες μπροστά. Είχε ένα μυστήριο, ξεκινούσε με τη μουσική και μετά σαν τζαζ σ' έκανε να την ξεχάσεις, είπε στην κοπέλα δίπλα του. Θυμάσαι όταν χόρεψες χωρίς μουσική;

Το βλέμμα του Α. Και το χαμόγελο του Δ. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να ξανααφεθώ έτσι. Ποτέ. Ποτέ.

Η κουβέντα ήταν πάνω μου για πάρα πολλή ώρα. Δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Δεν θα μπορούσα να ξαναπιώ καπουτσίνο διπλό τέτοια ώρα.

Τρομαγμένοι άνθρωποι στο νοσοκομείο. Κλάματα την άλλη μέρα στην πρόβα. Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έπεσα και χτύπησα στο γόνατο φεύγοντας. Ο Δ. με πήγε σπίτι του με το αμάξι και άφησα ένα λυγμό. Μου έβαλε κρασί.

-Ναι, θυμάμαι...

Αν μου ζητήσεις να χορέψω, ξέρεις ότι θα σου χορέψω. Ξέρεις ότι κρατάω όλα μου τα πέπλα στα χέρια μου, όλα για σένα. Αγάπη μου. Αγάπη μου.

Έπρεπε να το μαζέψω.

-Έχεις δίκιο, είχα πολύ ενθουσιασμό! Αλλά δεν νομίζεις, όταν ξεφούσκωνε, θα είχα ελάχιστα πράγματα να δώσω; Δεν αισθανόμουν ασφαλής, να κάνω λάθη, να κάνω τεχνική μπροστά σας. Δεν το ξέρεις αυτό, αλλά ερχόμουν πάντα με καθυστέρηση για ν' αποφύγω το ζέσταμα. Έκανα μια ώρα ολόκληρη πριν έρθω. Για να μην με δείτε!...σου λέω, τέτοια μυαλά είχα τότε, λέω του Θ. και του χαμογελάω. Ειλικρινά. Παραιτημένα.

Τέτοια μυαλά είχα τότε. Αλλά τώρα; Τώρα έχω αλλάξει! Τώρα έχω θαύματα στις τσέπες μου. Για σένα, για σένα όλα. Φτάνει να τα θέλεις, να τα λαχταράς...

-Καταλαβαίνω, λέει ο Θ. Και μου χαμογελάει. Με σεβασμό. Κάθεται πίσω στην καρέκλα του. Στρίβω ένα τσιγάρο και ξέρω ότι παρακολουθείς τα δάχτυλά μου.

-Εσένα, ρωτάω το Θ., πώς σε βοήθησε η ομάδα;

Το σερβίς δικό του. Η κουβέντα σε όλους. Ας ανοίξουμε τη συζήτηση, δεν μπορώ άλλο.

Ο Θ. μιλάει για διαφορετικές σχολές, ηλικίες, συνήθειες, μιλάει για επιρροές και συνεργασίες, μιλάει για το χωνευτήρι άλλων ομάδων. Τον ρωτούν, απαντάει, αναφέρουν δικά τους παραδείγματα, η κουβέντα θα γυρίσει σιγά σιγά σε πράγματα ανώδυνα. Ο Θ. θέλει την προσοχή μου, περιμένει σχόλιά μου. Γνέφω, κοιτάζω ερωτηματικά, γελάω τις κατάλληλες στιγμές. Ας μιλήσω όσο γίνεται λιγότερο απόψε...

Πίνω το κρασί και ζαλίζομαι. Νιώθω την κούραση, νιώθω την εξάντληση, το παράπονο. Φίλησα τον Α. και πήγε και σκοτώθηκε. Περπάτησα μέχρι το σπίτι μου εκείνη τη βραδιά και σ' όλο το δρόμο τραγουδούσα. Περπάτησα εφτά χιλιόμετρα. Αργότερα πήγα στο νοσοκομείο με ταξί. Δεν ήταν αρκετά σημαντικό το φιλί μας για τον Α. Δεν ήταν το ίδιο γι' αυτόν. Αν ήταν, δεν θα έπαιρνε ναρκωτικά - αν ήταν, δεν θα έτρεχε.

"Δεν σου λείπει ο χορός;" θα ήθελα να με ρωτήσεις τώρα. Το χέρι σου είναι στο γόνατό μου. Η καρδιά μου ζεσταίνεται. Μαζί σου... δεν νιώθω ασφαλής, όχι, καθόλου ασφαλής...αλλά δεν θέλω να είμαι πουθενά αλλού.

Καπνίζω συνέχεια. Από την ομάδα, μόνο η Ρ. και η Λ. κάπνιζαν. Η Λ. είχε κόκκινα, σγουρά μαλλιά που τα έκρυβε σε μια πολύχρωμη μπαντάνα. Είχα νευρώδες, λιπόσαρκο κορμί. Ο Δ. με πήγε στο κρεβάτι κι εγώ έλεγα όχι, σταμάτα, όχι, δεν θέλω. Δεν άντεχα τα κινήσω τα μέλη μου. Κάτι είχε ρίξει στο κρασί. Το σώμα μου με πρόδωσε την πιο κακή στιγμή.

Σ' αγαπώ, θέλω να σου φωνάξω, και να το πάρεις φυλαχτό, αγάπη μου, αγάπη μου. Ο Θ. θαύμαζε πολύ τον Δ. Είχε τρομερό ταλέντο να δείχνει το ταλέντο του. Τα έδινε όλα, πάντα. Του είπα να σταματήσει και δεν μίλησε καθόλου. Μόνο μετά που με πήγε στο μπάνιο μου είπε "το γόνατό σου...". Σαν να φοβόταν μήπως δεν ξαναχορέψω. Σαν να νοιαζόταν για το σώμα μου το χορευτικό. Με έπλυνε και μ' έβαλε να κοιμηθώ. Αυτός κοιμήθηκε στον καναπέ. Θέλω να φύγω από εδώ. Θα μπορούσε να συμβεί στον Θ. Θα μπορούσε να μου είχε κάνει το ίδιο πράγμα ο Α. Θα τον συγχωρούσα. Έβγαλα τα φτερά μου και τα έκαψα και δεν κατάφερα να κλάψω. Δεν έχω κλάψει για τον Α. Δεν έχω πει σε κανένα ότι τον γνώριζα, ότι όλα τα έκανα γι΄ αυτόν. Θέλω να με πάρεις να φύγουμε. Μαζί σου, πραγματικά μαζί σου. Θέλω να φύγουμε και να με κρατάς απ' το χέρι, μπροστά σε όλους.

Η βραδιά συνεχίζεται αλλά σε λίγη ώρα θα φύγουμε. Κάτι πρέπει να πω στον Θ. Κάτι πρέπει να σου πω αργότερα, όταν με ρωτήσεις. Δεν έχω κάτι άλλο να σκεφτώ, όλη η κούραση με πλακώνει και με τρομάζει. Εκείνο το πρωί ξύπνησα και ο Δ. μου έδωσε καφέ. Τον ήπια χωρίς να σκεφτώ δεύτερη φορά. Ήταν ντυμένος και κατάλαβα ότι έπρεπε να ντυθώ να φύγουμε. Να με αφήσει στο μετρό, με βολεύει; Ναι, μια χαρά. Καλύτερα να πάρεις ταξί, μου είπε, και μου έδωσε λεφτά. Πήρα ταξί. Ένιωθα το σώμα μου ξεκούραστο και άδειο.

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Αγνώστου

Νεράκι ολόδροσο απ' το πηγάδι μου,
Έσκαψα χρόνια και νύχτες χωρίς αστέρια.
Τα χέρια μου να γίνουν το ποτήρι σου,
Μόνο εγώ να σε ξεδιψώ, μόνο εμένα να λαχταράς.

 Στον ώμο σου φύτεψα μια κόκκινη τουλίπα.
Όμορφο λουλούδι, σπάνιο, κομψό.
Θέλει προσοχή, γυάλινη καμπάνα και μαλακά φιλιά.
Θέλει την προσοχή σου, ολόκληρη.

Με πονάει η άνεσή σου, η ανέμελη ματιά σου.
Γιατί δεν θέλεις να λατρέψεις κάθε χαλικάκι;
Γιατί δεν θέλεις να μην αφήσεις τίποτα όρθιο;

Ο κήπος μου, μια ζωγραφιά, στην τσέπη σου κρυμμένος
Κι αν δεν έψαχνα κι εγώ τις τσέπες μου
Θα είχα δει το φως που με λούζεις με ένα βλέμμα μισόκλειστο.

Μου λείπεις πολύ κάθε φορά που είμαστε μαζί
Κι εσύ συλλογιέσαι κάτι άλλο.

Αλλά δεν μπορώ να είμαι πουθενά αλλού.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Τ' ανθάκια μου

Πώς γίνεται να ξοδεύεις πολλά κέρματα, δυσανάλογα πολλά λεφτά, ξανά και ξανά, για να κερδίσεις ένα φτηνιάρικο κουκλάκι;

Σκοποβολή στα λούνα παρκ, δαγκάνα έξω από περίπτερα. Κατοστάρικα. Χρυσαφιά μεγάλα νομίσματα με ένα κεφάλι πάνω που μοιάζει με άντρα με κέρατα κριαριού.

Φορούσε πολλά ασημένια δαχτυλίδια... Τρία ή τέσσερα σε κάθε χέρι. Στιλπνό καλοκαμωμένο ασήμι σε αφηρημένες γραμμές, κύματα, σφιχτοτυλιγμένα ελάσματα. Δεν έχει ορισμένα σχήματα, ούτε διακοσμητικές πέτρες, μόνο ασημένιες μαρμαρυγές. Τα δάχτυλά της ήταν σφιχτά και οστεώδη, δεν ήξερες να πεις το μέγεθός τους, τα δαχτυλίδια ήσαν πολύ επιβλητικά. Έβγαλε ένα ένα τα δαχτυλίδια της με νευρικές κινήσεις, τα μάζεψε στις χούφτες της και τα πέταξε μέσα στο κρυστάλλινο τασάκι. Ένα μεγάλο τασάκι σε σχήμα πιατέλας, με αποτσίγαρα μιας βδομάδας, τρίμματα καπνού, σκισμένα χαρτάκια και δυο τσίχλες.

...αυτό που θαυμάζεις... με αποσπά απ' όσα λες. Έπαθλο θα γίνω αστραφτερό. Κομψό και άκακο, κενό και άχρηστο. Τότε μόνο θα με λαχταρήσεις βαθιά, τότε μόνο θα σηκώσεις όπλο, θα νιώσεις αγωνία και παιδιού χαρά...

"Δεν ξέρω πώς να φροντίσω τον εαυτό μου". Ακόμα. Με φροντίζω, όσο μπορώ κάθε στιγμή. Αλλά όχι όπως πρέπει, όχι σωστά. Δεν μαθαίνω, κάνω συνεχώς τα ίδια λάθη, το μυαλό μου πάει αλλού, δεν συγκεντρώνομαι, δεν αποφασίζω, δεν έχω κίνητρο. Απλώς κάθομαι...και μετράω τις ώρες να περάσουν μέχρι το βράδυ, που δεν θα υπάρχω. Γιατί πια δεν βλέπω όνειρα.

Το χαμόγελό σου!...αυτό το χαμόγελό σου. Ξύπνησα σιγά σιγά άνοιξα τα μάτια μου με την έκφρασή μου ακόμα γαλήνια και ήρεμη και ολότελα δικιά μου και σε είδα να με κοιτάζεις και κατευθείαν, κατευθείαν χαμογέλασες όσο πιο πλατιά μπορούσες.
Γιατί να μην έχω δικό μου αυτό το χαμόγελο; Γιατί δεν με κοιτάζεις έτσι και τώρα, ή σε άσχετη στιγμή, ή μόλις πω κάτι έξυπνο ή χαζό ή κοινότοπο ή αστείο;

Γιατί με θέλεις; (Τι πληρώ;)

Δεν υπάρχει ισοτιμία. Πώς να υπάρχει, όταν έχω μάθει να ψάχνω τον μεγαλύτερο πλειοδότη να με αρπάξει. Πώς να νιώσω ότι είμαι άνθρωπος ίσος σου, όταν ακόμα ψάχνω το δυνάστη που θα μου βάλει αλυσίδες, όταν ψάχνω ένα κλουβί σφιχτό, όταν δεν ξέρω πώς κι εμένα ν' αγαπώ. Πώς να πιστέψεις όταν σου λέω σ'αγαπώ;

Κι όσο δεν σ' ακούω, όσο δεν έχω κάθε μέρα αποδείξεις, τόσο αμφιβάλλω, τόσο σιγουρεύομαι ότι δεν μ' αγαπάς, δεν θα μ' αγαπήσεις ποτέ, δεν χρειάζεται ν' ασχολείσαι μαζί μου. Και αυτόματα ψάχνω τον οποιοδήποτε πλειοδότη, κάποιος να πάρει το λούτρινο κουκλάκι απ' το ράφι του, κι ας το πετάξει μετά αμέσως. Θα το πετάξει έτσι κι αλλιώς. Τι σημασία έχει ένα φτηνιάρικο, ευτελές, χαριτωμένο κουκλάκι; Όσο και να τ' αγαπήσεις, αυτό δεν μπορεί να σ' αγαπήσει όπως πρέπει - δεν θα σου χρησιμεύσει σε τίποτα.

Βγήκα ν' αγοράσω λουλούδια για να μου φτιάξουν τη διάθεση. Φτηνά, χαρούμενα λουλούδια. Τα Χριστούγεννα αγόρασα κίτρινα χρυσάνθεμα. Ελάχιστοι άνθρωποι αγοράζουν πια λουλούδια. Περπατούσα στη γκρίζα πόλη, μέσα στο ψιλόβροχο, έκανε κρύο, και είχα την καρδιά μου ζεστή, γιατί είχα μια αγκαλιά κίτρινα λουλούδια που τ' αγόρασα μόνο για μένα. 

Πρέπει να πάρω επιτέλους αποστάσεις, πρέπει να κάνω πράγματα για μένα, πρέπει να σταματήσω να φορτώνω την ευτυχία μου στις πλάτες άλλων. Πρέπει. Αλλιώς θα δυστυχήσω χειρότερα.

Τι να κάνω όμως, που δεν με νοιάζει καθόλου αν δυστυχήσω.

Τι να κάνω, που μου αρκεί ένα κίτρινο χρυσάνθεμο εμένα...

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ένα όνειρο, δικό σου.

"Κοιμήθηκες καλά;"

Ξυπνάω. Νιώθω το σώμα σου δίπλα μου ζεστό. Επιμένεις να μη φοράς τίποτα όταν κοιμάσαι. Το νιώθω τόσο φυσικό να είσαι δίπλα μου, και να κοιμάσαι. Έχεις γυρισμένη πάντα την πλάτη σου, το βλέμμα σου στο μπαλκόνι. Ο ίδιος ήλιος που με ξύπνησε θα σε ξυπνήσει.

Είσαι δίπλα μου, σε έχω στο δικό μου κρεβάτι, το σώμα σου είναι και δικό μου, αυτές τις ώρες τις πρωινές. Δεν ξέρω πότε ξυπνάς, πότε θα ξυπνήσεις. Δεν ξέρω τι όνειρο βλέπεις. Δεν σε ρωτάω ποτέ.

Ξυπνάς. Τα μάτια σου έχουν μεγαλύτερες βλεφαρίδες από τα δικά μου. Σε κοιτάζω να ατενίζεις κάτι πέρα, στο μπαλκόνι. Μπορεί το όνειρό σου να συνεχίζεται. Έχεις μια δικιά σου έκφραση, και ζηλεύω τρομερά. Θέλω και η δικιά σου πρώτη ματιά να είναι σε μένα, θέλω η πρώτη σου σκέψη όταν ξυπνάς να είναι σε μένα, να δεις το δικό μου σώμα δίπλα σου. Να με κοιτάξεις σαν να με έβλεπες πρώτη φορά. Να με κοιτάξεις.

Δεν αντέχω να σε βλέπω τόσο μέσα στο όνειρό σου. Θέλω το βλέμμα σου και το χαμόγελό σου πάνω μου σαν δροσερό νερό. Θέλω να δεις το χαμόγελό μου ν' ανθίζει.

"Κοιμήθηκες καλά;"

Δεν μου απαντάς. Συνεχίζεις να κοιτάς στο όνειρό σου. Να λειτουργείς το μυαλό σου, να σκέφτεσαι. Κάτι άλλο, εκτός εμένα. Εγώ σκέφτομαι εσένα μόνο όταν είμαστε μαζί. Πώς να σ' εντυπωσιάσω, πώς να σε κάνω να χαμογελάσεις, να ξεκαρδιστείς, ν' αναθαρρήσεις, να βρεις τη μελωδία σου. Δεν είναι ότι σ' έχω ανάγκη. Θέλω εγωιστικά να πάρεις όλα όσα σου προσφέρω - και να τα θαυμάσεις.

Θέλω να δεις τι μάγια μου έχεις κάνει, πώς λαμποκοπώ, τα μάτια μου φώτα και το δέρμα μου φρέσκο φύλλωμα. Το χέρι σου, τα δάχτυλά σου, φυλαχτό στη χούφτα μου.

Θέλω να σου δείξω το όνειρό μου, και να ονειρεύεσαι μόνο αυτό. Είναι πολλά, βιάζομαι, τα θέλω όλα, τώρα. Σε θέλω, σε θέλω στο φουλ, σε θέλω τόσο που θέλω να με θες κι εσύ στο φουλ - και να μην σκέφτομαι ότι δεν πολυταιριάζουμε, να μην σκέφτομαι τα άλλα. Μόνο εσένα θέλω, κι όλα σου τα όνειρα. Είναι πολλά, τα θέλω όλα, και τα θέλω τώρα. Μην φύγεις, κράτα με, να νιώσω την καρδιά σου για μια στιγμή, αγκάλιασέ με, σφίξε με, δικό σου το δέρμα μου, κράτησέ με, μη φύγεις, μη φύγεις.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

"How's that for impervious, huh?"

You moved on.
Με ρώτησες, αν μπορεί να γίνει κάτι. Αν μπορούμε να δούμε αλλιώς τα πράγματα. Εγώ δηλαδή. Γιατί εγώ «ξαφνικά άλλαξα». Εσύ όχι.
Θέλεις να είμαστε μαζί. «Οι πράξεις μου το δείχνουν». Όντως, οι πράξεις σου δείχνουν ξεκάθαρα. Και η απουσία τους.
Εκτός αν δεν μπορώ να ξεπεράσω, εγώ να ξεπεράσω, αυτά που με ενοχλούν σε σένα. Εμένα.
Εκτός αν μου τελείωσε. Σταμάτησα να σε θέλω. Έτσι απλά, μια μέρα μου τελείωσε, λες. Και το πιστεύεις.
Ανθρώπινο λες είναι. Κατανοητό. Νορμάλ. Δεν υπάρχει πρόβλημα να το παραδεχτώ, αν ισχύει κάτι τέτοιο.
Θα ήθελες να γνωρίζεις. Θα ήθελες να γνωρίζεις. Ακόμα μυρίζω το μαξιλάρι σου αλλά θα ήθελες να γνωρίζεις. Κάθε μέρα προσέχω τι θα φορέσω γιατί μπορεί να συναντηθούμε ξαφνικά, αλλά θα ήθελες να γνωρίζεις.
«Θα ήθελες». Θέλεις;
Να γνωρίζεις…
Πώς μπορώ να σου πω με σιγουριά τι γίνεται, τι θα γίνει, τι έγινε;

Χειριστικές συμπεριφορές. Μπορεί να μου τελείωσε, στην τελική. Ανθρώπινο είναι.
Αυτό θέλεις ν’ ακούσεις. Αυτό χρειάζεσαι. Στο έδωσα, κι ας είναι ψέμα.

«Κουράστηκα», σου είπα. Εξαντλήθηκα. Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Ξερά κλαδιά.
Αρκεί να θυμόσουν τις αμυγδαλιές.
Δεν θα στο πω ποτέ. Ποτέ.
Πόσο θα ήθελα να μου έλεγες…

Δεν πειράζει που κουράστηκες. Αρκεί να θέλεις να είμαστε μαζί. Θα αναλάβω εγώ τώρα. 
Να μου έλεγες…
Εγώ σ’ αγαπώ πολύ, και θέλω να είμαστε μαζί. Δεν θα κάνεις τίποτα παραπάνω. Θα κάνεις ό,τι νιώθεις εσύ άνετα. Για όσο καιρό χρειαστεί.
Για όσο καιρό χρειαστεί…
Θα είσαι δίπλα μου για όσο καιρό χρειαστεί να ξεκουραστώ.
Δεν θα στο πω ποτέ. Ποτέ.

Πώς να κρατήσεις κακία, πώς να ψέξεις για αδιαφορία, για εγωισμό, ένα παιδί; Με αγωνία στην καρδούλα του; Με λαχτάρα να παίξει, να χαρεί;
Ούτε εσύ περνούσες καλά. You moved on. Άραγε το παραδέχεσαι στον εαυτό σου;
Σαν παιδί που ντρέπεται να παραδεχτεί ότι του αρέσει η πίτσα, η κόκα κόλα, οι τηγανιτές πατάτες, η τούρτα. Του αρέσουν τόσο πολύ που θα ήθελε να τρώει έτσι κάθε μέρα. Αλλά έχει μάθει πως δεν είναι σωστό. Και δεν το ομολογεί ούτε στον εαυτό του, παρά μόνο σε ξεσπάσματα, για να τα πάρει όλα πίσω. Με αγωνία να μην φανεί κακομαθημένο. Με τρόμο ότι θα χάσει κι αυτά που έχει.
Πώς να περιμένω από ένα παιδί να παλέψει, να υπερβεί τη συμπεριφορά του, και να διεκδικήσει τα μακαρόνια, τα ρεβίθια, τα αυγά τηγανιτά; Που ήταν πάντα η λύση ανάγκης; Κάτι που όσο καλό κι αν είναι, δεν ήταν αυτό που ονειρεύεται;

You moved on. Αλλά το ξέρω, ούτε αυτή τη φορά θα ζητήσεις αυτό που θέλεις.

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Summery


Σκέφτομαι ένα μικρό σπίτι, με ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο μόνο, μια μικρούλα κουζίνα στην άκρη, ένα μικρούλικο μπανάκι κι ένα μπαλκόνι τόσο δα, που χωράει ένα τραπεζάκι και δυο καρεκλίτσες σπαστές.
Η θάλασσα είναι απέναντι. Βγαίνω απ’ το σπίτι και περπατάω 30 βήματα, 40 αν δεν βιάζομαι. Και μπλουμ! Είμαι μες στο νερό. Σ’ άλλο κόσμο.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος τριγύρω. Τα βράδια τυχαίνει να έρχονται άνθρωποι και να κάνουν παρέα στην παραλία. Μια δυο φορές έχουν ανάψει φωτιά, αλλά τις περισσότερες απλά κάθονται στην άμμο και πίνουν μπίρες. Εγώ είμαι στο μπαλκονάκι με το λαπτοπάκι μου και γράφω. Είναι καλοκαίρι, έχω έρθει χωρίς παρέα και νιώθω ευτυχία που αρκούμαι σε όλα αυτά τα υπέροχα.
Ξυπνάω και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι μια βουτιά. Χωρίς μαγιό. Δεν αντέχω να κοιμάμαι χωρίς ρούχα, χωρίς ένα λεπτό σεντόνι. Ζεσταίνομαι και περισσότερο. Αλλά όταν ξυπνάω, γδύνομαι, πάω να κάνω τσίσα και τυλίγομαι σε ένα παράξενο παρεό, που έχει ίνες μπαμπού και στεγνώνει πολύ γρήγορα, και μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και σαν πετσέτα. Φτάνω στην παραλία και το αφήνω κάτω από μια πέτρα. Δεν θέλω να το πάρει ο αέρας. Θα μπορούσα να βγω στο δρόμο μόνο με τις σαγιονάρες. Σπάνια περνάει κάποιος από δω. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ το κίτρινο παρεό μου και θέλω να το ευχαριστηθώ.
Το δωμάτιο έχει κλιματιστικό κι ένα μικρό ανεμιστήρα, που κάνει ένα γουργούρισμα που με νανουρίζει μονοκόμματα. Δεν έχω δει ούτε ένα όνειρο όσο είμαι εδώ. Ο θερμοσίφωνας έχει χαλάσει και κάνω πάντα ντους με κρύο νερό. Μαγειρεύω και τρώω όσο χρειάζεται για να μην πεινάσω ξαφνικά στη μέση της νύχτας και νιώσω απότομα μοναξιά. Ντομάτες, παξιμάδια, ένα λευκό τυρί… καφές, μπισκότα και βότκα. Δεν μιλάω καθόλου και ώρες ώρες μου λείπει. Το χωριό είναι κοντά, ένα τέταρτο με τα πόδια, κι έχει καλύτερες παραλίες από την άλλη μεριά. Εδώ μόνο το σημείο που είμαι εγώ είναι ωραίο, με λίγη άμμο, μικρά βοτσαλάκια και το νερό είναι καθαρό και διάφανο. Τίποτα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Τις νύχτες ο ουρανός γίνεται θόλος και τα αστέρια γράφουν κάτι που δεν ξέρω να διαβάσω.
Τρώω πολύ ψάρι. Έχει ένα μικρό φουρνάκι με δύο μάτια, ένα μεσαίο κι ένα πολύ μικρό. Έχω τα βιβλία μου κι έχω και ίντερνετ στο κινητό μου. Βλέπω ταινίες και τη σεζόν μιας σειράς που δεν είχα προλάβει να δω κανονικά. Δεν βαριέμαι, δεν βαριέμαι ακριβώς: προσπαθώ να ηρεμήσω αρκετά ώστε να μην περιμένω τίποτα – δεν λένε ότι τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις;
Θυμάμαι άλλα νησιά, θυμάμαι άλλα καλοκαίρια. Έχω μαυρίσει πάλι. Κολυμπάω και τα μέλη μου είναι σαν σκληρά λάστιχα. Αυτό σημαίνει να κάνεις «κάτι για τον εαυτό σου». Είναι πολύ όμορφα. Φως, πολύ φως, ελάχιστα δέντρα, χώμα, και η θάλασσα να βαθαίνει απότομα. Το ρεύμα φαίνεται από το μπαλκόνι. Κάποιες φορές θα ήθελα μια παρέα. Αλλά να μην χρειαστεί να κάνω κάτι για να την αξίζω. Κάποιες φορές οι ώρες ξεγλιστράνε σαν ασημένια ψαράκια. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον απολογισμό. Πώς πέρασα τις διακοπές μου; Τι έκανα;
«Πήγα σε ένα μέρος με ήλιο και θάλασσα και ελάχιστους ανθρώπους και δεν είχα με ποιον να μιλήσω και δεν είχα τι να πω κι έφαγα πολύ ψάρι και κολυμπούσα πολλές ώρες την ημέρα. Τα απογεύματα έγραφα κι έπινα δυνατό καφέ με πολλά τσιγάρα. Τα βράδια βούλιαζα σε μια νοσταλγία απτή σαν πυκνή ομίχλη, ένα κρύο που το νιώθεις στις χούφτες σου. Οι νύχτες έφευγαν σαν σκιές. Κάθε μέρα ξυπνούσα χωρίς ξυπνητήρι. Τρεις φορές πέρασε απέξω ένα αγροτικό αμάξι με μεγάλη ταχύτητα. Ήθελα να μείνω κι άλλο. Να μείνω μέχρι να μην αντέχω άλλο.»
Τέτοιες φορές καταλαβαίνω τους ανθρώπους που έχουν κατοικίδια ζωάκια. Δεν θα ήταν ωραία να έχω κι εγώ ένα γατί; Θα έτρωγε τα ψαροκόκαλα και θα κοιμόταν 20 ώρες την ημέρα. Θα κυνηγούσε ακρίδες και δεν θα με κοιτούσε στα μάτια. Ή θα μπορούσα να έχω ένα μεγάλο σκυλί. Θα κολυμπούσαμε μαζί, δεν θα ενοχλούσε κανένα και θα βαριόταν. Θα προσπαθούσε να παίξω μαζί του, θα εξερευνούσε την περιοχή και θα κυλιόταν στην άμμο.
Πώς λένε αυτό το κέρασμα οίκτου και θαυμασμού; «Α, εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω σινεμά/θέατρο/για καφέ/διακοπές  μόν@ μου» - μια δυνατή, ξεκάθαρη, περήφανη δήλωση. Με λίγη ζηλίτσα, ίσως; Με συγκατάβαση; Σαν να παρακολουθείς συνομιλία μεταξύ κολλητών: καταλαβαίνεις τι λένε, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι λένε. Αυτά που καταλαβαίνεις εσύ δεν τα καταλαβαίνουν αυτοί, και λέτε όλοι σας και αλήθεια και ψέματα.
Διάβασα ένα βιβλίο για μια συγγραφέα. Δεν ήταν πολύ ενδιαφέρον. Αλλά ήθελα να το διαβάσω, και το διάβασα. Θα μπορούσα να έχω διαβάσει κάτι πιο βαρυσήμαντο, κάτι πιο ανάλαφρο, κάποιο βιβλίο σταθμό. Θα μπορούσα να έχω κάτι να συμπληρώσω στην έκθεση «πώς πέρασα στις διακοπές μου».
Θυμάμαι τα κοχύλια που μάζευα. Κάπου τα έχω ακόμα. Που άρεσε πολύ μου μάζευα κοχύλια, μου φαινόταν μια ωραία συνήθεια που έχει γίνει ένα γλυκανάλατο κλισέ και τώρα δεν το κάνει κανείς, από ντροπή. Μ’ άρεσε να σκέφτομαι ότι εγώ μαζεύω κοχύλια. Φέτος είδα μερικά, αλλά δεν ήθελα να τα πάρω μαζί μου. Για κάποιο λόγο μου φαινόταν καλύτερα να μείνουν εκεί, στα μικρά και μεγάλα κοχύλια παρέα, κι όχι σαν ενθύμιο. Έχω ακόμα το κοχύλι στο πορτοφόλι μου; Δεν θυμάμαι πότε, με ποια παρέα είχα πάει, αλλά μάζεψα ένα κοχύλι μικρό σαν κόκκος ρυζιού και το φύλαξα. Ήταν το δικό μου και ήταν το μυστικό μου.
Δικό μου. Το δικό μου το τομάρι, τα δικά μου θέλω. Οι διακοπές μου. Κι ο ουρανός, σαν θόλος. Θα μπορούσα να κλάψω, να κλάψω, να ουρλιάξω, ακόμα και να πεθάνω, και δεν θα το καταλάβαινε κανείς.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Τα μάτια μου.

Με κομμάτιασες.
Χωρίς δόλο ή κακία ή εκδικητική διάθεση. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιείς. Χωρίς να το θέλεις.
Με κομμάτιασες. Σάρκες να πέφτουν άτσαλα σε ακανόνιστα λασπένια κομμάτια, δεν τρέχει αίμα, στάχτες μόνο.
«Θα σε φάω».
Φάε με. Εξαφάνισέ με. Με μεγάλες σίγουρες μπουκιές φάε τα μαλλιά μου και μάσα τα νύχια μου και άκου τα δόντια μου να γίνονται πετραδάκια και το πετσί μου να σου ζεσταίνει τα ούλα και να μην αντέχεις άλλο, να μην μπορείς να φας άλλο, αλλά θα συνεχίσεις μέχρι να με φας και να εξαφανιστώ.
Μη σταματήσεις. Σαν χάρη στο ζητάω. Είμαι κομμάτια μπροστά σου.

Μη μ’ αφήσεις μόν@ μου.