Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Μια τέχνη της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ

Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί:
πολλά πράγματα δείχνουν τόσο αποφασισμένα 
να χαθούν που η απώλειά τους δεν είναι καταστροφή.

Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου τη συγχυσμένη ταραχή 
των χαμένων σου κλειδιών, της ώρας τα λεπτά σπαταλημένα.
Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Μετά συνήθισε να χάνεις πιο πολύ, να χάνεις στη στιγμή:
τόπους, κι ονόματα, κι οπουδήποτε είχες σχεδιασμένα
τα ταξίδια σου. Τίποτα τέτοιο δεν θα φέρει την καταστροφή.

Εγώ έχασα το ρολόι της μάνας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο
ή το προτελευταίο από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί.

Δυο πολιτείες έχασα, υπέροχες. Και, αχανή,
κάτι βασίλεια που είχα, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν και καταστροφή.

-Ακόμα και με τη δική σου απώλεια (η φωνή σου όταν κάνεις πλάκα, μια χειρονομία 
που αγαπώ)... δεν θα έχω πει ψέματα. Είναι προφανές ότι
η τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να κατακτηθεί
αν και μπορεί να μοιάζει με (Γράψ'το!) με καταστροφή.

Σκονισμένη Κυριακή

Είναι οι ώρες που έρχονται και κυλούν αδυσώπητα, σαν σταγόνες σε σπηλιά.
Είναι ο απογευματινός καφές που σημαίνει το τέλος άλλης μιας μέρας.

Η σιωπή με τρώει και φαντάζομαι το σώμα μου ζωώδες. Πρωτογενές, πρωτόγονο, αγνό, στοιχειό της φύσης. Χρυσάφι στα νύχια μου και βαμμένα βλέφαρα, πλούσια υφάσματα και σκληρά σπιρούνια. Περπατάω περπατώ, γοφοί, στητή πλάτη, δεν κάνω κύμα, το ζεν κάθε δωατίου μουρμουρίζει καθώς με υποδέχεται. Χάρη, αυτό είναι, να μην μολύνεις τίποτα, ούτε να ομορφαίνεις με τη δικιά σου αισθητική, είναι να υπενθυμίζεις με κάθε σου κύτταρο πως κάθε ζωή όπως την ξέρουμε, με αρχή και τέλος, είναι μέρος αυτού του κόσμου, μ' αυτό το παρελθόν και αυτό το μέλλον. Χάρη είναι να ξέρεις τι είναι μοίρα, πώς αλλάζει, και να έχεις την ταπεινότητα να μην προσπαθείς να το εξηγήσεις.

Μου λείπω, πολύ. Μου λείπει η ζωντάνια, το θάρρος μου, μου λείπει η ομορφιά των ματιών που λάμπουνε. Δεν αντέχω πόση ντροπή κουβαλάω μέσα μου, σακιά ολόκληρα ντροπή, που κολλάει σιχαμένα και φεύγει με νεράκι και σαπούνι. Το κορμί μου από ξύλο ελιάς, τσουχτερό και μαλακόφλοιο, και κάτι τσαλακωμένα φτερουγάκια μέσα του. Και ιστάρια αραχνοειδών.

Τα γράφω και ξέρω ότι δεν θ' αντέχω να τα ξαναδιαβάσω εύκολα, γράφω σαν να κάνω εμετό. Δεν μ' ενδιαφέρει, μόνο να γράφω, δεν μ' ενδιαφέρει ποιος θα με διαβάσει, θέλω να βγάλω το πύον όλο με τον τρόπο που δεν με πονάει καθόλου. Αυτή τη στιγμή, δεν πονάω καθόλου. Τις περισσότερες στιγμές, πονάω λιγάκι. Κι επειδή έχω μάθει να το αγνοώ, συγχωρώ μικρούς και μεγάλους πόνους το ίδιο. Άδικο. Και όταν με παίρνει του ποταμού η βουή, πετάω βράχια είτε με μικρό σκούντηγμα είτε με τεράστιο χτύπημα. Αδικέστερο.

Είναι που έτσι φτιάχτηκε το ύφασμα της ευαισθησίας, με ελάχιστα υφάδια. Λάμπει και ρέει σαν σατέν, αλλά δεν είναι για κάθε μέρα. Δεν αντέχει.
Είναι και οι Κυριακές, που φοβάσαι λίγο περισσότερο. Εγώ προσωπικά απελπίζομαι τα κυριακάτικα απογεύματα, θυμάμαι άσχημες περιστάσεις και πικρά λόγια, ονειροφαντάζομαι χειρότερα σκηνικά, κάπως σαν τιμωρία, κάπως σαν λύτρωση. Αλλά όταν γράφω έτσι άτακτα, δεν φοβάμαι, έχω το δικό μου μυστικό, το φυλαχτό μου, την ύπαρξή μου κάπου κολλημένη, εδώ είμαι και το γκουγκλ με προστατεύει, κάπου θα είμαι εδώ, η ύπαρξή μου έχει τελικά ένα κάποιο βάρος.

Αυτονόητα για άλλους, με δυο σακιά λιγότερα στην πλάτη, άνθρωποι ευτυχισμένοι, άνθρωποι δυστυχείς, ελαφρύτεροι και φορτωμένοι, ανέμελοι και κατηφείς. Άνθρωποι σαν παιδιά κι άνθρωποι χωρίς παιδιά, άνθρωποι μεγάλοι, άνθρωποι μικροί κι άνθρωποι κουρασμένοι. Άνθρωποι με καρδιές κομμάτια, άνθρωποι με κορμιά σαράβαλα, άνθρωποι με μακριά μαλλιά και άνθρωποι με τα μάτια τους κλειστά. Και κάπου εγώ εκεί, σαν υποσημείωση, σαν εξαίρεσαι, μ' έναν αστερίσκο δεμένο στο λαιμό μου.

Κυριακή φεύγει, νέα βδομάδα έρχεται, με καημούς και στενοχώρια κι άλλη σκόνη. Αδυσώπητος ο κόσμος μας, και η ζωή γλυκιά σαν αγριόκαρπος υπερώριμος. Όταν σου φταίνε όλα, ρίχνεις το φταίξιμο όπου βρεις. Γιατί όλο το αναβλύζεις, και το διώχνεις σαν νερό από τη βάρκα σου.

Άλλο δρόμο είχα, και τώρα είναι αργά. Με τη ματσέτα στο χέρι θα είμαι, έτσι φοβάμαι. 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η Φιόνα Απλ σε θέλει


Μωρό μου
Δεν έχω λόγια πόσο σ' αγαπώ
Δεν νομίζω ότι μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα
Και το ξέρω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ.

Μωρό μου
Σε θέλω τόσο που με τρομάζει σαν θάνατος
Τίποτε άλλο δεν μπορώ να πω εκτός "σ' αγαπώ"
Όλα τ' άλλα είναι σπάταλες ανάσες. 

Σε θέλω
Πέρασες καλά και δεν ένιωσες καλύτερα
Σε θέλω
Τα νύχια σου ακούω να γρατζουνάνε τον τοίχο
Πρόσεχε αγάπη μου, μπορεί να πέσεις

Σε θέλω
Ξύπνησα κι ένας απ' τους δυο μας έκλαιγε
Σε θέλω
Μου είπες "Μικρή, πιστεύω ότι πεθαίνεις"
Σε θέλω
Αν θες και δεύτερη γνώμη, όπως συνηθίζεις τελευταία,
Σε θέλω
Κοίτα με στα μάτια και μέτρησε τους τρόπους που
Σε θέλω.

Ήθελες να μου το πεις αλλά το ξέχασες;
Σε θέλω
Από πότε έγινες τόσο απλόχερος κι έχασες τα λόγια σου;
Σε θέλω
Η καρδιά μου σπάζει για τις μαλακισμένες λεπτομέρειες
Για τους ώμους σου που τρέμουν και την αιτία που τρέμουν.
Σε θέλω
Είναι που ξέρω ότι αυτή σ' έμαθε μόνο με μαντεψιές
Σε θέλω
Είναι που τη σκέφτομαι να σε γδύνει, ή να γδύνεσαι

Σε θέλω
Αυτή σου πέταξε ένα ψωροκοπλιμέντο
Σε θέλω
Κι εσύ σαν μαλάκας την πίστεψες όταν σου είπε
"Σε θέλω"

Σε θέλω
Η αλήθεια δεν πονάει, είναι σαν το σκοτάδι
Σε τρομάζει μέχρι να χάσεις τη λογική σου
Αλλά με τον καιρό βλέπεις τα πράγματα καθαρά και ξάστερα
Σε θέλω
Έλα τώρα να με πονέσεις και μετά άστο να πάει
Σε θέλω
Φοβάμαι ότι δεν θα ξέρω πού να βάλω φρένο
Σε θέλω
Δεν ντρέπομαι να πω ότι έκλαψα για την πάρτη σου
Σε θέλω
Θέλω να ξέρω τι κάνατε που το κάνουμε κι εμείς
Σε θέλω
Θέλω ν' ακούσω ότι σε φτιάχνει πιο πολύ απ' ό,τι εγώ
Σε θέλω
Μου φαίνεται πως σου είμαι άχρηστη τελικά
Σε θέλω
Φώναξες τ' όνομά της όταν σε είχε από κάτω;
Σε θέλω
Όχι αγάπη μου, όχι μ' αυτή την μαλακισμένη
Σε θέλω, αλήθεια σε θέλω.

Σε θέλω
Πέρασες καλά και δεν νιώθεις καλύτερα
Σε θέλω
Κανείς δεν μπορεί να σε θέλει περισσότερο
Σε θέλω
Σε θέλω
Σε θέλω
Κάθε βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι
Και όταν ξυπνάω
Σε θέλω
Θα το πω άλλη μια φορά μέχρι να το νιώσεις
Ξέρω ότι έτσι θα νιώθω μέχρι να το σκοτώσεις εσύ
Σε θέλω
Σε θέλω

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ανάνηψη

I saw the strangest dream last week.

Κατάλαβα τι θέλω. Κατάλαβα το χαμόγελο της λαχτάρας, την ανακούφιση μπλεγμένη με χαρά, κατάλαβα πώς είναι να ξεχωρίζεις σ' ένα μέρος γεμάτο αγαπημένους ανθρώπους, εσύ να είσαι ο πιο αγαπημένος, το πιο ποθητό, το πλέον απαραίτητο πρόσωπο.

Κατάλαβα τι σημαίνει η παρουσία σου να είναι σαν νεράκι γάργαρο της πηγής.

Υπάρχει αυτό το δίπολο στην κοσμοθεωρία μου που συχνά συγκρούεται, ακόμα κι αν δεν είναι αντίθετα: άλλο τι θέλω, άλλο τι είναι το καλύτερο. Άλλο τι θέλω, άλλο τι πρέπει. Βάλε και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, βάλε τις ενοχές, βάλε τη ντροπή δεκαετιών...
Εύκολα φαντάζομαι δικαστικούς αντιπρόσωπους, τόσα δα μικρά ανθρωπάκια από άχυρο και καπνό, να μου κουνάνε χαιρέκακα το δάχτυλο και να διασκεδάζουν βλέποντάς με να μικραίνω, να κουλουριάζομαι, να προσπαθώ να κρυφτώ πίσω απ' τα μαλλιά μου που έχουν αρχίσει να μακραίνουν.

Τι ατυχία αυτή με τα μαλλιά μου. Έχω πολλά, πυκνά μαλλιά, σπαστά, με όγκο στη ρίζα, χοντρή σκυλότριχα. Θα μπορούσα να τα βάφω κάθε βδομάδα διαφορετικό χρώμα, δεν θα παθαίνανε τίποτα. Αλλά το κούρεμα που μου πάει είναι είτε το κοντό, οριακά στρατιωτικό, είτε το μακρύ μέχρι την πλάτη. Όλα τ' άλλα, δεν μου πάνε, ή δεν μου αρέσουν, ή δεν στρώνουν... Και μ' αρέσουν τόσο τα μακριά μαλλιά...

Αν με ρωτούσαν τι βιβλίο διαβάζω αυτό τον καιρό, θα τους έλεγα "ένα της Κλαρίσε Λισπέκτορ". Ποιος ξέρει την Κλαρίσε Λισπέκτορ, να σηκώσει το χέρι του. Εγώ δεν την ξέρω. Κάτι, κάπως μου έκανε ένα άρθρο που διάβασα για εκείνη, πήγα κι αγόρασα ένα βιβλίο της, αλλά μου είναι δύσκολο (η ΜΙΑ σελίδα που διάβασα!). Νομίζω με σιγουριά ότι κανείς δεν θα με ρωτούσε περαιτέρω για την Κλαρίσε Λισπέκτορ, αν μου συνέχιζε την κουβέντα, η μία στο εκατομμύριο που θα ήξερε και θα αρεσκόταν στην Κλαρίσε Λισπέκτορ και θα μου έδινε τιπς για το γράψιμό της και πώς να την προσεγγίσω, ε, χαλάλι. Εκεί να εκτεθώ. Αλλιώς, η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι φοβερή και τρομερή για να κλείσει ερμητικά διαύλους επικοινωνίας χωρίς να γίνω αγενής.

Θα μπορούσα να μιλήσω και για την Φιόνα Απλ. Ναι, θα ήθελα να συζητήσω για την Φιόνα Απλ.

Τι δυστυχίες κουβαλάω, τι βαριές δυστυχίες έχουν γαντζωθεί, σαν αγριόχορτα, και με φοβάμαι και σχεδόν με σιχαίνομαι. Κι αν είχες δίκιο;

Ότι δεν ΘΕΛΩ να βρω την ευτυχία;

Και μόνο η σκέψη ότι είχες απόλυτο δίκιο, και αναπαράγω τη δυστυχία μου διαρκώς, σαν χαμστεράκι στο κλουβί, με απελπίζει. Και με θυμώνει λίγο, αλλά πιο πολύ με παραλύει.

Τι αίσθημα κι εκείνο όμως, η μέθη του έρωτα. Να περπατάς αργά, και να μην σε νοιάζει που θα χάσεις το μετρό - να έχεις τόσα όμορφα πράγματα να σκεφτείς, τόσες υπέροχες σκέψεις να βουλιάξεις. Τόσα χαμόγελα σαν μπουμπούκια αγριολούλουδων.