Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ένα ακόμη άτιτλο

 A freak like me

A freak, just like me.

 Νιώθω άσχημα για τα σημειώματα που στέλνω σε σφραγισμένα μπουκάλια και δεν ξέρω τι κάνανε οι παραλήπτες. Τα έλαβαν; Τα άνοιξαν; Τα διάβασαν; Τα αγνόησαν; Τα περιφρόνησαν; Τους συγκίνησαν; Ή όλα τα παραπάνω; (Χα.)

 Στην εφηβεία μου είχα κόψει καρτούλες από σινιέ χαρτί κανσόν σε μικρά ορθογώνια με λειασμένες άκρες, έγραψα με καλλιγραφικά τις φράσεις "I'm so lonely...", "Please help me!..." και "I need you. Where are you?", έγραψα και το κινητό μου και τις πέταξα στα σκουπίδια, πιστεύοντας πραγματικά ότι κάποιος θα ψάξει τα σκουπίδια, θα βρει τα σημειώματά μου και θα με προσεγγίσει. Πραγματικά το ήλπιζα αυτό και το σκεφτόμουν ρεαλιστικά. Δεν ξέρω τώρα πώς νιώθω γι' αυτό. Άσχημα; Λύπη; Θυμό; Οίκτο; Δεν ξέρω. Αλλά θυμάμαι την απογοήτευσή μου όσο περνούσε ο καιρός και δεν γινόταν τίποτα.

 "Αφήνεις τον εαυτό σου να γνωρίσει κόσμο;"
 (Παύση) "Ναι... με αφήνω. Ειδικά αν σκεφτείς πώς ήμουν... (παύση) Ναι, τον αφήνω."
 "Το λέω γιατί με το παραμικρό βγάζεις σκάρτους ή αδιάφορους τους άλλους."
 (Και δεν κοιτάω τα δικά μου, αυτό θέλεις να πεις; Ότι εγώ είμαι στην πραγματικότητα σκάρτος ή/και αδιάφορος;)
 "Δεν είναι αυτό, αλλά (Ναι, είναι ακριβώς αυτό.) δεν μπορώ να κάνω ότι κάτι μ'αρέσει, απλά για να έχω μία κάποια σχέση. Δεν τη θεωρώ προϋπόθεση για να είμαι καλά."
 "Δηλαδή δεν σου λείπει;"
 (Το ξέρεις ότι μου λείπει σας διάολος.) "Ναι... κάποιες φορές. Αλλά άλλες... όχι, καθόλου."

 Λοιπόν αυτές οι φορές που δεν μου λείπει μια σχέση (οιασδήποτε φύσης και απόχρωσης) είναι όταν θυμάμαι/φαντάζομαι/φοβάμαι να αφήνομαι και να ζητώ μια πιο ειδική μεταχείριση, μια παραπάνω ευαισθησία, γιατί έχω τα θέματά μου ΚΑΙ ανασφάλειες και να παίρνω ελαφρώς τον πούλο, γιατί δεν θωπεύομαι όπως θα ήθελα, δεν αγκαλιάζω όσο ανακουφιστικά θα ήθελα. Και τα ακούω από πάνω, που κάνω την τρίχα τριχιά και αν θέλω κάτι, να το απαιτήσω ή να το εμπνεύσω, να μην περιμένω να μου δοθεί τιμής ένεκεν λόγω καλοσύνης ή υψηλού επιπέδου κατανόησης ή/και ζωής.
 Ε, και εννοείται μετά κλείνω. Και διώχνω. "Εννοείται ε;" Ναι για μένα, ακόμα εννοείται, ενώ την υπερανάλυση κορόνα στο κούτελό μου την έχω, εκεί πέφτουν οι σιδεριές και βντουβ! Όποιος προλάβει.

 Έχω φάει κόλλημα με τις κάλες. Τους κρίνους καλέ. Τις κάλλες, όπως τις λέω. Το τόσο κομψό τους σχήμα, το ψηλόλιγνο και μοναχικό, δεν είναι παρά μια ασπίδα για το πραγματικό λουλούδι: τον κίτρινο σαρκώδη μίσχο μέσα στο χωνάκι.
 Είναι τοξικές, ελαφρώς δηλητηριώδεις. Δεν τρώγονται. Θεωρούνται πολύ κλασάτη διακόσμηση σε γάμους. Δεν είναι μόνο λευκές -έχει και κροκί, και πυροκόκκινες, και σκούρες σκούρες μωβ.
 Το λουλούδι τους, ο λεπτός φαλλόσχημος μίσχος επικεκαλυμμένος με γύρη κίτρινη φωτεινή, είναι αυτό που τις πολλαπλασιάζει. Που τους δίνει ζωή και συνέχεια. Το χωνάκι, με τη μυτερή του άκρη, τις αιχμηρά κομμένες καμπύλες, το ανέμελα τυλιγμένο, δεν είναι παρά μια προστασία του άνθους. Όταν μαραθεί αυτό, συνήθως το λουλούδι πετιέται, ενώ μόνο τότε έχει ανθοφορήσει πλήρως.

 Θέλω να γδυθώ και να αγκαλιάσω όλες τις κάλλες.

Με συγκινεί αυτή η ζωγραφιά. Μέχρι πότε όμως δεν θα μου φτάνει η γνώμη μου;

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

"Γεια σας θέλω να κάνω μια μουσική επιλογή"

 Μια ιστορία ραδιοφώνων και φερεφώνων.

 Άκουγα πολύ ραδιόφωνο μεγαλώνοντας. Βέβαια έχοντας μεγαλώσει σε σπίτι που το κινητό έχει σήμα σε ορισμένα μόνο σημεία (θέλω μια συναρπαστική θεωρία συνομωσίας γι'αυτό το τρομερό φαινόμενο, και δεν θέλω Εβραίους Αμερικάνους Εξωγήινους, θέλω Σκανδιναβούς, να έχει και μια ποικιλία το πράμα. Η Νόκια νορβηγική είναι, θαρρώ, άλλως τε!) και για να μιλήσεις έπρεπε να βγεις έξω στο κρύο -φυσικά κι άρχισα το κάπνισμα, αναπόφευκτο ξαναθαρρώ- δεν είχα και πολλές επιλογές. Το ραδιοκασετόφωνο (ιδανική λέξη για κρεμάλα, Μαρούσκα γράφε) έπιανε τρεις σταθμούς και τους δύο με λίγη προσπάθεια, η κεραία ν'ακουμπάει στο καλοριφέρ φανταστείτε. Έναν "κεντρικό", που έβαζε και ειδήσεις και το πρωί είχε μόνο ενημερωτικές εκπομπές και τον βαριόσουν, έναν που έβαζε μόνο ελληνικά και μόνο του συρμού κι έναν σαν τον Λαβ, τον Κις, τον Γκάλαξι, φερστού εσείς τώρα. Ραδιόφωνο λοιπόν και διάβασμα (βιβλίων, όχι μαθημάτων. Τα μαθήματα μετά μουσικής απαγορεύονταν ένεκα "σε αποσπούν, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις." Άνευ σχολίων.) για να περνάει ο καιρός και να περιμένω, πότε θα ξεκινήσει η ζωή η ρημάδα επιτέλους.

 Συχνά λοιπόν, άκουγες τον ντιτζέι/ραδιοφωνικό παραγωγό/άσχετο βυσματία να λέει με ψεύτικη βαριεστημένη μούτα: "Τηλεφωνήστε μας στο έτσι για τις δικές σας μουσικές αφιερώσεις, τις δικές σας μουσικές επιλογές".
 Κι εδώ σπάει το αυγό.
 Έπαιρνα τηλέφωνο και, μες στην ευγένεια, έδινα παραγγελιά: "Γεια σας θέλω να κάνω μια μουσική επιλογή." ...Παναγιά μου τι θυμάμαι βραδιάτικα! (Πρωινιάτικα κανονικά.)

 Ήμουν τόσο πολύ ψαρωμένο φυτό και συντηρητικούλι και στείρα ευγενικό, που δεν μου περνούσε καν να πω "Θέλω να ακούσω το...". Να ζητήσω να ακούσω ένα τραγούδι μου φαινόταν για κάποιο λόγο, όχι και πολύ μυστήριο έχω καταλήξει, τρομερά θρασύ. Προτιμούσα ν'ακολουθώ μια άλφα πεπατημένη να το πω; Μπορεί, γιατί δεν θυμάμαι να νιώθω άσχημα για τη διατύπωσή μου ΤΟΤΕ, ενώ τώρα λυπάμαι και θυμώνω, σε διάφορες αναλογίες, εξαρτάται τη διάθεση.
 Καλά, πώς δεν με είχε δουλέψει κανείς στο τηλέφωνο τότε, να μου χαλάσει το ήδη επί τρίχας κρεμάμενου κατασκεύασμα του εαυτού μου. Θυμάμαι μόνο σοβαρότητα, μια τυπικότητα, και μετά να μπαίνει το τραγούδι μου και να χαίρομαι. Χαιρόμουν που μου είχαν κάνει τη χάρη και έβαζαν το τραγούδι που με τόση περίσκεψη είχα επιλέξει.

 Θυμάμαι κολλήματα δύο: Το Αγοράκι Μου της Άντζυ Σαμίου, που το βίνδεοκλιπ είδα την προηγούμενη βδομάδα για πρώτη φορά και μου έφτιαξε τη διάθεση (στ'αλήθεια το θεωρώ απίστευτα φιλ γουδ φτιαγμένο, και φαίνεται ότι γελάνε και πειράζονται στ'αλήθεια) και το Για Των Ματιών Σου Το Χρώμα της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, που παραμένει ακόμα αγαπημένο τραγούδι, τώρα ειδικά που κατάλαβα τους στίχους. Σε μια εκπομπή μάλιστα δεν είχαν δεχτεί να παίξουν τη μουσική μου επιλογή γιατί "δεν βάζω ποιοτικούς στην εκπομπή", τάδε έφη ραδιοφωνικός παραγωγός, όου γιες, και φυσικά ακόμα θυμάμαι τραγούδια όπως Με Κάνεις Να Χορεύω, Μη Με Παίρνεις Τηλέφωνο, α και τα άπαντα της Πάμε-Πάμελας-Έλα. Το δίσκο του Λεμπέση "Η αγάπη βλάπτει σοβαρά την υγεία" δεν τον αγόρασα τελικά γιατί τον βαρέθηκα από τα ραδιόφωνα. Ντουέτο με Βοσκόπουλο ("Φίιιιιλεεεε"), είμαι Τρελός Καουμπόι και τα μυαλά στα κάγκελα (και η μουσική παιδεία στον υπόνομο. Δεν έχει ανανήψει ιδιαίτερα.)-αλλά, αλλά, ήταν μια παρέα κι αυτό. Κάποια στιγμή θέλω να γράψω για τα πράγματα που κάνουμε "για παρέα", που όλα αναποτελεσματικά μου φαίνονται.

 Στο προκείμενο. Διατύπωνα όμορφα όμορφα τη μουσική μου επιλογή, έκανα κι ένα σταυρό και χαιρόμουν και χόρευα μες στο δωμάτιο -με κλειστή την πόρτα, αν έμπαινε κάποιος χωρίς να χτυπήσει, έβαζα φωνές της Κολάσεως. Μετά το ραδιόφωνο συνέχιζε, το έβαζα στο σλιπ και μου έκανε όνειρα γλυκά.
 Τα πράγματα άλλαξαν όταν άρχισε η καρδιά μου να μεγαλώνει και να κλοτσάει. Τότε ανακάλυψα τα σενάρια και τις ονειροπολήσεις που φτιάχνεις για να ζεις και να έχεις κάτι να σκέφτεσαι όσο περιμένεις τη ζωή σου να ξεκινήσει. Άκουγα λόγου χάρη Κοκκίνου; (Στο δίλημμα Θεοφάνους ή Φοίβος, ψήφιζα Φοίβος, γιατί ο Θεοφάνους μου φαινόταν ποιοτικός/σοβαρός/σοβαροφανής/τον βαριόμουν. Και φυσικά Βανδή, τι να λέμε τώρα.) Τσουπ, η φαντασίωση έτοιμη, είμαι εγώ και περπατάω και φοράω κάτι γαμάτα ρούχα και με βλέπουν και κάποια μαλακισμένα χωρίς να τα έχω δει εγώ και μένουν με ανοιχτό το στόμα όσο περπατάω με αέρα τουλάχιστον Το Μυστικό Της Βικτωρίας. Στο δεύτερο κουπλέ που η Κοκκίνου ψιλοηρεμούσε διακτινιζόμουν κάπου με το έτερον ήμισυ και μαλώναμε για άκυρο λόγο, ή και για σοβαρότερο, του στιλ "Όχι δεν θα σε συνοδεύσω στη δεξίωση του Πρέσβη γιατί όλοι με ζηλεύουν και με κοιτάνε στραβά και ΝΑΙ ΜΕΝ τους αποστομώνω εξαιρετικά πνευματωδώς και αυθωρεί και παραχρήμα αλλά στο τέλος κλαίω τις τουαλέτες πάντα" ή, συχνότερα, "Δεν θα ανεχτώ να με χτυπήσεις ξανά" (Είπαμε... Issues, DUH)/"Κόψε τα ναρκωτικά, σε καταστρέφουν"/Με παρατάει για να ζήσει μια έτοιμη ζωή αλλιώς οι γονείς αποκληρώνουν, κι άλλα τέτοια ανθηρά και μελοδραματικά ευχάριστα. Στο δεύτερο ρεφρέν, αν δεν είχα ξεχαστεί να τραβάω το σενάριο μέχρι να βρω την επόμενη τρύπα του, συνήθως φώναζα κι έκλαιγα (Κοκκίνου. Εγγύηση!) εκεί ενώπιον του ετέρου ημίσεως φυσικά, με πόνο και πάθος. Στη γέφυρα πάντα βολόδερνα σαν την καλαμιά στον κάμπο, πάντα στιλάτη η καλαμιά δε, και αντικρίζω τον κόσμο σαν να μην τον έχω ξαναδεί και άλλα τέτοια σαπουνοπερετικά, μέχρι που το τελειωτικό ρεφρέν, που συχνά το λέγανε 2 φορές για εμπέδωση, αφενός μου αποκάλυπτε ένα τρομερό μυστικό-ανατροπάρα χολιγουντιανή (Συνήθως κερατωνόμουν, αλλά και καμιά βαρβάτη ασθένεια έπαιζε πολύ), αφετέρου μάζευα τα κουρέλια της αξιοπρέπειάς μου κι  έφευγα, αφήνοντας μόνο ένα περιφρονητικό βλέμμα που θα ψάρωνε και η Άννα Γουίντουρ. Πάντα μες στο στιλ εννοείται. Και περνούσε ο καιρός, κι εγώ σαν να είχα συνηθίσει την ζωή που ζούσα μέχρι ν'αρχίσει η κανονική ζωή.

 Κατόπιν, ανακάλυψα τις ξενόγλωσσες  μπαλάντες. Βέεεβαια! Και φυσικά ψάρωσα, απολύτως αναμενόμενο, και υπήρχε μια μεγάλη περίοδος που θεωρούσα τις μπαλάντες ΌΛΕΣ υπέροχα τραγούδια. Απολύτως επίσης αναμενόμενο, σχεδόν όλες τις θεωρούσα βαρετές. Ας όψεται το Γιάτρεψε Την Καρδιά Μου, της Τόνι Μπράξτον, διαχρονικό τραγούδι, και να φανταστείτε στην αρχή δεν ήθελε να το πει. Την παρακάλαγε η Νταϊάν Γουόρεν, που έχει γράψει ένα κάρο σουξέ, ψάχτε την άμα σας αρέσει το Δεν Θέλω Να Χάσω Ούτε Ένα Πράγμα των Έιροσμιθ. Οπότε ξανάρχισαν οι δειλές μουσικές επιλογές. Λευκή Σημαία της Ντάιντο, Όλα Μου της Μαράια Κάρ(ε)ι, και φυσικά Πάντα Θα Σ'Αγαπώ της Γουίτνι Χιούστον της μακαρίτισσας. Να πω εδώ πως όταν είχε βγάλει τον δίσκο ανάνηψης, το Σε Κοιτάζω, αφενός πάτωσε, αφετέρου όλοι το θάψανε (ούτε εμένα μ'άρεσε, τέσσερα τραγούδια μ'άρεσαν) ενώ ήταν πολύ καλύτερα, και με τη φωνή το πάλευε, και κορμάρα είχε και την επεδείκνυε κοφτά και εφαρμοστά. Όταν πέθανε, αμέσως λαϊκό σύθρηνο, και να σπεύσουν να ξανακούσουν το Πάντα, που είναι κι άλλης ε, ενώ τα Που Πάνε Οι Καρδιές Όταν Πεθαίνουν, Είμαι Κάθε Γυναίκα, Πώς Θα Ξέρω δεν τους έλεγαν τίποτα. Εγώ όταν άκουσα το Δεν Έχω Τίποτα ξέχασα το Πάντα, φανταστείτε. Έχασα ξανά τον ειρμό, αλλά δεν είναι και τιμαλφές, θα ζήσω κι εγώ κι αυτός.
 Μαζί με τις μουσικές επιλογές, ξεκίνησαν και οι αφιερώσεις. Βέεεεβαια...
 Έστελνα μήνυμα: "Το Λεπιδόπτερον αφιερώνει στο Έτερον Ήμισυ το Πάντα της Γουίτνι". Κι έπαιρνα τον πούλο. Ίσως έφταιγε η επιλογή των ονομάτων, δεν χρησιμοποιούσα φυσικά το Λεπιδόπτερον, ούτε αποκάλυπτα το ούτως ή άλλως πλαστό Έτερον Ήμισυ, έβαζα ψεύτικα ονόματα. Δεν άκουσα ποτέ το Πάντα Θα Σ'Αγαπώ στον παρακμιακό σταθμό, ενώ είχα στείλει πέντε φορές μήνυμα. ( Είχα επιμονή, αν μη τι άλλο.) Κι έτσι δεν το άκουσε ούτε το Έτερον Ήμισυ και έτσι εξηγείται που δεν ήρθε ποτέ. Βέεεεβαια.

 Και ο καιρός περνούσε με τα σενάρια και τις ονειροπολήσεις κι αν μη τι άλλο, είχα εξερευνήσει λίγο τις μουσικές μου επιλογές, και Κόκκινες Καυτερές Πιπεριές Τσίλι ζήτησα ν'ακούσω, και Ζαχαρομωρά (τέλειος δίσκος ο "Άγγελοι με βρόμικα πρόσωπα") αλλά εντωμεταξύ έμαθα και να οδηγώ. Και ανακάλυψα, ω Θεοί ξεχασμένοι που με θυμάστε, πόσους πολλούς σταθμούς μπορείς να πιάσει η κεραία του αμαξιού...
 Έχετε νιώσει τη χαρά να οδηγείς σε ερημικό δρόμο, να μην υπάρχει κίνδυνος, να επιταχύνεις λιγάκι για πλάκα, και να ακούς ένα αγαπημένο τραγούδι που πέτυχες τυχαία στο ραδιόφωνο; Ευτυχία, όχι μερέντες και σεξ και λεφτά που ακούω. Τι ευτυχία. Και να διαπιστώνεις πώς και πώς σου αρκεί αυτό, εσύ και το αμάξι σου και τα τσιγάρα σου και το τραγούδι σου αρκούν για μια χορταστική, ζουμερή στιγμή ευτυχίας. Χωρίς το Έτερον Ήμισυ. Και χωρίς σενάρια. Και χωρίς να κάνω μουσικές επιλογές.

 Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Συνέχισα ν'ακούω ραδιόφωνα, και να διευρύνω το φάσμα μου, μαζί με Βανδή φυσικά. Κι έμαθα να ξεχωρίσω τις μπαλάντες με βάση αν μ'αρέσουν κι όχι αν είναι καλές ή αν είναι δημοφιλείς. Νιώθω μεγάλη περηφάνεια γι'αυτό μου το κατόρθωμα. Συνεχίζω ωστόσο να φτιάχνω σενάρια και να περιμένω τη ζωή μου να αρχίσει. Το Έτερον Ήμισυ δεν εμφανίστηκε-ακόμα.

 Ξέρω πως θα έρθει όταν βρω το έτερον ήμισυ που έχω χάσει εκεί μέσα στο κατασκεύασμα του εαυτού μου. Αλλά η γνώση αυτή, μάλλον ακριβά πληρωμένη ειρήσθω εν παρόδω, δεν με παρηγορεί στο ελάχιστο.

 Οπότε... απόψε/σήμερα θα κάνω μια μουσική αφιέρωση στο Έτερον Ήμισυ. Δεν θα την ακούσει, δεν υπάρχει οπότε μάλλον δεν θα το πειράξει. (Εμένα με πειράζει, αλλά έχω ψιλοσυνηθίσει.)

 Σελίν Ντιόν
Με σαγηνεύει

Όλα τα πράγματα που είσαι
Όλα τα πράγματα που θα γίνεις
Αγγίζουν την αγάπη
Τόσο βαθιά εντός μου.
Κάθε αναστεναγμός το βράδυ
Κάθε δάκρυ που κλαις
Με σαγηνεύει.

Και όλα τα πράγματα που είμαι
Κι όλα τα πράγματα που θα γίνω
Δεν σημαίνουν τίποτα
Αν δεν μπορείς να είσαι μαζί μου.
Το πιο αθώο σου φιλί
Ή το πιο γλυκό σου χάδι
Με σαγηνεύει.

Δεν με νοιάζει για το αύριο
Έχω παραιτηθεί απ'το χτες
Εδώ και τώρα, αυτό μετράει
Ακριβώς εδώ μαζί σου θα μείνω.

Όλα τα πράγματα σ'αυτόν τον κόσμο
Κάθε φωνή μες στη νύχτα
Κάθε μικρή ομορφιά
Καθρεφτίζεται και λάμπει μες στα μάτια σου
Κι όλα αυτά που είναι εσύ
Γίνονται μέρος μου
Γιατί ό,τι κάνεις
Με σαγηνεύει.

Κι αν πεθάνω αύριο
Θα φύγω με χαμόγελο στο πρόσωπο
Θα ευχαριστήσω το Θεό που σε γνώρισα
Θα πέσω στα γόνατα
Για όλο τον έρωτα που κάναμε.

Κάθε αναστεναγμός το βράδυ
Κάθε δάκρυ που κλαις
Με σαγηνεύει
Με σαγηνεύει
Κι όλα αυτό που κάνεις
Με σαγηνεύει.


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

"Τώρα γνωριζόμαστε..."

 Απόψε με προσέγγισε ένας σκύλος.

 Απόψε το περίπτερο δεν είχε τον καπνό μου, οπότε περπάτησα στα τυφλά "προς τα πάνω" για να βρω περιπτέρι ή μίνι μάους μάρκετ γιατί το πρωί χρειάζομαι δυο τσιγάρα με τον καφέ. Άσχετο. Και ήταν όμορφα, δεν έβρεχε, δεν έκανε κρύο και μύριζε όμορφα. Η πόλη τη νύχτα αποσταίνεται, δεν υπάρχει κάτι άλλο, περνάει τις τελευταίες ώρες ράθυμα και κεφάτα. Η μοναξιά ευνοεί και ευνοείται τέτοιες στιγμές.

 Νωρίτερα, περίμενα 25 λεπτά το λεωφορείο να έρθει, και ήταν σπαστικό γιατί από Κάνιγγος περνάνε πολλά λεωφορεία και περάσανε όλα εκτός του δικού μου. ("Του δικού μου", λες κι είμαι η Κάρι!...)
Ένα πρεζάκι στεκόταν δίπλα μου όλη την ώρα, και βασικά δεν κατάλαβα ότι ήταν χρήστης πρεζάκι μέχρι που ήρθε ένα ταξί σπινιάροντας και σταμάτησε εκεί δίπλα και το άτομο άρχισε να μιλάει στον ταξιτζή με δυνατή και μασημένη φωνή. Κάτι σαν "γιατί τρέχεις", δεν κατάλαβα καλά, είχα και τα ακουστικά. Ο ταξιτζής αγρόν ηγόρασε, άλλωστε δεν τον άκουγε, και το άτομο ήταν μακριά και δεν εστίαζε γενικά. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό, από αυτά που φοράνε οι καθηγητές πληροφορικής και οι υπάλληλοι που ντύνονται από το Massimo Dutti και νομίζουν ότι ψωνίζουν από το Βάρδα. Είχε ένα καστανόξανθο μακρύ απεριποίητο μούσι και φορούσε ένα μπεζ μπουφάν. Και σκούφο, θαρρώ. Όταν κατάλαβα ότι είναι πρεζάκι αυτόματα έφυγα από δίπλα του και πήγα δύο βήματα παρακάτω και δεν ντράπηκα γιατί το έκανα αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ. Μετά το άτομο διέσχισε το δρόμο πολύ απρόσεχτα κι αργά, περπατούσε σαν να περπατούσε σε γρασίδι, κοιτούσε μόνο μπροστά κι ήταν πολύ τυχερός που δεν περνούσαν καθόλου αμάξια εκείνη τη στιγμή. Γιατί ξέρετε το δρόμο στην Κάνινγκος, είναι πολύ πλατύς και περνάνε συνεχώς λεωφορεία αυτοκίνητα τρόλεϊ πατίνια. Και μετά τον έχασα, δεν τον είδα, και αισθάνθηκα λίγο τσίμπημα σαν ευθύνη ενώ αλίμονο, δεν έφυγε το παιδί επειδή εγώ μετακινήθηκα. Αλλά λίγο ντρέπομαι ακόμα.

 Νωρίτερα ακόμα σε χαιρέτισα στην Ομόνοια, εγώ επέμενα να σε συνοδέψω μέχρι το λεωφορείο σου αλλά εσύ δεν δέχτηκες οπότε απλά σε ρώτησα πού θα πας. "Ένα, δυο στενά και μετά στρίβω δεξιά." Όπότε σε αγκάλιασα και σε φίλησα στο μάγουλο και σου είπα "Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ, μου άρεσε πολύ που συζητήσαμε." Και σε κράτησα λίγο παραπάνω στην αγκαλιά μου. Νομίζω ότι κι εσύ με φίλησες, δεν θυμάμαι. Και κάτι απροσδιόριστο μου είπες, δεν θυμάμαι, γιατί κοίταξα τα μάτια σου και ή συγκινήθηκες λιγάκι ή το θεώρησες λιγάκι υπερβολικό, δεν μπορώ να ξέρω ακόμα. Και φεύγοντας μου είπες "Πρόσεχε". Και σε κοίταξα να περνάς τη διάβαση και περίμενα ότι μπορεί να γύριζες να με κοιτάξεις, αλλά δεν γύρισες.

 Τελειώσαμε το φαγητό κατά τις εφτά και, υπήρχε χρόνος για μια βόλτα στην Ερμού, να συνεχίσουμε σιγά σιγά τη συζήτηση μέχρι να ξεθυμάνει από μόνη της. Ανοιχτά κάποια μαγαζιά, ελάχιστος κόσμος ("Η καλύτερή μου,να περπατάω μόνος μου σε δρόμους με πολύ κόσμο και να τους κοιτάω και να με κοιτάνε και μέχρι εκεί, σαν ντεκόρ" είπες-και γέλασες. "Είναι καλύτερο από το να μην αντέχεις καν σαν ντεκόρ τους ανθρώπους!" είπα ψιλοκαγχάζοντας-αλλά χωρίς να γελάω. Ούτε συ γέλασες.) "Πήγες στα μαγαζιά την Κυριακή; Ή αντιστάθηκες;" και βέβαια δεν περίμενες ότι θα αντιστεκόμουν, κάνεις πλάκα με τα κλισέ μου, εγώ δεν μπορώ. Ακόμα. Είχα πάει στα μαγαζιά την Κυριακή, αλλά επειδή δεν άντεχα να κάτσω μες στο σπίτι, η βόλτα στα μαγαζιά απλά έκατσε, δεν ήξερα περί Αντίστασης κουτουλού, δεν πρόλαβα να στο πω, δέχτηκα το κλισέ μου. "Γινόταν της πουτάνας! Μιλάμε, χαμός στο ίσωμα από κόσμο." Δες αυτό το πουκάμισο, δες αυτά τα παπούτσια, εδώ έχει προσφορές, σε τράβηξα μέσα. Ούτε πέντε λεπτά δεν κάτσαμε, δεν είχες όρεξη να δεις, να ψωνίσεις τίποτα. Περπατήσαμε από Αιόλου χαζογελώντας, στο δρόμο πέτυχα με την άκρη του ματιού μου μια φάτσα που την ήξερα, δεν χαιρετιχτήκαμε, δεν γούσταρα, δεν μπορώ βασικά, όχι δεν γουστάρω. Ένα μέρος μου μικρό χάρηκε που με είδε μαζί σου, άσχετα αν η φάτσα παίζει να μη με θυμάται διόλου, εγώ παραμύθιασμα θέλω και το φτιάχνω, είναι στο μυαλό μου οπότε δεν βλάπτει κανένα. Ίσως μόνο εμένα, αλλά γι'αυτό αποφασίζω αποκλειστικά εγώ και όχι δεν με βλάπτει. Ή αν με βλάπτει είναι μόνο δικιά μου δουλειά, άει στο διάολο που μου'χουνε και άποψη για την ωφέλεια των πράξεών μου στον ίδιο μου τον εαυτό.

 "Κάνει φοβερά μακαρόνια αλ ντέν-τε." Ευτυχώς δεν είπα ότι στα εστιατόρια δεν παραγγέλνω ποτέ μακαρόνια γιατί τα φτιάχνω εγώ καλύτερα σπίτι μου. Ήταν τέλεια. Πραγματικά. Και η σαλάτα ολόφρεσκια. Πλήρωσες εσύ. Δεν σε εμπόδισα ξανά, με φτιάχνει και ντρέπομαι γι'αυτό. Πραγματικά. Κι εύχομαι να μην με παρεξηγήσεις γι'αυτό τον ηλίθιο λόγο. Γι'άλλους οκέι, αλλά όχι για το ποιος αναλαμβάνει λογαριασμό. Ο σερβιτόρος έφερε ψωμί σε μια χαρτοσακουλίτσα κι ένα τεράστιο εφετζίδικο μύλο με πιπέρι. Το πιπέρι δεν το τιμήσαμε, ψωμί έφαγα μόνο εγώ. "Δεν τρως ψωμί;" "Όχι, σπάνια τρώω με το φαϊ, θα φάω σκέτο, ή με τυρί. Ψωμοτύρι." "Εγώ δεν μπορώ να φάω χωρίς ψωμί." Και τα ψωμιά στους φούρνους είναι μαλακία, σαν σφουγγάρια, και το σπιτικό είναι τούμπανο, και ένιωθα άνετα που είχα εκτεθεί γιατί ξέρω ότι μπορώ να σ'εμπιστεύομαι, το ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστεύομαι και δεν αισθάνθηκα άσχημα για τα όσα σου είχα πει και ούτε ένιωσα ότι μ'άκουγες από οίκτο. Και συνέχισα να σου μιλώ και να μου μιλάς και συζητούσαμε. "Δεν θέλω να με προσεγγίζουν για το σώμα μου, δεν θέλω, δεν αντέχω να πρέπει να παρουσιάσω το σώμα μου σαν πόλο έλξης, σαν διαφήμιση." Και ποιος να με πάρει στα σοβαρά που τα λέω αυτά και τα πιστεύω, σαν δευτεραγωνίστρια τριτοξαδέρφης εφηβικής νουβέλας. Αλλά τα πιστεύω, άρα ισχύουν.
"Αλλά; Για ποιο πράγμα να σε προσεγγίσουν;" Πρόσεξε. Δεν είπες "Για ποιο πράγμα θέλεις να σε προσεγγίσουν" ούτε "Νομίζεις ότι μόνο γι'αυτό σε προσεγγίζουν;" "Για... το πνεύμα μου... τα συναισθήματά μου. Απ'το σώμα μου, άντε για τα μάτια μου, που δείχνουν τη διάθεσή μου, και έχουν αυτή τη σχισμή που τα κάνει αμυγδαλωτά." Έχω αμυγδαλωτά μάτια. Μου αρέσουν πολύ τα μάτια μου. Πώς δεν με έβρισες, τώρα που τα γράφω. Δικαιολογημένα. Τι αντιφάσεις! Σωστά. Έτερον εκάτερον. Με άκουσες. Και μου μίλησες κι εσύ. "Βγάζεις μια άλλη εικόνα προς τα έξω." Δεν τη βγάζω εκουσίως, τις περισσότερες φορές. Αλλά η δύναμη της έξης. Γαμώ τα νεύρα μου, για τα δικά μου μόνο εγώ φταίω και μόνο εγώ μπορώ να τα λύσω.

 Και τον καφέ πριν το φαγητό κέρασες. Και δεν αντιστάθηκα έντονα. Γαμώ τα μυαλά μου. Πέρασα τόσο όμορφα! Δεν το περίμενα να περάσω ωραία σε καφέ με δυνατή μουσική κι ένα κάρο πιτσιρίκια με ισιωμένες φράντζες. Η σερβιτόρα ευγενέστατη, ο καφές άνω του μετρίου. Ο μπέιμπι, μπέιμπι... άι γουόζ άι σαπόουζ... του νόου... Δεν είχαμε βγει ποτέ τα δυο μας. Ευκαιρία ήταν. Άντε να περπατάς στα Εξάρχεια να βρεις κάπου να πιεις καφέ, όταν έχεις να πατήσεις τρία χρόνια! Πορ ντιός, μ'αρέσει που μιλάμε για τις ζωές μας χαλαρά και λες "Αυτό που με κρατάει στη ζωή είναι η βεβαιότητα πως με χρειάζονται κάποιοι άνθρωποι" και απλά σε κοιτάζω γιατί δεν έχω τι να σου πω και μ'αρέσει που σε κοιτάζω γιατί νιώθω ότι σου κάνει καλό, απλώς να σε κοιτάζω, από το να σου πω κάτι άσχετο και ακίνδυνο. Πόση ζωή έχεις περάσει! Βλέπω τις φωτογραφίες σου στο κινητό και τις σχολιάζω δηκτικά και διασκεδαστικά. "Πρέπει να έρθεις σπίτι μια μέρα και να παίξουμε τα μοντέλα!" Γελάς. Σε κάνω να γελάς. Χαμογελάω όταν σε βλέπω να γελάς.

 Ξύπνησα στις 10 και. Φυσούσε... Ήξερα ότι είχαμε ραντεβού στο κέντρο κατά τη μία. Ωστόσο, απλά γύρισα πλευρό. Ξύπνησα για τα καλά στη μία παρά. Είδα τα μηνύματά σου. Δεν θορυβήθηκα. Δεν σηκώθηκα. Μέχρι που με πήρες τηλέφωνο και προσποιήθηκα ότι μόλις ξύπνησα. "Ξύπνα με την ησυχία σου, και αν δεις ότι δεν σε καταβάλλει ο καιρός, σε περιμένω." "Βρέχει;" ρώτησα σαν το ηλίθιο. "Έ, έχει μια καταιγίδα, μια νεροποντή." Μια νεροποντή την είχε. Ντύθηκα και ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ξαφνικά δεν ήθελα να περιμένεις, ένα περίεργο πράμα.



 Και απόψε, γυρίζοντας σπίτι μου, περπάτησα λίγο παραπάνω. Εκεί που στάθηκα σε μια βιτρίνα, ήρθε ένας σκύλος. Ένα μεγάλο σκυλί με μυτερή μουσούδα κι αυτιά, με κάτασπρη παχιά γούνα. Δεν είχε λουράκι, αλλά ήταν δυνατό τέτοιο όμορφο σκυλί να ήταν αδέσποτο; Του χαμογέλασα. Ήρθε σιγά σιγά κοντά μου, σαν να κούτσαινε, δεν ήξερα. Με κοίταξε, το σκασμένο, και με πλησίασε κι άλλο. Τα μάτια του είχαν δάκρυα, αυτά τα βρόμικα ρυάκια, πώς τα λένε. Και το χάιδεψα στο κεφάλι και στο σβέρκο. Είχε όμορφη, απαλή γούνα, πολύ περιποιημένη. Αποκλείεται να ήταν αδέσποτο! Δεν μαδούσε, δεν μύριζε... Ωστόσο, γιατί κούτσαινε; Γιατί είχε βρόμικο το πρόσωπό του;
 Έφυγα. Κοίταξα μήπως με ακολουθήσει, όπως συχνά κάνουν τα αδέσποτα. Δεν με ακολούθησε. Ένα πολύ όμορφο σκυλάκι με πλησίασε και μπορεί να πεινούσε ή να ήθελε γιατρό κι εγώ μόνο το χάιδεψα. Θα με στοιχειώσει αυτή η βραδιά, το ξέρω.