Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Το δόκανο.

 Στρίβω τσιγάρο εύκολα πλέον αλλά όχι μηχανικά. Δεν μπορώ να στρίψω τσιγάρο στα όρθια, περπατώντας, όπως έχω δει άλλους να στρίβουν. Μου άρεσε όμως ανέκαθεν να περπατάω και να καπνίζω. Με μουσική στ' αυτιά, πάντα.

 Μια μοναξιά αυτοδύναμη, τραγανή και στυφή σαν βύσσινο. Περπάτημα στη μεγάλη πόλη της νύχτας, με συντροφιά εσένα, και τα props σου. Γιατί τι άλλο είναι παρά τα σκοινάκια που σε κρατάνε στη θέση σου; Σαν κλισέ αισθάνθηκα πολλές φορές, και αγχωνόμουν με τη σκέψη, και κυρίως ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν πολύ.

 Πολλές φορές η μοναξιά μου έβγαινε απ' το κλουβί της και μου χαμογελούσε κάπως χαιρέκακα, κάπως μελαγχολικά - κι εγώ έβλεπα τα σουβλερά της δόντια και τρόμαζα τόσο πολύ. Πάρα πολύ. Πέρασα πολλές ώρες σε κρεβάτια ανοίκεια, ειδικά όταν ήταν το δικό μου, με συντροφιά που έτρωγε λαίμαργα απ' το μπουφέ - κι εγώ να παρατηρώ, άλλες φορές να νιώθω απέραντο οίκτο, άλλες φορές μια ψύχραιμα μανιασμένη εκδίκηση. Οίκτος, μια κακομοίρικη λύπηση, για μένα, για τις ανόητες λύσεις μου, για το φόβο μου για τη μοναξιά που πίστευα ότι κουλάντριζα με ραδιόφωνο και τσιγάρο. Εκδίκηση για τους Ανθρώπους που ανακάλυπτα πόσο τρωτοί, και ξαφνιασμένοι, και αφελείς μπορούσαν να είναι. Ένιωθα ότι εγώ, έχοντας απωλέσει την περισσότερη αφέλεια της νιότης μου βάναυσα σχεδόν και σίγουρα ανεπιστρεπτί, είχα ένα αβαντάζ στο ζωντανό κύτταρο που οι υπόλοιποι μόνοι άνθρωποι δεν είχαν. Και εκδικούμουν, συνειδητά και με άγρια, πρωτογενή χαρά. Χαιρόμουν να πληγώνω ανέμελα και δήθεν ανυποψίαστα, να σηκώνω το αριστερό μου φρύδι και να σκοτώνω τις νυχτοπεταλούδες πριν καν τολμήσουν να ξεστομίσουν αυτό που είχαν σκεφτεί: να επαναληφθεί ο μπουφές.

 Αυτό που μου έδινε στα νεύρα περισσότερο ήταν ότι εγώ, εκ των πραγμάτων μάλλον κι όχι λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν θα διανοούμουν καν το ενδεχόμενο ο μπουφές να επαναληφθεί. Μία φορά ήταν, τύχη καθαρή, πώς τολμάς και το ζητάς λες και το επιδίωξες; Και αυτό που με τσακίζει ακόμη είναι όταν σκέφτομαι ότι δεν είναι κακό να περιμένεις να ξαναζήσεις κάτι ευχάριστο. Δεν είναι κακό να ζητήσεις κάτι που θέλεις. Δεν είναι όχι απλώς κακό, είναι βαθιά ανθρώπινο. Φαίνεται εγώ δεν είμαι Άνθρωπος.

 (Άρα, θα είμαι ή Υπεράνθρωπος ή Υπάνθρωπος.)

 "Δεν έχετε κατάθλιψη" άκουσα χτες, όχι για πρώτη φορά, με ένα τόνο αδιαπραγμάτευτο και εκνευρισμένο. "Δεν έχετε κατάθλιψη", στον πληθυντικό που εγώ ζήτησα -επέβαλλα;- και συντηρώ, για να έχω τη σιγουριά του σεβασμού. Θύμωσα πολύ. Ζήτησα βοήθεια, ζήτησα μια διάγνωση και μια θεραπεία, και έλαβα μια ξερή γνωμάτευση περί δυσκολίας ενηλικίωσης. Δεν έχω ωριμάσει σε κάποια ζητήματα, λέει. Ναι, αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Είναι οι λόγοι που δεν έχω ωριμάσει. Και επηρεάζουν και με πολλούς άλλους τρόπους. Και δεν με βοήθησε, καθόλου, απλά μου έριξε κι άλλο βάρος στους ώμους μου. Δεν ζήτησα τίποτα παράλογο. Ζήτησα τη σωστή θεραπεία. Και μετά απ' όσα έχω πει, καταλαβαίνω, δεν χωράει καμία αμφιβολία επ' αυτού, ότι η σωστή θεραπεία περιλαμβάνει μια προσεκτικότερη διατύπωση λέξεων κι όχι επειδή μου κάνει κάποιος χάρη, αλλά επειδή όπως εγώ φροντίζω να μιλήσω σωστά, έχω την απαίτηση να μου μιλήσεις κι εσύ έτσι. Συμβατά με μένα, δηλαδή.

 Θύμωσα, θύμωσα πολύ. Είπα την αλήθεια μου κι αυτή έπεσε περίπου στο βρόντο. Το πρόβλημα είναι δικό μου, αυτό άκουσα. Εγώ αρνούμαι να μεγαλώσω. Δεν άκουσα ότι "δυσκολεύομαι να ωριμάσω σε σημεία", κάτι που θα έριχνε φως στις δυσκολίες και θα μου έδειχνε ότι νοιάζεσαι στ' αλήθεια για μένα κι ότι αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να εξερευνήσω. Όχι. Άκουσα ότι το πρόβλημα είμαι εγώ και η αδυναμία μου να ωριμάσω σε κάποια ζητήματα. Πώς να ωριμάσω; Αυτό θα το βρεις εσύ, αυτό άκουσα άσχετα αν δεν ειπώθηκε. "Το πρόβλημα το έχεις εσύ", αυτό εννοήθηκε στον αέρα σαν στάχτη καμένου τσιγαρόχαρτου. Μια φράση που την ακούω πολλά χρόνια τώρα.

 Το ξέρω ότι το πρόβλημα το έχω εγώ. Δεν περιμένω κανέναν να μου το πει, εκ νέου! Πόσο μάλλον, όταν για να πεις τέτοιο πράγμα, δεν βοηθάς καθόλου. Απλά πετάς τη γνώμη σου, τελεσίδικη και σοφή, ξεπλένεις τα χεράκια σου και απλώς... παρακολουθείς - όταν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις, όταν θες να διασκεδάσεις, όταν θες να νιώσεις καλύτερα για τη ζωή σου - κι έχεις πάντα έτοιμη μια αποδοκιμασία, που σπάνια θα μπει στη διαδικασία να καμουφλαριστεί, έτσι από ευγένεια ρε παιδί μου, να ακουστεί λίγο σαν συμβουλή. Όχι. "Το πρόβλημα το έχεις εσύ." Μην ψάχνεις άλλους φταίχτες, άλλες συνθήκες, άλλους παράγοντες. Το πρόβλημα το έχεις εσύ. Λύσ' το πρώτα, και μετά περίμενέ με, θέλω ένα ποτήρι σαμπάνια - άλλωστε εγώ σε βοήθησα!

 Φταίω εγώ μετά να τα κάνω όλα λαμπόγυαλο; Να τα στείλω όλα στο διάολο; Να πετάξω το βιβλίο μισοδιαβασμένο;

 Δεν φταις, θα μου πεις. Αλλά δεν θα έχεις λύσει το πρόβλημα. Οπότε γιατί κάνεις τόση φασαρία;

 Να δεις που μπορεί να φτάσω στο σημείο να μην έχω καθόλου επιθυμία ή ανάγκη για τους Ανθρώπους και μετά να μου ζητήσουν τα ρέστα. "Εγώ εδώ ήμουνα". Έχω θυμώσει πολύ, χρόνια τώρα, κι αρνούμαι να διαχειριστώ πάλι εγώ, με συντροφιά πάλι ραδιόφωνο και καπνό, προβλήματα που δεν θα είχα αν δεν ήταν οι Άνθρωποι να τα συντηρούν.

 Έχω μιλήσει ανοιχτά, και περιμένω μια αντίστοιχη αντιμετώπιση, και όταν μπερδεύομαι, θέλω να με ξεμπερδέψεις. Γιατί η μοναξιά είναι σκιά;

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Άτιτλο, για άλλη μια φορά.

 Το τέλμα. Και το βάραθρο. Μια σκοτεινιά πηχτή και άοσμη. Σε ναρκώνει, δεν ξέρεις πώς μπήκες και γιατί. Δεν ξέρεις πώς να βγεις. Δεν ξέρεις καν πώς ν' ανασάνεις.

 Περνάνε οι μήνες, τα χρόνια μες στην ανυπαρξία. Δεν κάνω τίποτα. Τίποτα όμως. Χαζεύω και συλλέγω άχρηστες πληροφορίες. Το γράφω μόνο και μόνο για να κάνω κάτι.

 Θέλω να γράψω "φοβάμαι". Μα είναι άσχετο, ίσως και ανώφελο. Τι θα πει "φοβάμαι"; Φοβάμαι πάρα πολλά πράγματα, δεν το δέχομαι σαν δικαιολογία, αν και μάλλον είναι η αιτία της κατάρρευσης. Μια κατάρρευση χωρίς γδούπο, άηχη, με πνιγμένες κραυγές και μάτια πεισματικά σφαλισμένα. Πέφτω, έπεσα, συνεχίζω να πέφτω και να κουλουριάζομαι σαν βρόμικο αδέσποτο ζώο. Δεν έχω τίποτα μέσα μου να με παρηγορήσει, για μένα. Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ πως μπορεί να γίνει στ' αλήθεια, να νιώσω ηρεμία και σταθερότητα. Φοβάμαι - νάτο πάλι το φοβάμαι.

 Φοβάμαι... την αποτυχία. Το τσαλάκωμα. Φοβάμαι ότι έχω στραμπουληχτεί ανεπανόρθωτα, όσο δραματικό κι αν ακούγεται. Φοβάμαι την πικρία, τη μιζέρια, την κακομοιριά.

 Πιο πολύ φοβάμαι ότι έχω χάσει μεμιάς εξάπαντος τη ζωή που θα έπρεπε να ζω, αυτή που ήθελα απ' όταν ήμουν νήπιο. Και δεν έχει νόημα πια. Δεν γίνεται, τίποτα πια. Φοβάμαι, και ντρέπομαι, κι έχω πολλές ενοχές που δεν τολμώ να ξεστομίσω.

 Προτιμώ να ονειρεύομαι.

 Ακούω στο μέγιστο της έντασης Calexico και ονειρεύομαι. Φοράω κάτι ασυνήθιστο και ήσυχο. Φοράω γυαλιά ηλίου με ανοιχτούς φακούς. Δεν κρύβω πια τα μάτια μου, τα προστατεύω. Περπατάω αργά, γιατί δεν βιάζομαι, δεν τρέχω, δεν ντρέπομαι πια. Κάθομαι κάπου κι ανάβω ένα τσιγάρο που στρίβω απαλά, κοιτώντας το. Οι άνθρωποι με προσέχουν μα δεν τολμούν να μ' ενοχλήσουν. Με ξεχνάνε και με αφήνουν στην ησυχία μου.

 Ονειρεύομαι ότι όλοι με παραδέχονται. Και με αφήνουν στην ησυχία μου. Δεν ζητάνε τίποτα. Δεν έχω ν' αποδείξω τίποτα. Ούτε να περιμένω.

 ...Χαρακτήρισέ με με μια λέξη, σου είχα ζητήσει. Και έγραψες "όταν". Όταν. Με πόνεσε και με πονάει λιγάκι γιατί ήταν εύστοχο. Δύσκολα δέχομαι τη διαφάνειά μου όταν φαίνονται τα ισχνά μου πλευρά και μια τόση δα μελανίτσα που έχω χαμηλά αριστερά στην πλάτη. Μια μικρή μελανιά που θα μπορούσε να είχε γίνει από ένα απότομο σήκωμα στη ντουζιέρα ενός ξενοδοχείου, η βρύση χώθηκε στο κρέας μου, πόνεσα και γέλασα από μέσα μου και δεν το είπα σε κανένα. Ή μπορεί να είναι ένα σημαδάκι-ενθύμιο από μια πέτρα. Πώς να παραδεχτώ, ή το ένα ή το άλλο;

 Όταν, λοιπόν. Όταν καταφέρω να κάνω πράξη τις φαντασιώσεις μου. (Δηλαδή ποτέ).

 Ίσως είναι που θέλω να βαστώ το παράπονό μου σαν φυλαχτό. Σαν καρδούλα από κεχριμπάρι που μέσα κρύβω τον αναστεναγμό και το θυμό μου, που χωρίς αυτά τι θα κάνω; Θα ζήσω; Πώς; Πώς θα ζήσω χωρίς τις λυπητερές μου ιστορίες; Τι θα έχω τότε; Τι αξία θα έχουν οι αγαπημένες στιγμές χωρίς τις άσχημες, να μου θυμίζουν, να με συνετίζουν, να αγαπώ, ν' αγαπιέμαι, να... φοβάμαι;

 Κι εδώ που έρχεται να πω κάτι που ξεκινάει με το πρέπει. "Πρέπει" ν' ανασκουμπωθώ, "πρέπει" να συνέλθω. Και επειδή δεν έρχεται το "θέλω" πρώτα... δεν κάνω τίποτα.

 Τίποτα. Για πόσο;

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Θα σε φιλήσω το σούρουπο

Για κοίτα δυο στιγμές
το φως που βγαίνει σαν λουλούδι και διψάει
με πόση αγωνία που δεν θα μάντευες ποτέ
να χαϊδέψει μάγουλα και διαθέσεις
άσπιλες κι άγουρες σαν πέτρες λαξευμένες.

Θέλω πολύ να κρατήσω το χέρι σου
σαν απόδειξη αγάπης
και σαν συνήθεια
σαν άσκηση δύναμης κι εμπιστοσύνης
και σαν επίδειξη
επειδή θα στο ζητήσω και θα μου το δώσεις
χωρίς να σιγουρευτώ ποτέ
ποτέ, είναι πολύ σημαντικό,
ότι ήθελες να μου δώσεις το χέρι σου
αλλά ντρεπόσουν να μου το δώσεις χωρίς να στο ζητήσω
και ντρεπόσουν παραπάνω να ζητήσεις το δικό μου.

Τα γκρίζα περιστέρια κουβαλάνε τα μυστικά μας
και κοιμούνται τις νύχτες ησυχασμένα
κοίτα το φως, κοίτα το φως στο πρόσωπό μου,
κοίτα πώς βγάζω φτερά μεταξένια
κοίτα με.

Την ομορφιά σου έκλεψα σαν μέλι στην κηρήθρα
τη λούζομαι αργά με άηχες ανάσες
και όλο κλαίω τη λύπη μου στοίβαξα υπομονετικά
τα μεγάλα ξεσπάσματα που έπνιγα
και τους θυμούς σουβλερούς
αγκάθια που στολίζουν το κούτελό μου
που εσύ μου ζήτησες να τα βγάλω
πολύ απλά, επειδή ήθελες να με φιλήσεις.

Ο χρόνος κυλάει σαν νερένια λόγια
και ποτέ δεν θα καταλάβω αν με ξελόγιασε ή αν με ξεγέλασε
και όλη αυτή η ομορφιά είναι δικιά μου
κι αν το φως που ρούφηξα το άξιζα.

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Το γράμμα του πατέρα

 Πρόσεξε κόρη τα παηγόνια,
Τα νύγματά των και τις φαλντουσιές
Άηχα ορμάν στις φυλλωσιές
Το βλέμμα τους ερωτεύονται όλοι.

Φόρα κατάσαρκα το ασημπόλι
Τη μυστική σου προσευχή να ψιθυρίζεις
Σε αγνώστους κήπους να μη γυρίσεις
Και πώς σε μεγάλωσα να μην ξεχάσεις.

Το γλυκόπιοτο ποτάμι σαν περάσεις,
Κράτα το σεβίνι σου σφιχτά
Και δέσε με τον άηρο την καρδιά
Γιατί εύκολο δεν θα ‘χεις γυρισμό.

Θα σε προσμένω δίχως καταυγυσμό
Θα φοράω χαμόγελα και δεν θα νιώσω δάκρυ
Ακόμα κι αν ο ξένος εκούσια σε πάρει
Ό, τι χρήσιμο σου κρύβω να το κλέψεις.

Την αγάπη κανενός μη ζητιανέψεις,
Κι αν τα λουλούδια σου τους φαίνονται φτωχά
Να δεις στα χέρια τους τα στρεφιλιντιστά
Την άγρια, ξεδοντιασμένη μοίρα.

Να μην υπακούς παρά τη δική σου βρύμα
Κι έχε ενθύμιο στην ωμοπλάτη τη χρυσή
Εκείνον που άθυμα και ευφρόνως θα ζητεί

Να φέρουν πίσω ένα φιλί σου τα χελιδόνια.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

The sudden impossibility

Να μην κρατάς μέσα σου, ούτε βαρίδια ούτε άνθη, να μην νοιάζεσαι
Ούτε για κούκλες σκονισμένες στα κουτιά τους
Ένα πουλί χωρίς όνομα πετάει τρομακτικά και τρομαγμένα
Θυμάμαι τη βαλσαμωμένη πάπια με τα ορθάνοιχτα φτερά
Που είχε κρυσταλλώσει τον τρόμο της ο ταριχευτής
Πόσο άσχημο κι αυτό, να θέλεις πτώματα για διακοσμητικά
Αγρίμια που κυνήγησαν άλλοι και σου χαρίσαν τις προβιές του
Και τα κέρατα τα δόντια τα οστά
Να στολίζουν μπράτσα και στέρνα γαλακτερά, αμάθητα, αηδιαστικά προστατευμένα.

Κλείνει η πόρτα να κοιμηθώ και θυμάμαι αυτόματα το σκοτάδι το παιδικό
Που δεν το φοβήθηκα ποτέ, μόνο τις σκιές φοβόμουν πάντα και ούρλιαζα από απόγνωση
Και ουρλιάζω ακόμα με φιμωμένη απόγνωση, για την αδικία, την τρομερή αδικία
Και βαναυσότητα του κόσμου και την αδικία και ποτέ να μην ζητάει κανείς συγγνώμη
Συγγνώμη όπως πρέπει όμως, με κλάμα και συντριβή και πολλή ντροπή και περισσότερο θάρρος
Όχι πλέον η συγγνώμη σερβίρεται σε ασημένιο δίσκο και σκουριασμένο μαχαίρι στον κρόταφό της
Η συγγνώμη είναι τιμή, πρέπει οπωσδήποτε να τη δεχτείς και να πεις ευχαριστώ
Ευχαριστώ να πεις που κάποιος σου ζήτησε συγγνώμη.

Άλλο ουρλιαχτό να μου πνίγει τα μαλλιά δεν έχω τώρα,
Θα πρέπει να κοιμηθώ και να φτιάξω το νανούρισμα και να ξεχάσω
Ν’ αναπνεύσω ήσυχα κι αθόρυβα και να μην κλάψω, να βγει ωραίος φωτογενής αναστεναγμούλης
Και να κοιτάξω τα μάτια μου και απλά να χτενίσω τα μαλλιά μου
Και να συνεχίσω να καίω τις απογνώσεις μου
Να τις καίω και να βγαίνει καπνός μόνο απ’ τα ρουθούνια μου
Μόνο όσο καπνίζω. Να μην φαίνεται άσχημο, γι’ αυτό.
Να μην φαίνεται ότι κάτι καίγεται.



Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Χθες βράδυ.

Τη χθεσινή μέρα έκλαψα από το άδικο
Η κίνηση ήταν λίγη και το τρόλεϊ πήγαινε αργά
Το ‘χε βάλει σκοπό να αργήσω
Δεν ξέρω ακόμα γιατί με εκδικείτο ο οδηγός
Δεν ξέρω αν τα τρόλεϊ δεν τρέχουν
Αλλά ξέρω πως έτρεξα να προλάβω και πρόλαβα
Δεν πήγα ούτε σε ένα σημείο με το πάσο μου
Έτρεξα κι εκεί που δεν χρειαζόταν
Και πρόλαβα το τρόλεϊ που θα με πήγαινε στο λεωφορείο
Που θα με πήγαινε στο σπίτι μου.

Και το τρόλεϊ αργούσε επίτηδες. Το ήξερα.
Το ξέρω και το καταλαβαίνω όταν γίνεται.
Πότε το πορτοκαλί γίνεται πράσινο και πότε κόκκινο.
Σήμερα για παράδειγμα ο οδηγός ήταν γρήγορος και σβέλτος.
Κι εγώ περίμενα 6 ολόκληρα λεπτά. Χαλάλι.
Χθες όμως το τρόλεϊ ήθελε να χάσω το λεωφορείο μου. 
Και να περιμένω πάνω από δώδεκα λεπτά για το επόμενο.
Είχα κάνει τόση απίστευτη προσπάθεια και δεν το σεβάστηκε.
Δεν με σεβάστηκε, και δεν θα τιμωρηθεί και ποτέ. Ποτέ.

Είδα στο βάθος το λεωφορείο να βγάζει του μουσούδα του.
Προσευχόμουν το φανάρι να το καθυστερήσει.
Σταμάτησε όντως, και σταμάτησε αδικαιολόγητα και το τρόλεϊ.
Αδικαιολόγητα. Άδικα. Απύθμενα άδικα κι ατιμώρητα.
Άρχισα να τρέχω με τη γελοία μου όψη.
Να τρέχω να τρέχω να τρέχω να τρέχω. Αδιάκοπα.
«Πού πάω», σκέφτηκα. «Θα τρέξω όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι;»
«Θα τρέξω κι ό, τι γίνει». Δεν μπορούσα να σταματήσω και να χάσω.
Δεν θα άφηνα τον οδηγό του τρόλεϊ να με νικήσει.
Δεν θα άφηνα την αδικία να δράσει ανενόχλητη.
Έτρεξα, έτρεξα και πάλι, γρήγορα και χωρίς να το υπολογίζω. Πόσο έτρεξα!
Όλα τα φανάρια μου ήταν πράσινα. Όλα. Ήξεραν κι αυτά την αδικία και δεν ήθελαν να μείνει αδικία.
Έτρεξα έτρεξα μέχρι να φτάσω στην επόμενη στάση.
Και περίμενα περίπου είκοσι πέντε δευτερόλεπτα να έρθει.
Βρήκα την ανάσα μου. Λίγοι επιβάτες. Έτρεξα αλλά δεν έχασα το λεωφορείο.
Ίσως έγινα ρεζίλι αλλά δεν με νοιάζει.
Έφτασα σπίτι μου νωρίτερα.
Πάνω από δέκα λεπτά νωρίτερα.
Δέκα λεπτά δικά μου. Που τα άξιζα και είχα τρέξει γι’ αυτά.

Δέκα λεπτά.

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Μικρότερος τρόμος.

Η αγάπη που ζητάς στ’ αστέρια θα καεί
Το δάκρυ σου γεννάει αρχαία προσευχή.
Μην ζητήσεις μόνο αυτό που δίνει η ζωή
Μιας πεταλούδας τη μεταξωτή αναπνοή.

Κρατήσου στη σκουριασμένη κουπαστή
Και κοίτα τα βουλιαγμένα πλοία σου εκεί
Βουβά αλυχτάει το παιδικό σου το σκυλί
Και η άγρια γοργόνα πίνει αίμα η τρελή.

Τα δόντια σου τρίξε και ρούφα την κραυγή,
Θα είσαι πάντα το ίδιο αξιολύπητο παιδί.
Σαν μεγαλώσεις αρκετά θα δεις κι εσύ
Τον ήλιο πώς λατρεύουνε, ανθρώποι και θεοί.

Ένα καθρέφτη κλέψε και δες με προσοχή
Πώς οι πόθοι λιώνουνε στης λάσπης τη σιωπή.
Λουκέτα σπάσανε και χάθηκαν γιατί

Κανείς δεν άφησε στην τύχη ένα φιλί.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ένας τρόμος.

Να μην θυμάσαι όλες τις δαγκωνιές που φίμωναν κραυγές
Και τις αστείες προσευχές
Το κλάμα που πέτρωσε από πείσμα
Και τα λουλούδια χωρίς όνομα που βγήκαν απ’ το σκουριασμένο σύρμα.

Μια αγκαλιά σου δώσε μου χωρίς να το σκεφτείς
Μην περιμένεις να στο πω γιατί πάντα θα ντρέπομαι
Δεν ζητιανεύω, δεν ποθώ, σαν το νερό χρειάζομαι
Την ακέραια βεβαιότητα μιας αγάπης στέρεας κι απλής.

Σε διαδρόμους σκοτεινούς έχασα ένα κοχύλι
Που δεν θυμάμαι την όψη του, μα νιώθω το κενό
Στην καρδιά μου χάσκει ακούφωτο ένα μεγάλο παραθύρι
Να πρέπει τον άγριο, γλυκό, αμείλικτο αγέρα ν’ ανεχτώ.

Μη με ρωτήσεις τι σκέφτομαι, ποτέ δεν θα σου πω
Δεν θα φορτωθείς άλλο ένα ενάλιο μυστικό.
Κι αν σε πονάει που δεν ξέρεις τι μουσική κρύβω στους αναστεναγμούς,
Για σένα σκοτώνω αγκάθια κι ανόητους καημούς.

Στη ζωή που φεύγει ορκίσου μου, σε όλες τις στιγμές,
Δεν θα προδώσεις ό, τι ονειρευόσουν μέχρι χτες.
Κι αν γίνουν τα μάτια μου ερειπωμένες φυλακές,
Ορκίσου μου θα φύγεις μακριά, εκεί που κοιμάται ο ήλιος.

Το ήμερο θηρίο κάθε μέρα θ’ αλυχτά,
Κι ας έχει κομμένα δόντια και βλέμματα απλανά.
Μην βάλεις στόχο στη ζωή σου συνεχώς να το νικάς,

Αυτό θα φλέγεται μόνο όταν ξημερώσει ο άγιος Λύκος.

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Θυμάσαι τη Θαλασσινή;

Μια Δευτέρα θέλω να έρθει, και να πάω εκδρομή. Λύπη στην καρδιά μου, και ατελείωτη προσοχή, μην πέσει και τσακιστεί. Τι θα γίνει ο κόσμος μας, αναρωτιέμαι, όταν πεθάνουμε ή όταν μεγαλώσουμε; Κρατάω σφιχτά τις καραμέλες που μου χάρισαν παιδί και ουρλιάζω από μέσα μου από συνήθεια, και για να ξεσπάω πού και πού να ξεσπάω, έτσι για να μην λέω ότι τα κρατάω όλα μέσα μου. Τα μούρα και οι βανίλιες είναι διαφορετικά φρούτα και σκέφτομαι όλες τις γεμιστές τάρτες-πίτες που μπορείς να φτιάξεις με έτοιμη κονσέρβα κεράσια Κύκνος. Τι λέξη κι αυτή, Κύκνος, με το ύψιλον που προφέρεται κάτι σαν ι και ου, σαν u, Κuκνος, Κούκνος, Κιούκνος, τι δυνατό ζώο, πολύ επιβλητικό, φαντάζομαι όταν θα ανοίγει την αγκαλιά του είναι σχεδόν φοβερό. Τα γράφω αυτά για να κάνω κάτι, το λες και πρόοδο, και γενικά σήμερα έχω ψιλοβαλτώσει και γενικότερα αυτές τις μέρες. Μεγάλωσα με timeline κι έλεγχο, τώρα που δεν τα έχω μου λείπουν, μα έχω πολλή ανησυχία οπότε πιστεύω μπορώ να δίνει μαλακά παυσίπονα και να μην με νοιάζει αν ο κόσμος σταματήσει να υπάρχει όπως τον ξέρω και τον έχω συνηθίσει αύριο, ίσως και χθες. Μια κορδέλα από ελαστικό τούλι σκέψου και πάνω της λευκά κεντίδια, και άραγε θα φύγει ο θυμός σου; Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν απ’ τη ζωή μας κάθε μέρα, και δεν πίστεψες καν ότι ήμουν ειλικρινής. Τι φοβερή, φοβερή αλαζονεία, από δικιά μου εμπειρία μιλώ, να νομίζεις ότι βλέπεις κάτι που κανείς άλλος δεν το βλέπει, να νομίζεις ότι εσύ έχεις μόνο πρόσβαση στην ανόθευτη, απόλυτη αλήθεια, και πόσο μειωτικό για σένα, για τη ζωή σου, να πετάς τον οίκτο σου σαν τσαλακωμένο χαρτάκι. Έχω θυμώσει τρομερά μαζί σου, πιο πολύ με πνίγει η αδικία, η αδικία που δεν μπορώ να σου μιλήσω ανοιχτά γιατί έχεις βγάλει τα συμπεράσματά σου και την κοσμοθεωρία που σε βολεύει, με πληγώνει τρομερά που αυτό που φοβόμουν έγινε, λες να το προκάλεσα εγώ; Μα δεν ωφελεί να παίρνω την ολοκληρωτική ευθύνη, ποτέ δεν την έχει ένας άνθρωπος μόνο, ποτέ, ποτέ. Και πιο πολύ τρελαίνομαι στην ιδέα ότι εσύ δεν το σκέφτεσαι καθόλου όλο αυτό, απλά τακτοποίησες την εκκρεμότητα και την τίναξες από το πέτο σου, και κράτησες για σένα όλες τις αγαπημένες σου λέξεις και καταστάσεις. Ποτέ δεν θα σου έλεγα κατά πρόσωπο «λυπάμαι», που δεν έχει και πολλή απόσταση από το «σε λυπάμαι», αλλά μέχρι το σημείο που μ’ άφηνες συμπάσχω, συμπάσχω με την ανάγκη σου να γίνεις κάτι άτρωτο και στιβαρό, να μη δει κανείς ποτέ ούτε μια ρωγμή, παρά μόνο αυτές που σε έχουν σημαδέψει αλλά δεν φταις εσύ. Το χειρότερο είναι πως αμφιβάλλω για τη δικιά μου αλήθεια, μ’ έκανες ν’ αμφιβάλλω για τα δικά μου αισθήματα, και όχι απλά να παραδεχτώ ότι έκανα λάθος, που δεν πήρες ένα τηλέφωνο με τρομάζει, ένα τηλέφωνο, κι έχεις πρώτα πρώτα τις δικαιολογίες έτοιμες και στρωμένες. Έχω θυμώσει πολύ μαζί σου και καλά κάνω, γιατί δεν ευαγγελίζομαι ποτέ πως έχω δίκιο, αλλά πάντα το συζητάω και το κοσκινίζω όσο περισσότερο μπορώ, και τότε μόνο μου δίνω το δικαίωμα της αμφιβολίας, ενώ εσύ άγεσαι και φέρεσαι από τα συναισθήματά σου και δεν αμφιβάλλεις ποτέ, ποτέ, ποτέ. Για να το νιώθεις, υπάρχει. Για να υπάρχει, υπάρχει λόγος. Και πάντα φταίει κάποιος άλλος, ποτέ εσύ. Και μετά, όταν σου συζητάω λογικά, ή με τον τρόπο που βολεύει εμένα, δυσφορείς κιόλας! Έχω θυμώσει μαζί σου πολύ, αλλά και με μένα – μα ξέρω ότι δεν μου έχεις αφήσει κανένα περιθώριο, τίποτα, έχεις εκμεταλλευτεί την παγωμάρα σου για να σφραγιστείς ερμητικά και φυσικά να στάξεις και βουλοκέρι. Δεν φταις πια, το έχεις δηλώσει, δεν έφταιξες ποτέ. Δεν θα ζητήσεις ποτέ συγγνώμη και δεν θέλεις να γυρίσεις πίσω σε θέματα που νομίζεις ότι τα έχεις λύσει επαρκώς, δεν θέλεις και δεν αντέχεις. Και δεν θα στα τρίψω ποτέ στη μούρη. Αν θέλεις όμως να φύγω απ’ τη ζωή σου, ζήτα το. Ζήτα το. 

Θα στο ζητήσω εγώ. Και αν μου περάσει ο θυμός και δω ότι έκανα ένα τεράστιο λάθος, θα ξέρω ότι δεν θα διστάσω στιγμή να επανορθώσω, αλλά θα έχω μείνει ειλικρινής μες στη βλακεία μου, τη θολούρα μου, την ανασφάλειά μου… Θα ξέρω ότι είμαι ανεπαρκής πλέον, θα αποσυρθώ ήσυχα. Αλλά δεν θα σου επιτρέψω να γράψεις ένα μονόπρακτο με όλη την πρόζα πάνω σου. Δεν θα επιτρέψω να απλώσεις τη μοναξιά σου πάνω μου. Είναι ντροπή, είναι ντροπή πραγματικά να περιμένεις με τα καλοακονισμένα σου δόκανα, και με θυμώνει περισσότερο απ’ όλα ότι ποτέ δεν με ρώτησες τίποτα στο μεταξύ διάστημα. Απαξίωσες. Απαξιείς. Έχεις «άλλα πράγματα ν’ ασχοληθείς». 

Και νομίζεις ότι αν υποβιβάσεις τον παρατηρητή, θα διαγράψεις και όλα όσα είδε. Είδα πολλά και ποτέ δεν θα στα τρίψω στη μούρη… Και θέλω το ίδιο από τους κοντινούς μου ανθρώπους. 

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Τη γιορτή μου ήταν εδώ, στα γενέθλιά μου θα λείπω.

 Αστείο αλήθεια. Οι ώρες κυλάνε αργά και τεμπέλικα και σκαρφίζομαι τρόπους να παρατείνω την ησυχία μου απ' τη μια, να ξεγελάσω τα ρολόγια και να τρέξουν πιο γρήγορα, ο χρόνος δεν τρέχει βέβαια, κυλάει τσουλάει, δεν τρέχει πάντως, ουτε πάει αργά, εσύ τρέχεις ή δεν τρέχεις αναλόγως αυτόν, να το θυμάσαι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μια χρυσή Μονόπολη λοιπόν, δώρο μ' ένα χρυσό άρωμα, αρκετά ενδιαφέρον αν δεν ήταν τόσο φοβερό, όχι φοβερό, δεν είναι φοβερό ακριβώς, αλλά κοίτα να δεις που με θεωρώ πολύ γκετ τουγκέδερ και ότι ξέρω από μάρκετινγκ και αγορές, και το σιχαίνομαι αυτό το άρωμα εντωμεταξύ, το σιχαίνομαι, κι όμως μπήκα στη σκέψη, μήπως να το αγοράσω να μου μείνει η χρυσή Μονόπολή; Δεν παίζω Μονόπολη, αλλά θα ήταν κομψό κι αστείο, και μόνο σαν πρόταση, θέλεις να παίξουμε Μονόπολη, έχω μια χρυσή. Κατευθείαν σκέφτηκα τον Μ., να του κάνω δώρο το άρωμα, θα του αρέσει λέω σχεδόν σίγουρα, και να κρατήσω τη χρυσή Μονόπολη. Μάλλον μου λείπει πολύ ο Μ. και δεν αφήνομαι αρκετά ούτε στο παραμύθιασμα ότι μπορεί κι εγώ να ελκύομαι από διαφημιστικές πρακτικές που έχουν εμένα στόχο κι άλλα πολλά εκατομμύρια. Το μήλο έχει πολλά χρώματα, το πορτοκάλι μόνο ένα. Το τίμημα να δίνεις τ' όνομά σου σ' ένα χρώμα. Φαντάσου χρώμα, "μηλί", τι αστείο, αν και υπάρχει χρώμα σάπιο μήλο, τι ανόητο όνομα για ένα μάλλον δημοφιλές χρώμα, τα πλήκτρα μου είναι μαύρα, θυμάμαι τους παλιούς υπολογιστές που είχαν αυτό το φαιόγκριζο μπεζ χρώμα, μπορεί να ήταν και πράσινο, ή καφέ. Θα ήθελα να ξέρω να γράφω τυφλό, δεν το έχω ψάξει ακόμα στο Ίντερνετ γιατί φοβάμαι ότι είναι πλήρως ακατόρθωτο, και ο τρόπος μου μου γράφω με δύο δείκτες, κομψά και σχετικά γρήγορα πάντως, είναι πλήρως λανθασμένος και γενικά το φοβάμαι πολύ, πολύ αυτό, να μου πουν τινα ωραίαν πρωίαν ότι γενικά πράττω πλήρως λανθασμένα, πλήρως όμως, δεν σώζομαι καθόλου, και χάρη μου κάνουνε στην τελική που ζω ακόμα. Να γιατί μ' αρέσει το ελεύθερο γράψιμο, όλοι πρέπει να το κάνουμε από καιρού εις καιρόν, βγαίνουν όλα τα κλισεδάκια σου, τα αγκαθάκια σου που τα έχεις ξαναβγάλει και ξαναπεί πολλές φορές, τόσες που τις έχεις σιχαθεί, και όμως υπάρχουν ακόμα εκεί, κάτι μου λέει ότι θα υπάρχουν πάντα εκεί, θέλω όμως κι άλλα, θέλω να φυτρώσουν και πολλά λουλούδια, στο κάτω κάτω υπέμεινα τα αγκάθια μου κι έσκαψα με τα μέλη μου το χώμα, έκανα δουλίτσα, θέλω λουλουδάκια. Δεν θέλω πια σπάνιες ορχιδέες και υπέρκομψα, φοβιστικά  υπεράνθη, θέλω όμως χρώματα και μεταξωτά πέταλα, σαν τις παιώνιες ή τις ανεμώνες, πολλά λουλουδάκια που τα αγαπώ πολύ, τόσο πολύ που δεν έχω στο μπαλκόνι μου, θέλουν ήλιο κι εγώ δεν έχω. Θέλω πολύ να φτιάξω το μπαλκόνι μου πραγματικά αλλά παραείναι εκτεθειμένο και τι ωραία που θα ήταν να ήταν σε ψηλό όροφο ή έστω να έχει μια ωραία θέα. Θα ήθελα λέει να έχω κάλλες σε πολλά χρώματα, και γαρίφαλα, και φυσικά αρωματικά, βασιλικούς, μαϊδανά και τα τοιαύτα, παλιά οι σκέτες πρασινάδες μ' ενοχλούσαν, ήθελα τα πολύχρωμα λουλούδια, τώρα δεν με πειράζουν, ίσα ίσα που είναι σκέτη ζωή. Τι άλλα λουλούδια δεν ξέρω, εκτός από χρώματα, μαργαρίτες όμορφες και πολύχρωμες. Ήρθε το καλοκαίρι και ο ήλιος, ντύνομαι με εκτεθειμένα τα χέρια μου, έχω βγάλει το δαχτυλίδι μου και δεν ξέρω, νιώθω διαφορετικά. Γρήγορα που αλλάζει ο κόσμος, ο εαυτός μας, η ζωή. Πόσο γρήγορα. Και πονώ από συνήθεια, σαν να χρωστάω πόνο. Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Μπορώ να αγοράσω κάτι που δεν χρειάζομαι. Μπορώ να κάνω ένα ταξίδι ή να χτυπήσω τατουάζ. Μπορώ να κάνω ωραία δωράκια, μικρά όμορφα χαζοδωράκια. Πόσο χαίρομαι γι' αυτό, πόσο; Λίγο μάλλον, γιατί μπερδεύομαι και πονάω για τα παλιά και χαίρομαι με τα καινούρια κι αγχώνομαι για τα μελλούμενα που είναι και τα δυο. Και φοβάμαι, φυσικά. Και θυμάμαι τα γατάκια. Τι ψυχούλες αυτά τα γατάκια. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο τρυφερό από ένα μικρό γατάκι. Τα κλαδία μου θρόισαν ανακουφισμένα, και ένα μικρό πουλί με χρυσαφιά ματάκια πέταξε στο παράθυρο του ονείρου που είχα δει πρόπερσι τέτοιο καιρό. Θα πλάσω με κερί και μέλι μερικές στιγμές και θα τις πετάξω μακριά, μακριά, να τις βρω όταν φτάσω. Συνεχίζω να γράφω και δεν θέλω να αγχώνομαι. Ο αέρας θα είναι απαλός και δροσερός, θα μυρίζω την κάψα της πόλης και δεν θα μου φαίνεται τίποτα περισσότερο. Μια έννοια μόνο, σαν κορόνα, σαν σκίτσο πολυκαιρισμένο και τόσο ρεαλιστικό που το φοβόμουν. Οι μπίλιες μου να βαραίνουν την καρδιά του παιδιού που ήμουν κάποτε. Θυμάσαι τον τρελό καθηγητή που είχε πέντε πτυχία και ξόδευε όλα τα λεφτά του στα μολυβένια στρατιωτάκια; Πεθύμησα το ψάρι και τη θάλασσα, να τραγουδήσω εκεί που κανείς δεν θα μ' ακούσει. Τι ωραία που θα είναι. Δυο μέρες μόνο - δυο μερούλες. Δεν θα προλάβω και πολλά, αλλά θα φάω και θα πιω και ευελπιστώ να βάλω τα κλάματα. Ένα τριαντάφυλλο πεθαίνει όταν ανοίξει όλα τα πέταλά του. Μια φιλία μου χάνεται επειδή δείξαμε τα μέσα μέσα μας. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Άραγε θα με πάρει κανένα τηλέφωνο, ποτέ; Δεν θέλει, και δεν θέλω ούτε εγώ, εδώ που τα λέμε. Αλλά δεν θέλω να το παίζει θύμα στις πλάτες μου. Αστείο ε, το έχω κάνει αυτό πολλές φορές. Μισούμε αυτό που μας θυμίζει τ' άσχημά μας, πάντα.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Το ταξίδι

Δώσε μου τα δάκρυα που κύλησαν στα στριφώματα στις τσέπες σου.

Δώσε μια ματιά. κοφτερή και καμπύλη δρεπάνινη, ρίξτη μου στα πόδια μου μπροστά, με αδιάφορη ευστοχία.

Κι εγώ, τα παραμύθια που με ξυπνάνε το πρωί θα σου χαρίσω.

Κι όλα μου τα λουλούδια, δικά σου, κι όλο το νερό στα πηγάδια μου, να λούσεις τα μαλλιά σου.

Κράτα μου το χέρι σφιχτά, πήγαινέ με στα μαγικά σου περιβόλια, κράτα με σφιχτά και τράβα με, μην δίνεις σημασία

Στ' αγκάθια και στις αστραπές.

Έρχεται ο Θάνατος, πάντα έρχεται, να μην τον φοβάσαι.

Μάθε να κοιμάσαι με την ανάσα του σαν δροσερό σύννεφο στο αυτί σου
Ζήσε με την ανακούφιση ότι θα γυρίσεις εκεί που ξεκίνησες
Ό, τι κι αν γίνει
Όσο κι αν χαθείς.

Άσε με να σε προστατεύω, άσε με να ανησυχώ για σένα, άσε το ένα χέρι σου κατειλημμένο από μένα

Άσε με να υπάρχω σαν παρουσία δίπλα σου, το καρδιοχτύπι μου δεν θα σ' ενοχλεί, ούτε τον αέρα θα σου κλέβω,

Θα μιλάω με τις πεταλούδες και θα σου δίνω να φας μέλι τρυφερό,
Θα μυρίζω το φως και θα μείνουμε για πάντα στο σούρουπο, το σκοτάδι δεν θα μας φτάσει ποτέ.
Θα βλέπω το σβέρκο σου και θα σε θαυμάζω, θα τρέχω μαζί σου, το βάρος το απαραίτητο για να σε ησυχάζει, γιατί εσύ τον εαυτό σου σε καρφί τον κρεμάς, σε ξέρω καλά, ξέρω ανθρώπους σαν κι εσένα πολύ καλά.

Μην με κοιτάζεις χωρίς πτυχώσεις, είμαι εδώ μπροστά σου και γίνομαι συντριβάνι, κοίτα το φως πάνω μου

Μην με κοιτάζεις, πάρε το χέρι μου, άρπαξέ με,

Κι εγώ θα σου δώσω όλες τις μνήμες μου σε κρυστάλλινο κουτί όλο μυτερά σκαλίσματα

Κι εγώ θα σου δώσω όλο μου το μέλλον και νύχια που ακόμα δεν έχουν βγει.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Ζητείται βοήθεια

 Πώς ζητάς βοήθεια, όταν...

  • Δεν ξέρεις τι βοήθεια να ζητήσεις;
  • Δεν ξέρεις να ζητάς, γενικά;
  • Δεν ξέρεις σε ποι@ ν' απευθυνθείς;
  • Δεν ξέρεις τι χρειάζεσαι;
  • Δεν ξέρεις όλα όσα θέλεις;
  • Δεν ξέρεις πώς να βοηθήσεις τον εαυτό σου;
  • Δεν ξέρεις πώς να βοηθήσεις τους άλλους;

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Τα κοπλιμάνια

...είναι για τα τζιμάνια.

 Πολλά χρόνια πριν, όταν το χόμπι μου ήταν να κολλάω χαρακτηρισμούς στον εαυτό μου, έψαχνα συνεχώς στο ίντερνετ για "ψυχολογικά τεστ". Είχα κάνει πάρα πολλά.

 Αυτό είχε ξεκινήσει όταν είχα κάνει το τεστ νοημοσύνης της Μένσα, που κρατάει 40 λεπτά, και με είχε βγάλει στο 3%, και είχα χαρεί ανυπολόγιστα. Οπότε γλυκάθηκα, κι έκανα ό, τι τεστ μπορούσα να βρω.
 Θυμάμαι ένα ιστολόγιο, μιας κοπέλας, της Φρανσίν. Είχε συγκεντρώσει πάνω από είκοσι. Η αισθητική ήταν -πλέον- ρετρό, σαν myspace, με μοβ και γκρίζα χρώματα και ιδιάζουσα γραμματοσειρά. Να είναι καλά η Φρανσίν, εκεί που είναι, εγώ είχα χαρεί που είχα βρει την ίδια τρέλα μου κάπου. 

 Ένα απ' τα πολλά, λοιπόν, με είχε βγάλει cottontail. Cottontail, ελληνιστί συλβιλαγός, είναι ένα είδος άγριου κόνικλου που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει λευκές τουφίτσες στην ουρά του, εξ ου και τ' όνομα, και θυμίζει περισσότερο λαγό παρά κουνελάκι. Τι το αξιοσημείωτο έχουν λοιπόν τα κότον τέιλς ώστε, αν ήμουν άλλο είδος ζώου, όχι άνθρωπος, θα ήμουν ένα τέτοιο;

 Ψοφάνε για κοπλιμέντα.

 Οι συλβιλαγοί, σύμφωνα με το τεστ, είναι καλοί, είναι χρυσοί, έχουν τις χάρες όλες, αλλά τρέφονται με κοπλιμέντα. Δώστους φιλοφρονήσεις και πάρ' τους την ψυχή. Μάλιστα δεν το ανέφερε σαν ματσαράγγα, πώς να κάνετε ένα συλβιλαγό να κάνει ό, τι του πείτε, αλλά περισσότερο σαν οδηγίες για ναυτιλλομένους. Πώς να ζήσετε μαζί με ένα συλβιλαγό. Κάνε τους κοπλιμέντα. Ψοφάνε για κοπλιμέντα!

 Και απ' όλα τα ψυχολογικά τεστ που είχα κάνει, αυτό φυσικά μου έμεινε, χτύπησε κέντρο. (Κι άλλο ένα, που έλεγε ότι αν ήμουν χαρακτήρας του Grey's Anatomy, θα ήμουν 100% η Meredith Grey. Τώρα γιατί 100%, δεν ξέρω. Δεν παρακολουθούσα και τη σειρά.) Συνήθως τα ψυχολογικά τεστ του διαδικτύου ήταν ανάλαφρα, διφορούμενα, εύκολα λησμονήσιμα, φτιαγμένα ώστε να δείχνουν, με ανέμελη σιγουριά, ότι δεν υποκαθιστούν καμία ψυχολογική γνώμη και βοήθεια, αλλά αν θέλετε να σπάσετε πλάκα, ή να προβληματιστείτε για κάνα τέταρτο μάξιμουμ, εδώ είμαστε, μην φύγετε απ' τη σελίδα. Αλλά όταν τύχαινε, καλή ώρα, να πετύχει κάτι που με έξυνε κάπως, με πείραζε, συνήθως θύμωνα. Ακούς εκεί, ψοφάω για κοπλιμέντα! Εγώ! Που είχα κάνει παντιέρα το "Δεν πράττω (sic) με γνώμονα την επιδοκιμασία των άλλων". Εδώ γελάμε.

 Η μαύρη και φαιή αλήθεια είναι πως όλοι οι άνθρωποι θέλουμε κοπλιμέντα. Ζούμε μόνο μέσα απ' τα μάτια των άλλων. Αν δεν υπάρχουμε για κανένα, απλώς παύουμε να υπάρχουμε. Αν λαμβάνουμε θετική τροφόδοτηση, γινόμαστε θετικοί, αν μας λένε ότι είμαστε άχρηστοι, αχρηστεύουμε. Σιγά το νέο, αλλά αν συνειδητοποιούσαμε απότομα πόσο εύθραυστοι είμαστε, σαν πηλός ψημένος στον ήλιο, και αρκεί μια σκληρή, εύστοχη κουβέντα για να μας αλλάξει για πάντα, θα αποφεύγαμε συχνά να βρεθούμε στο επίκεντρο των σχολίων και του ενδιαφέροντος. Ή θα το κάναμε, με ένα τεράστιο άγχος να είναι όλα άψογα και η εικόνα που στέλνουμε, ίδια με αυτή που ονειρευόμαστε. Βασικά υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Βασικά, ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που δεν τους νοιάζει να κριθούν και να δεχτούν χαρακτηρισμούς. Βασικά, νομίζω ότι ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι, που έχουν κατακτήσει τον εαυτό τους, με τα ίδια τους τα χέρια, ώστε να μην προσδοκούν κάποιον άλλον να τους τον δώσει, έτοιμο σε συσκευασία δώρου. "Αυτός είσαι! Σε καλή μεριά."

 Παλιότερα έψαχνα εναγωνίως να βρω ανθρώπους να μου πουν τι άνθρωπος είμαι. Όχι στο δίπολο καλό/κακό. Αλλά με χαρακτηρισμούς. Και σαν την πεταλούδα που γητεύεται απ' το φως το θανατερό, ή σαν τους πρωτόπλαστους που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη γνώση και στο άχθος της, ο, τιδήποτε τσουχτερό ή/και αντικολακευτικό μου φαινόταν αληθές. Άκριτα. Επειδή σπάνια ακούμε ένα καλό λόγο ως αυτό καθαθτό αληθή χαρακτηρισμό, κι όχι σαν κοπλιμέντο: σαν ένα καλό λόγο, με ένα σποράκι αλήθεια, με υπέροχο αμπαλάζ, με φωταγωγημένη την καλή πρόθεση να μας ευχαριστήσει. Σαν πίνακας με όμορφα χρώματα, τερπνός κι όχι ωφέλιμος, να μας ξεκουράζει τα μάτια και να μας αγαλλιάζει... μα όχι και να μας προβληματίζει, να μας βάλει να σκεφτούμε, να ανακατατάξουμε, να επανεξεταστούμε. Τα κοπλιμέντα, σαν λουλούδια. Θνησιγενείς χαρές. Όλα τα λουλούδια-μπουκέτα καταλήγουν στα σκουπίδια.

 Ψοφούσα για κοπλιμέντα, αλλά επειδή είχα δει τη διάκριση ανάμεσα στα λόγια μομφής και λόγια επιβράβευσης, ένα κοπλιμέντο για την εμφάνισή μου, φερ' ειπείν, σε ένα ραντεβού, ξεφούσκωνε απότομα και μόνο χαρά δεν μου προκαλούσε. Συχνά αγωνία, να σταθώ στο ύψος των προσδοκιών του αποστολέα. Ήθελα να μου πουν για την πρόοδό μου, για την ενσυναίσθησή μου, αλλά έψαχνα αλλού ντ' αλλού. Πώς μπορείς να ζητάς από αγνώστους αυτό που δεν τολμάς να ρωτήσεις τους οικείους σου! Πόσο εύκολα όμως το κάνουμε ακριβώς αυτό. Ήθελα θετικά σχόλια, σαν επιβράβευση, και παράλληλα ήξερα ότι δεν θα μου χρησίμευαν πουθενά, γιατί τι να το κάνεις ένα σχόλιο κατά παραγγελία; Αν έχω ανασφάλεια για την εξυπνάδα μου (που δεν έχω καμία πλέον, ας είναι καλά η Μένσα) θα ψάξω να βρω ανθρώπους να μου βάλουν, ακουσίως συνήθως, προκλήσεις εξυπνάδας. Κι αν τις πετύχω, θα πω ότι σιγά, στα εύκολα, στα σικέ πάλι αναζητώ να μου βάλουν καλό βαθμό. Να μου κάνουν πατ πατ στο κεφάλι και να μου δώσουν άδεια να συνεχίσω να ζω, να αναπνέω στον ίδιο χώρο μαζί τους. Τέτοια παιχνίδια έπαιζα πολύ σοβαρά, και φαρμακωνόμουν για βδομάδες όταν οι προσπάθειές μου για εκζήτηση, για καλλιέργεια και πνευματική ανάταση δεν έβρισκαν την ανταπόδοση που ακράδαντα περίμενα και πίστευα πως μου ανήκε. Δηλαδή, διάβαζα ένα δύσκολο βιβλίο, και περίμενα ότι τώρα θα μπω στο κλαμπ των μυημένων, θα μου προσφέρουν σαμποάνια και θα πάω εκδρομή μαζί τους σε ένα μαγικό μέρος που θα δω μαζεμένη όλη την ομορφιά του κόσμου.

 Ευτυχώς, η υπομονή μου κουραζόταν κάποιες φορές και απλά αφηνόμουν, και είδα άλλες ομορφιές, χωρίς να μου τις δείξουν. Κέρδος αυτό, μεγάλο. Έφτιαξα τη ζωή μου σιγά σιγά, ό, τι μπορούσα τέλοσπάντων, μου έμεινε η ονειροπόληση και οι φαντασιώσεις του ηδυπαθούς τάνγκο νουέβο σε μια απροσδόκητη στιγμή, σε έναν εξωτερικό κόσμο, με ανθρώπους γύρω οικείους μου να μένουν με ανοιχτό στόμα και να μην μπορούν να πιστέψουν όχι μόνο ότι χορεύω τάνγκο, αλλά το κάνω και τόσο καλά. Τι βάρος κι αυτό. Δοκίμασα να μάθω τάνγκο, μα δεν φτούρησε. Τεράστιες προσδοκίες, μάλλον.
 Κουνελάκι με άσπρη ουρίτσα λοιπόν. Ανασφαλές και γλυκούλι. Ουδέτερο κι ακίνδυνο. Πριν πολλά χρόνια, σε ένα άλλο τεστ, για την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων αυτή τη φορά, είχα βγει -έκπληξις- το άσπρο κουνέλι. Αγχώδες, υποτακτικό, με δέος στους ανωτέρους του. Καθόλου κολακευτική περιγραφή, μα καίρια, πόσο καίρια.

 Σταμάτησα, με τα πολλά, να ψάχνω κοπλιμέντα. Έτσι κι αλλιώς ένιωθα ότι τα ζητιάνευα, και μισώ τον οίκτο, τον μισώ. Και αφέθηκα να κερδίζω τα καλά λόγια, που τα είχα ανάγκη αλλά πια δεν ήθελα να τα έχω ανάγκη, ως καρπούς των δεξιοτήτων μου. Ένα ωραίο γλυκό, λόγου χάρη. Και σταμάτησα να ντρέπομαι που είχα προσπαθήσει πολύ για να μου πετύχει το γλυκό, και αφέθηκα σαν γατί στη λιακάδα να ακούω τι ωραίο γλυκό έφτιαξα. Με αναγκαία αναορά, βέβαια, στη δική μου αυστηρή κριτική στα ντεφό του, τι δεν πήγε τόσο καλά όσο ήθελα/μου άξιζε. Για να προλάβω (...) τα αρνητικά σχόλια που είχα την ατσάλινη σιγουριά ότι να, τώρα θα τα άκουγα. Και θα απογοητευόμουν και δεν θα έλεγα τίποτα να υπερασπιστώ τη ζαχαροπλαστική δυναμική μου. "Ή θα το κάνεις καλά ή δεν θα σε νοιάζει."

 Και προχθές το βράδυ, τσακ, έγινε ένα νερό στην εικόνα κι έλαβα ένα κοπλιμέντο που, κάποια χρόνια πριν, ψόφαγα να το λάβω. Λύσσαγα μιλάμε!

 "Έχεις πολύ ωραία μάτια. Και πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο."

 Από μια σχεδόν άγνωστή μου κοπέλα. Που την είχα δει άλλη μια φορά μόνο για ένα γεια. Άκου κει τώρα.

 Δεν ξέρω αν είπα κάτι άλλο πέραν του απορημένου "σ' ευχαριστώ". Δεν ξέρω πώς γίνανε τα μούτρα μου, όταν μου το είπε, στο άσχετο. Αλλά δεν το είπα σε κανένα, και το κρατάω μέσα μου. Πόσο προσευχόμουν, παλιότερα, να μου πουν ακριβώς αυτά τα λόγια!...

 Σαν να μεγάλωσε το κουνελάκι, και δεν χρειάζεται πια άδεια για να ζήσει και να είναι όμορφο, αν αυτό το χαρακτηρισμό θέλει να έχει. Σαν να μην χρειάζομαι, ή να παραιτήθηκα της προσπάθειας, να βρω μέσα στους άλλους την αυτοεκτίμηση που μου έλειπε. Σαν να το χώνεψα πια, πως πάει, κι αυτό (ακόμα) πρέπει να το βρω εγώ, να το φτιάξω εγώ. Κοιτάζοντας πίσω, καταλαβαίνω το κέρδος μου, και την πολυτέλεια που είχα, να φτιάξω εγώ τον εαυτό μου, με τα υλικά που ήθελα και τις άτσαλες βελονιές μου. Μα τότε μου φαινόταν βουνό, να βρω το κέντρο βάρους μου και να μην νιώθω μειονεκτικά που έγινα κάτι που δεν πληροί τα μέτρα και τα σταθμά της παιδικής μου ηλικίας. Τώρα;

 Τώρα που δεν χρειάζομαι κανέναν να μου πει ότι έχω ωραία μάτια, (γιατί πολύ απλά λατρεύω τα μάτια και τα φρύδια μου, και δεν με νοιάζει καθόλου αν θεωρούνται όμορφα) ή ιδιαίτερο πρόσωπο (γιατί βλέπω ότι με θυμούνται πωλητές που με είδαν πριν από πέντε χρόνια, και έχω επίσης μηδενική φωτογένεια)... τώρα μου το είπαν. Όχι σαν φιλοφρόνηση για να έρθουμε πιο κοντά, ή για να τους συμπαθήσω, ή για να νιώσω άνετα. Αλλά σαν γεγονός που αξίζει κανείς να παρατηρήσει, ίσως και να θαυμάσει, τολμώ να είπω. Σαν ένα ουράνιο τόξο.

 Τι αστεία που είναι η ζωή, όταν είναι απροσδόκητη.

 ΥΓ: Είχα ντυθεί πολύ όμορφα, γιατί ήταν Πρωτοχρονιά και κυρίως, ήθελα να βάλω κάτι που μου είχε κάνει δώρο ο Γ. στα γενέθλιά μου και θα πηγαίναμε για τραπέζι σπίτι του. Χάρηκε που το έβαλα, και χάρηκα κι εγώ, δυο φορές. Κοίτα να δεις, πώς αλλάζουν οι προτεραιότητες, σαν μέσα σε όνειρο.

Το τάνγκο που λέγαμε.