Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

The sudden impossibility

Να μην κρατάς μέσα σου, ούτε βαρίδια ούτε άνθη, να μην νοιάζεσαι
Ούτε για κούκλες σκονισμένες στα κουτιά τους
Ένα πουλί χωρίς όνομα πετάει τρομακτικά και τρομαγμένα
Θυμάμαι τη βαλσαμωμένη πάπια με τα ορθάνοιχτα φτερά
Που είχε κρυσταλλώσει τον τρόμο της ο ταριχευτής
Πόσο άσχημο κι αυτό, να θέλεις πτώματα για διακοσμητικά
Αγρίμια που κυνήγησαν άλλοι και σου χαρίσαν τις προβιές του
Και τα κέρατα τα δόντια τα οστά
Να στολίζουν μπράτσα και στέρνα γαλακτερά, αμάθητα, αηδιαστικά προστατευμένα.

Κλείνει η πόρτα να κοιμηθώ και θυμάμαι αυτόματα το σκοτάδι το παιδικό
Που δεν το φοβήθηκα ποτέ, μόνο τις σκιές φοβόμουν πάντα και ούρλιαζα από απόγνωση
Και ουρλιάζω ακόμα με φιμωμένη απόγνωση, για την αδικία, την τρομερή αδικία
Και βαναυσότητα του κόσμου και την αδικία και ποτέ να μην ζητάει κανείς συγγνώμη
Συγγνώμη όπως πρέπει όμως, με κλάμα και συντριβή και πολλή ντροπή και περισσότερο θάρρος
Όχι πλέον η συγγνώμη σερβίρεται σε ασημένιο δίσκο και σκουριασμένο μαχαίρι στον κρόταφό της
Η συγγνώμη είναι τιμή, πρέπει οπωσδήποτε να τη δεχτείς και να πεις ευχαριστώ
Ευχαριστώ να πεις που κάποιος σου ζήτησε συγγνώμη.

Άλλο ουρλιαχτό να μου πνίγει τα μαλλιά δεν έχω τώρα,
Θα πρέπει να κοιμηθώ και να φτιάξω το νανούρισμα και να ξεχάσω
Ν’ αναπνεύσω ήσυχα κι αθόρυβα και να μην κλάψω, να βγει ωραίος φωτογενής αναστεναγμούλης
Και να κοιτάξω τα μάτια μου και απλά να χτενίσω τα μαλλιά μου
Και να συνεχίσω να καίω τις απογνώσεις μου
Να τις καίω και να βγαίνει καπνός μόνο απ’ τα ρουθούνια μου
Μόνο όσο καπνίζω. Να μην φαίνεται άσχημο, γι’ αυτό.
Να μην φαίνεται ότι κάτι καίγεται.



Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Χθες βράδυ.

Τη χθεσινή μέρα έκλαψα από το άδικο
Η κίνηση ήταν λίγη και το τρόλεϊ πήγαινε αργά
Το ‘χε βάλει σκοπό να αργήσω
Δεν ξέρω ακόμα γιατί με εκδικείτο ο οδηγός
Δεν ξέρω αν τα τρόλεϊ δεν τρέχουν
Αλλά ξέρω πως έτρεξα να προλάβω και πρόλαβα
Δεν πήγα ούτε σε ένα σημείο με το πάσο μου
Έτρεξα κι εκεί που δεν χρειαζόταν
Και πρόλαβα το τρόλεϊ που θα με πήγαινε στο λεωφορείο
Που θα με πήγαινε στο σπίτι μου.

Και το τρόλεϊ αργούσε επίτηδες. Το ήξερα.
Το ξέρω και το καταλαβαίνω όταν γίνεται.
Πότε το πορτοκαλί γίνεται πράσινο και πότε κόκκινο.
Σήμερα για παράδειγμα ο οδηγός ήταν γρήγορος και σβέλτος.
Κι εγώ περίμενα 6 ολόκληρα λεπτά. Χαλάλι.
Χθες όμως το τρόλεϊ ήθελε να χάσω το λεωφορείο μου. 
Και να περιμένω πάνω από δώδεκα λεπτά για το επόμενο.
Είχα κάνει τόση απίστευτη προσπάθεια και δεν το σεβάστηκε.
Δεν με σεβάστηκε, και δεν θα τιμωρηθεί και ποτέ. Ποτέ.

Είδα στο βάθος το λεωφορείο να βγάζει του μουσούδα του.
Προσευχόμουν το φανάρι να το καθυστερήσει.
Σταμάτησε όντως, και σταμάτησε αδικαιολόγητα και το τρόλεϊ.
Αδικαιολόγητα. Άδικα. Απύθμενα άδικα κι ατιμώρητα.
Άρχισα να τρέχω με τη γελοία μου όψη.
Να τρέχω να τρέχω να τρέχω να τρέχω. Αδιάκοπα.
«Πού πάω», σκέφτηκα. «Θα τρέξω όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι;»
«Θα τρέξω κι ό, τι γίνει». Δεν μπορούσα να σταματήσω και να χάσω.
Δεν θα άφηνα τον οδηγό του τρόλεϊ να με νικήσει.
Δεν θα άφηνα την αδικία να δράσει ανενόχλητη.
Έτρεξα, έτρεξα και πάλι, γρήγορα και χωρίς να το υπολογίζω. Πόσο έτρεξα!
Όλα τα φανάρια μου ήταν πράσινα. Όλα. Ήξεραν κι αυτά την αδικία και δεν ήθελαν να μείνει αδικία.
Έτρεξα έτρεξα μέχρι να φτάσω στην επόμενη στάση.
Και περίμενα περίπου είκοσι πέντε δευτερόλεπτα να έρθει.
Βρήκα την ανάσα μου. Λίγοι επιβάτες. Έτρεξα αλλά δεν έχασα το λεωφορείο.
Ίσως έγινα ρεζίλι αλλά δεν με νοιάζει.
Έφτασα σπίτι μου νωρίτερα.
Πάνω από δέκα λεπτά νωρίτερα.
Δέκα λεπτά δικά μου. Που τα άξιζα και είχα τρέξει γι’ αυτά.

Δέκα λεπτά.

Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Μικρότερος τρόμος.

Η αγάπη που ζητάς στ’ αστέρια θα καεί
Το δάκρυ σου γεννάει αρχαία προσευχή.
Μην ζητήσεις μόνο αυτό που δίνει η ζωή
Μιας πεταλούδας τη μεταξωτή αναπνοή.

Κρατήσου στη σκουριασμένη κουπαστή
Και κοίτα τα βουλιαγμένα πλοία σου εκεί
Βουβά αλυχτάει το παιδικό σου το σκυλί
Και η άγρια γοργόνα πίνει αίμα η τρελή.

Τα δόντια σου τρίξε και ρούφα την κραυγή,
Θα είσαι πάντα το ίδιο αξιολύπητο παιδί.
Σαν μεγαλώσεις αρκετά θα δεις κι εσύ
Τον ήλιο πώς λατρεύουνε, ανθρώποι και θεοί.

Ένα καθρέφτη κλέψε και δες με προσοχή
Πώς οι πόθοι λιώνουνε στης λάσπης τη σιωπή.
Λουκέτα σπάσανε και χάθηκαν γιατί

Κανείς δεν άφησε στην τύχη ένα φιλί.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ένας τρόμος.

Να μην θυμάσαι όλες τις δαγκωνιές που φίμωναν κραυγές
Και τις αστείες προσευχές
Το κλάμα που πέτρωσε από πείσμα
Και τα λουλούδια χωρίς όνομα που βγήκαν απ’ το σκουριασμένο σύρμα.

Μια αγκαλιά σου δώσε μου χωρίς να το σκεφτείς
Μην περιμένεις να στο πω γιατί πάντα θα ντρέπομαι
Δεν ζητιανεύω, δεν ποθώ, σαν το νερό χρειάζομαι
Την ακέραια βεβαιότητα μιας αγάπης στέρεας κι απλής.

Σε διαδρόμους σκοτεινούς έχασα ένα κοχύλι
Που δεν θυμάμαι την όψη του, μα νιώθω το κενό
Στην καρδιά μου χάσκει ακούφωτο ένα μεγάλο παραθύρι
Να πρέπει τον άγριο, γλυκό, αμείλικτο αγέρα ν’ ανεχτώ.

Μη με ρωτήσεις τι σκέφτομαι, ποτέ δεν θα σου πω
Δεν θα φορτωθείς άλλο ένα ενάλιο μυστικό.
Κι αν σε πονάει που δεν ξέρεις τι μουσική κρύβω στους αναστεναγμούς,
Για σένα σκοτώνω αγκάθια κι ανόητους καημούς.

Στη ζωή που φεύγει ορκίσου μου, σε όλες τις στιγμές,
Δεν θα προδώσεις ό, τι ονειρευόσουν μέχρι χτες.
Κι αν γίνουν τα μάτια μου ερειπωμένες φυλακές,
Ορκίσου μου θα φύγεις μακριά, εκεί που κοιμάται ο ήλιος.

Το ήμερο θηρίο κάθε μέρα θ’ αλυχτά,
Κι ας έχει κομμένα δόντια και βλέμματα απλανά.
Μην βάλεις στόχο στη ζωή σου συνεχώς να το νικάς,

Αυτό θα φλέγεται μόνο όταν ξημερώσει ο άγιος Λύκος.

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Θυμάσαι τη Θαλασσινή;

Μια Δευτέρα θέλω να έρθει, και να πάω εκδρομή. Λύπη στην καρδιά μου, και ατελείωτη προσοχή, μην πέσει και τσακιστεί. Τι θα γίνει ο κόσμος μας, αναρωτιέμαι, όταν πεθάνουμε ή όταν μεγαλώσουμε; Κρατάω σφιχτά τις καραμέλες που μου χάρισαν παιδί και ουρλιάζω από μέσα μου από συνήθεια, και για να ξεσπάω πού και πού να ξεσπάω, έτσι για να μην λέω ότι τα κρατάω όλα μέσα μου. Τα μούρα και οι βανίλιες είναι διαφορετικά φρούτα και σκέφτομαι όλες τις γεμιστές τάρτες-πίτες που μπορείς να φτιάξεις με έτοιμη κονσέρβα κεράσια Κύκνος. Τι λέξη κι αυτή, Κύκνος, με το ύψιλον που προφέρεται κάτι σαν ι και ου, σαν u, Κuκνος, Κούκνος, Κιούκνος, τι δυνατό ζώο, πολύ επιβλητικό, φαντάζομαι όταν θα ανοίγει την αγκαλιά του είναι σχεδόν φοβερό. Τα γράφω αυτά για να κάνω κάτι, το λες και πρόοδο, και γενικά σήμερα έχω ψιλοβαλτώσει και γενικότερα αυτές τις μέρες. Μεγάλωσα με timeline κι έλεγχο, τώρα που δεν τα έχω μου λείπουν, μα έχω πολλή ανησυχία οπότε πιστεύω μπορώ να δίνει μαλακά παυσίπονα και να μην με νοιάζει αν ο κόσμος σταματήσει να υπάρχει όπως τον ξέρω και τον έχω συνηθίσει αύριο, ίσως και χθες. Μια κορδέλα από ελαστικό τούλι σκέψου και πάνω της λευκά κεντίδια, και άραγε θα φύγει ο θυμός σου; Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν απ’ τη ζωή μας κάθε μέρα, και δεν πίστεψες καν ότι ήμουν ειλικρινής. Τι φοβερή, φοβερή αλαζονεία, από δικιά μου εμπειρία μιλώ, να νομίζεις ότι βλέπεις κάτι που κανείς άλλος δεν το βλέπει, να νομίζεις ότι εσύ έχεις μόνο πρόσβαση στην ανόθευτη, απόλυτη αλήθεια, και πόσο μειωτικό για σένα, για τη ζωή σου, να πετάς τον οίκτο σου σαν τσαλακωμένο χαρτάκι. Έχω θυμώσει τρομερά μαζί σου, πιο πολύ με πνίγει η αδικία, η αδικία που δεν μπορώ να σου μιλήσω ανοιχτά γιατί έχεις βγάλει τα συμπεράσματά σου και την κοσμοθεωρία που σε βολεύει, με πληγώνει τρομερά που αυτό που φοβόμουν έγινε, λες να το προκάλεσα εγώ; Μα δεν ωφελεί να παίρνω την ολοκληρωτική ευθύνη, ποτέ δεν την έχει ένας άνθρωπος μόνο, ποτέ, ποτέ. Και πιο πολύ τρελαίνομαι στην ιδέα ότι εσύ δεν το σκέφτεσαι καθόλου όλο αυτό, απλά τακτοποίησες την εκκρεμότητα και την τίναξες από το πέτο σου, και κράτησες για σένα όλες τις αγαπημένες σου λέξεις και καταστάσεις. Ποτέ δεν θα σου έλεγα κατά πρόσωπο «λυπάμαι», που δεν έχει και πολλή απόσταση από το «σε λυπάμαι», αλλά μέχρι το σημείο που μ’ άφηνες συμπάσχω, συμπάσχω με την ανάγκη σου να γίνεις κάτι άτρωτο και στιβαρό, να μη δει κανείς ποτέ ούτε μια ρωγμή, παρά μόνο αυτές που σε έχουν σημαδέψει αλλά δεν φταις εσύ. Το χειρότερο είναι πως αμφιβάλλω για τη δικιά μου αλήθεια, μ’ έκανες ν’ αμφιβάλλω για τα δικά μου αισθήματα, και όχι απλά να παραδεχτώ ότι έκανα λάθος, που δεν πήρες ένα τηλέφωνο με τρομάζει, ένα τηλέφωνο, κι έχεις πρώτα πρώτα τις δικαιολογίες έτοιμες και στρωμένες. Έχω θυμώσει πολύ μαζί σου και καλά κάνω, γιατί δεν ευαγγελίζομαι ποτέ πως έχω δίκιο, αλλά πάντα το συζητάω και το κοσκινίζω όσο περισσότερο μπορώ, και τότε μόνο μου δίνω το δικαίωμα της αμφιβολίας, ενώ εσύ άγεσαι και φέρεσαι από τα συναισθήματά σου και δεν αμφιβάλλεις ποτέ, ποτέ, ποτέ. Για να το νιώθεις, υπάρχει. Για να υπάρχει, υπάρχει λόγος. Και πάντα φταίει κάποιος άλλος, ποτέ εσύ. Και μετά, όταν σου συζητάω λογικά, ή με τον τρόπο που βολεύει εμένα, δυσφορείς κιόλας! Έχω θυμώσει μαζί σου πολύ, αλλά και με μένα – μα ξέρω ότι δεν μου έχεις αφήσει κανένα περιθώριο, τίποτα, έχεις εκμεταλλευτεί την παγωμάρα σου για να σφραγιστείς ερμητικά και φυσικά να στάξεις και βουλοκέρι. Δεν φταις πια, το έχεις δηλώσει, δεν έφταιξες ποτέ. Δεν θα ζητήσεις ποτέ συγγνώμη και δεν θέλεις να γυρίσεις πίσω σε θέματα που νομίζεις ότι τα έχεις λύσει επαρκώς, δεν θέλεις και δεν αντέχεις. Και δεν θα στα τρίψω ποτέ στη μούρη. Αν θέλεις όμως να φύγω απ’ τη ζωή σου, ζήτα το. Ζήτα το. 

Θα στο ζητήσω εγώ. Και αν μου περάσει ο θυμός και δω ότι έκανα ένα τεράστιο λάθος, θα ξέρω ότι δεν θα διστάσω στιγμή να επανορθώσω, αλλά θα έχω μείνει ειλικρινής μες στη βλακεία μου, τη θολούρα μου, την ανασφάλειά μου… Θα ξέρω ότι είμαι ανεπαρκής πλέον, θα αποσυρθώ ήσυχα. Αλλά δεν θα σου επιτρέψω να γράψεις ένα μονόπρακτο με όλη την πρόζα πάνω σου. Δεν θα επιτρέψω να απλώσεις τη μοναξιά σου πάνω μου. Είναι ντροπή, είναι ντροπή πραγματικά να περιμένεις με τα καλοακονισμένα σου δόκανα, και με θυμώνει περισσότερο απ’ όλα ότι ποτέ δεν με ρώτησες τίποτα στο μεταξύ διάστημα. Απαξίωσες. Απαξιείς. Έχεις «άλλα πράγματα ν’ ασχοληθείς». 

Και νομίζεις ότι αν υποβιβάσεις τον παρατηρητή, θα διαγράψεις και όλα όσα είδε. Είδα πολλά και ποτέ δεν θα στα τρίψω στη μούρη… Και θέλω το ίδιο από τους κοντινούς μου ανθρώπους. 

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Τη γιορτή μου ήταν εδώ, στα γενέθλιά μου θα λείπω.

 Αστείο αλήθεια. Οι ώρες κυλάνε αργά και τεμπέλικα και σκαρφίζομαι τρόπους να παρατείνω την ησυχία μου απ' τη μια, να ξεγελάσω τα ρολόγια και να τρέξουν πιο γρήγορα, ο χρόνος δεν τρέχει βέβαια, κυλάει τσουλάει, δεν τρέχει πάντως, ουτε πάει αργά, εσύ τρέχεις ή δεν τρέχεις αναλόγως αυτόν, να το θυμάσαι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Μια χρυσή Μονόπολη λοιπόν, δώρο μ' ένα χρυσό άρωμα, αρκετά ενδιαφέρον αν δεν ήταν τόσο φοβερό, όχι φοβερό, δεν είναι φοβερό ακριβώς, αλλά κοίτα να δεις που με θεωρώ πολύ γκετ τουγκέδερ και ότι ξέρω από μάρκετινγκ και αγορές, και το σιχαίνομαι αυτό το άρωμα εντωμεταξύ, το σιχαίνομαι, κι όμως μπήκα στη σκέψη, μήπως να το αγοράσω να μου μείνει η χρυσή Μονόπολή; Δεν παίζω Μονόπολη, αλλά θα ήταν κομψό κι αστείο, και μόνο σαν πρόταση, θέλεις να παίξουμε Μονόπολη, έχω μια χρυσή. Κατευθείαν σκέφτηκα τον Μ., να του κάνω δώρο το άρωμα, θα του αρέσει λέω σχεδόν σίγουρα, και να κρατήσω τη χρυσή Μονόπολη. Μάλλον μου λείπει πολύ ο Μ. και δεν αφήνομαι αρκετά ούτε στο παραμύθιασμα ότι μπορεί κι εγώ να ελκύομαι από διαφημιστικές πρακτικές που έχουν εμένα στόχο κι άλλα πολλά εκατομμύρια. Το μήλο έχει πολλά χρώματα, το πορτοκάλι μόνο ένα. Το τίμημα να δίνεις τ' όνομά σου σ' ένα χρώμα. Φαντάσου χρώμα, "μηλί", τι αστείο, αν και υπάρχει χρώμα σάπιο μήλο, τι ανόητο όνομα για ένα μάλλον δημοφιλές χρώμα, τα πλήκτρα μου είναι μαύρα, θυμάμαι τους παλιούς υπολογιστές που είχαν αυτό το φαιόγκριζο μπεζ χρώμα, μπορεί να ήταν και πράσινο, ή καφέ. Θα ήθελα να ξέρω να γράφω τυφλό, δεν το έχω ψάξει ακόμα στο Ίντερνετ γιατί φοβάμαι ότι είναι πλήρως ακατόρθωτο, και ο τρόπος μου μου γράφω με δύο δείκτες, κομψά και σχετικά γρήγορα πάντως, είναι πλήρως λανθασμένος και γενικά το φοβάμαι πολύ, πολύ αυτό, να μου πουν τινα ωραίαν πρωίαν ότι γενικά πράττω πλήρως λανθασμένα, πλήρως όμως, δεν σώζομαι καθόλου, και χάρη μου κάνουνε στην τελική που ζω ακόμα. Να γιατί μ' αρέσει το ελεύθερο γράψιμο, όλοι πρέπει να το κάνουμε από καιρού εις καιρόν, βγαίνουν όλα τα κλισεδάκια σου, τα αγκαθάκια σου που τα έχεις ξαναβγάλει και ξαναπεί πολλές φορές, τόσες που τις έχεις σιχαθεί, και όμως υπάρχουν ακόμα εκεί, κάτι μου λέει ότι θα υπάρχουν πάντα εκεί, θέλω όμως κι άλλα, θέλω να φυτρώσουν και πολλά λουλούδια, στο κάτω κάτω υπέμεινα τα αγκάθια μου κι έσκαψα με τα μέλη μου το χώμα, έκανα δουλίτσα, θέλω λουλουδάκια. Δεν θέλω πια σπάνιες ορχιδέες και υπέρκομψα, φοβιστικά  υπεράνθη, θέλω όμως χρώματα και μεταξωτά πέταλα, σαν τις παιώνιες ή τις ανεμώνες, πολλά λουλουδάκια που τα αγαπώ πολύ, τόσο πολύ που δεν έχω στο μπαλκόνι μου, θέλουν ήλιο κι εγώ δεν έχω. Θέλω πολύ να φτιάξω το μπαλκόνι μου πραγματικά αλλά παραείναι εκτεθειμένο και τι ωραία που θα ήταν να ήταν σε ψηλό όροφο ή έστω να έχει μια ωραία θέα. Θα ήθελα λέει να έχω κάλλες σε πολλά χρώματα, και γαρίφαλα, και φυσικά αρωματικά, βασιλικούς, μαϊδανά και τα τοιαύτα, παλιά οι σκέτες πρασινάδες μ' ενοχλούσαν, ήθελα τα πολύχρωμα λουλούδια, τώρα δεν με πειράζουν, ίσα ίσα που είναι σκέτη ζωή. Τι άλλα λουλούδια δεν ξέρω, εκτός από χρώματα, μαργαρίτες όμορφες και πολύχρωμες. Ήρθε το καλοκαίρι και ο ήλιος, ντύνομαι με εκτεθειμένα τα χέρια μου, έχω βγάλει το δαχτυλίδι μου και δεν ξέρω, νιώθω διαφορετικά. Γρήγορα που αλλάζει ο κόσμος, ο εαυτός μας, η ζωή. Πόσο γρήγορα. Και πονώ από συνήθεια, σαν να χρωστάω πόνο. Μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Μπορώ να αγοράσω κάτι που δεν χρειάζομαι. Μπορώ να κάνω ένα ταξίδι ή να χτυπήσω τατουάζ. Μπορώ να κάνω ωραία δωράκια, μικρά όμορφα χαζοδωράκια. Πόσο χαίρομαι γι' αυτό, πόσο; Λίγο μάλλον, γιατί μπερδεύομαι και πονάω για τα παλιά και χαίρομαι με τα καινούρια κι αγχώνομαι για τα μελλούμενα που είναι και τα δυο. Και φοβάμαι, φυσικά. Και θυμάμαι τα γατάκια. Τι ψυχούλες αυτά τα γατάκια. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα πιο τρυφερό από ένα μικρό γατάκι. Τα κλαδία μου θρόισαν ανακουφισμένα, και ένα μικρό πουλί με χρυσαφιά ματάκια πέταξε στο παράθυρο του ονείρου που είχα δει πρόπερσι τέτοιο καιρό. Θα πλάσω με κερί και μέλι μερικές στιγμές και θα τις πετάξω μακριά, μακριά, να τις βρω όταν φτάσω. Συνεχίζω να γράφω και δεν θέλω να αγχώνομαι. Ο αέρας θα είναι απαλός και δροσερός, θα μυρίζω την κάψα της πόλης και δεν θα μου φαίνεται τίποτα περισσότερο. Μια έννοια μόνο, σαν κορόνα, σαν σκίτσο πολυκαιρισμένο και τόσο ρεαλιστικό που το φοβόμουν. Οι μπίλιες μου να βαραίνουν την καρδιά του παιδιού που ήμουν κάποτε. Θυμάσαι τον τρελό καθηγητή που είχε πέντε πτυχία και ξόδευε όλα τα λεφτά του στα μολυβένια στρατιωτάκια; Πεθύμησα το ψάρι και τη θάλασσα, να τραγουδήσω εκεί που κανείς δεν θα μ' ακούσει. Τι ωραία που θα είναι. Δυο μέρες μόνο - δυο μερούλες. Δεν θα προλάβω και πολλά, αλλά θα φάω και θα πιω και ευελπιστώ να βάλω τα κλάματα. Ένα τριαντάφυλλο πεθαίνει όταν ανοίξει όλα τα πέταλά του. Μια φιλία μου χάνεται επειδή δείξαμε τα μέσα μέσα μας. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Άραγε θα με πάρει κανένα τηλέφωνο, ποτέ; Δεν θέλει, και δεν θέλω ούτε εγώ, εδώ που τα λέμε. Αλλά δεν θέλω να το παίζει θύμα στις πλάτες μου. Αστείο ε, το έχω κάνει αυτό πολλές φορές. Μισούμε αυτό που μας θυμίζει τ' άσχημά μας, πάντα.