Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Αρωματωμένα

 Η τελευταία μου εμμονή είναι οι κολόνιες. Τα αρώματα. Η όσφρηση.

 

Ποτέ δεν είχα κόλημμα με τα αρώματα – με τα ρούχα, ναι! Αλλά ποτέ δεν με συγκινούσαν οι αρωματισμένες σελίδες στα περιοδικά. Λάτρευα βέβαια τις διαφημίσεις των αρωμάτων, έντυπες και στην τηλεόραση, γιατί ποιος δεν τις λάτρευε; Ήταν φτιαγμένο έτσι, να σου μεταδίδει μια αίσθηση, ένα χαρακτηρισμό.

Οι διαφημίσεις που με έπιαναν είχαν όλες μια κοινή συνισταμένη: αγέρωχη. Απόσταση. Κλειστό στόμα, διεισδυτικό βλέμμα κατευθείαν στο φακό. Αυτό ποθούσα, και μερικές φορές, χρόνια πολλά αργότερα, έχω την αίσθηση ότι μεταδίδω την ίδια αίσθηση.

 

Η Μ είχε κόλλημα με τα αρώματα! Τα αγαπάει ακόμα πολύ. Ξέρει και ποια της ταιριάζουν, και το έψαχνε πάντα. Τη θυμάμαι να κρύβει τα εφηβικά της body sprays, αργότερα να μυρίζει γλυκά, λευκά λουλούδια, μερικές φορές πιο καραμελένια, άλλες φορές νυχτολούλουδα και γαρδένιες. Δεν μπορώ να τη φανταστώ να μυρίζει θυμίαμα, ας πούμε, ούτε κανελογαρίφαλα, και ποτέ μα ποτέ βανίλια – εκτός αν ήταν κέικ βανίλια.

 

Το πρώτο μου άρωμα ήταν το γουάητ μασκ του μπόντυ σοπ! Ένα τόσο δα μπουκαλάκι, γυάλινο, οβάλ, με λευκή ετικέτα κρυμμένη στον πάτο του. Ήταν γιούνισεξ, και θα πρέπει να το φόρεσα 4-5 φορές, γιατί μου ήταν αδιανόητο, εντελώς αδιανόητο, να φοράω κάθε μέρα άρωμα. Το κρατούσα για εξαιρετικές περιστάσεις λοιπόν, μέχρι που κάποια στιγμή...αγνοείται η τύχη του. Τι να έγινε το μπουκαλάκι μου; Χάθηκε, πετάχτηκε, κλάπηκε; Αναρωτιέμαι αν το μυρίσω σήμερα, θα θυμηθώ τα μυστικά που είχα τότε; Πάντως ο μόσχος μ’ αρέσει πολύ. Ίσως λόγω αυτού.

 

Το επόμενο άρωμα ήταν δώρο από το εξωτερικό, η ντήζελ πλας πλας. Τι όμορφο άρωμα, σε κουτί και μπουκαλάκι που θύμιζαν συσκευασίες γάλακτος, πόσο πρωτοποριακό! Πωλείτο στο σούπερ μάρκετ τότε. Πια έχει καταργηθεί. Κι εδώ λευκός μόσχος, φρεσκάδα, και μια ζωηράδα σχεδόν sport. Ήταν άρωμα για νεολαία, κλάμπινγκ και εξάντληση. Εννοείται δεν το τέλειωσα, το φορούσα στις βραδινές μου κι απογευματινές εξόδους, που είχαν αυξηθεί σημαντικά ευτυχώς. Έχω κρατήσει το μπουκαλάκι. Δεν έχει χαλάσει πάρα πολύ το άρωμα, το φόρεσα ξανά την προηγούμενη βδομάδα, ενώ δεν είχα ασχοληθεί μαζί του για τουλάχιστον μια δεκαετία. Τι έκπληξη. Μυρίζει όμως και λίγο ξινισμένο.

 

Επιτέλους – διάλεξα κι εγώ ένα άρωμα, τη Λευκή του Γκωτιέ. «Μυρίζεις σαν επιτάφιος» ήταν το πρώτο, αρκετά ανορθόδοξο αλλά, στην τελική, εύστοχο σχόλιο. Έντονα λουλουδάκια εσπεριδοειδών, γλυκόξινα, αιχμηρά, στη βάση ένα δυνατό σαπούνι, μια αίσθηση αρωματισμένης κρέμας. Ενώ το αγαπούσα, δεν το φορούσα κάθε μέρα, ούτε καν! Μου φαινόταν πολύ έντονο. Κανείς ποτέ δεν μου το είχε πει, εγώ το φοβόμουν. Μην μυρίζω έντονα, ντροπή! Τι ωραίο, υπέρκομψο μπουκάλι. Ακόμα το έχω. Η κολόνια δυστυχώς έχει κι αυτή ξινίσει, μου θυμίζει κάτι πολύ συνθετικό, σαν συντηρητικό τροφίμων.

Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε «τι φοράς», ώστε ν’ απαντήσω με το ύφος των ονειροπολήσεών μου «τη Λευκή του Γκωτιέ».

(Εκείνη την περίοδο θα πρέπει να χτύπησα από έρωτα πρώτη φορά – και θυμάμαι μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά. Αργότερα έμαθα ότι η μυρωδιά ήταν η Κλασική του Γκωτιέ. Την ξαναβρήκα στο σαπούνι μόσχου του Παπουτσάνη!)

 

Πάλι μόσχος το επόμενο άρωμα – ακόμα πιο συνειδητοποιημένη επιλογή. Ναρκίσο Ροντρίγκες, παρφούμ γι’ αυτόν, από τη συλλογή μόσχου. Τι πανέμορφο μπουκάλι. Σαν καθρεφτένια νερά σε μαρμάρινο πηγάδι. Υπέροχος μόσχος, καθαρός, γλυκούλης, ψυχρός, μετρημένος, χαμηλότονος και σοφιστικέ. Έχω ακόμα το άρωμα, κοιμισμένο στο κουτάκι του. Έχει μείνει λίγο άρωμα. Δεν έχει χαλάσει. Το έχω πολλά χρόνια. Το αγαπώ.

Μου θυμίζει δροσερές νύχτες και τα πρώτα βήματα του αγριοκάτσικου που ήμουν, έτρεμα, δεν κινδύνευα όσο νόμιζα, επιβίωσα. Μου θυμίζει μια κοπέλα που της άρεσε το ίδιο άρωμα, το είχε μυρίσει σ’ ένα φίλο της, και ήθελε να το πάρει κι εκείνη. Δεν το βρήκε. Πήρε το σκέτο μόσχο του Ναρκίσο.

 

Αλλαγή πλεύσης, πάμε στα παππουδίστικα! Πόσες φορές τυχαίνει να δοκιμάζεις ένα άρωμα, και 12 ώρες μετά, σε μια τρυφερή αγκαλιά, να σε ρωτά η μαμά σου «μα τι φοράς και μυρίζεις ωραία;» ...λίγες. Αν ακόμα ψάχνεις τα πατήματά σου και τρέφεσαι με ετεροπροσδιορισμούς, το συμπληρωματικό της σχόλιο «μυρίζει κλασικό, αντρικό, βαρύ άρωμα!», πάει, ξέρεις ποια είναι η επόμενη αγορά σου. Καρτιέ. (Μα πόσο αριστοκρατικό.) Ρόουντστερ! (Εγώ δεν οδηγώ καλά καλά πατίνι, αλλά άλλο θέμα). Μύριζε υποτίθεται μέντα. Μου θύμιζε κάτι μεταλλικό, ξινό, σαν φρεσκοκιμμένη χλόη, με δροσοσταλίδες. Κι αυτή η κολόνια μου, όπως και οι προγούμενες 4, καταργήθηκαν.

Περίεργο, ναι. Ψιλοεξηγείται όμως. Εικάζω. Τελοσπάντων, τη βρήκα τυχαία σ’ ένα μαγαζί στο Ναύπλιο – ρώτησα από συνήθεια, εισέπραξα συνηθισμένη άρνηση, έφυγα, και άκουσα μια φωνή... «Την έχουμε». Ήταν η πωλήτρια, είχε βγεί στο δρόμο. Αυτή τη βαριά, κλασική, βίντατζ κολόνια την είχα επίσης για εξαιρετικές περιστάσεις, ώσπου χάλασε και ξεθύμανε και όταν τη φοράω κρατάει ένα μισάωρο το μέγιστο.

 

Η επόμενη κολόνια ήταν δώρο της Μ και αποφάσισα να την τελειώσω. Την είχα καθημερινά μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου κι έβαζα μια, δυο ψεκασιές. Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε τι μυρίζω (Τζέντλεμαν του Ζιβανσί) και αμφιβάλλω αν θα την αγόραζα εγώ ποτέ. Ίριδα, λεβάντα, και κάτι πολύ συνηθισμένο. Κομψό, διακριτικό, αλλά καθόλου εκκεντρικό. Ωστόσο ήταν ένα πολύ τρυφερό δώρο και χάρηκα που την τέλειωσα. Μακάρι να είχε και την ίδια μοίρα η Καρτιέ!

 

Τον τελευταίο μήνα, που ανακάλυψα τα φτηνά αρωματοπωλεία, τρελάθηκα – σαν κυνηγόσκυλο, αναζητώ κρυμμένους θησαυρούς, παντού! Και όποιος ψάχνει, βρίσκει.

 

Τα χριστούγεννα αγόρασα 2 αρώματα για δώρο. Και ξανά προχτές. Και ήδη πήρα 2 αρώματα για μένα, και τα δύο μάλιαστα, μυρίζουν τριαντάφυλλο, και το ένα, αν έχεις το θεό σου, έχει κι αυτό καταργηθεί!

 

Τι ωραίο θα ήταν, να έχω ένα άρωμα τόσο προσωπικό όσο το στιλ μου. Όχι άψογο, ούτε βαρύ, ούτε έντονο, αλλά στιλπνό, και λαμπερό, ευδιάθετο και καμαρωτό.

 

Ένα άρωμα φτιαγμένο από μαλακό σαπούνι μόσχου, ίσως και σανδαλόξυλου. Με αιχμηρά εσπεριδοειδή και ανθισμένες Αθηναίες νεραντζιές. Το γιασεμί που λατρεύω, και ίσως λίγο ρόδο, λιγάκι, για τα μυστικά.

 

Μπορεί να το βρω κι αυτό, το κοπλιμεντομαγνήτη! Μπορεί να μου πουν κάποια στιγμή, αυτό το άρωμα είναι εσύ, ή, αυτό το άρωμα μου θυμίζει εσένα, ή, τι ωραίο άρωμα που φοράς.

 

Μέχρι τότε, «ας μην είμαστε τόσο αυστηροί με τον αυτό μας και με τους άλλους», όπως μου ειχε πει μια γλυκιά πωλήτρια σ’ ένα βιβλιοπωλείο.

 

Μέχρι τότε, θα μυρίσω τα Μπουσερόν, το γλυπτό του Νίκος, τον άντρα της Βαρκελώνης, θα ξαναμυρίσω (και ίσως αγοράσω) την κόκκινη συνήθεια του Γκερλάν, το 1881 του Τσερούτι, και πολλά ακόμα.

 

Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να μεγαλώνω, να αλλάζω, θα μιμούμαι, θα μαϊμουδίζω, θα σαρκάζω και θα αυτοσαρκάζομαι, θα στήνω δρώμενα και θα κρατιέμαι στιβαρά.



Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Το καινούριο μου άρωμα

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε ψάχνω σε σχόλια και κριτικές, σε ψάχνω κρυμμένο στα βρύα

 

Σε ψάχνω μέσα σε ροκανίδια χρυσαφιά και φορτωμένα σύννεφα

 

Πίσω απ’ τις νότες κορυφής, να φτάσω στην καρδιά

 

Διαβάζω διαβάζω διαβάζω διαβάζω ανθρώπων αγνώστων λόγια

 

Να φτάσω στην καρδιά και να τη φάω

 

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε ψάχνω στο παλιό μπουφάν του μπαμπά μου

 

Σε όνειρα ρέμβης σεβασμού

 

Στα σκοτεινά μου συρταράκια και στις σκέψεις μου

 

Σε μάγουλα μαλακά, σφιχτά, τραγανιστά

 

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε θέλω εδώ, να στηρίξεις το γιασεμάκι

 

Το νερόλι, το υλάνγκ υλάνγκ, τ’ άσπρα αχνολούλουδα.

 

Σε θέλω εδώ, να αγκαλιαστείς με το μοσχοσάπουνο σφιχτά,

 

Να δείτε τα νεράντζια μου στον ουρανό

 

Και να μυρίσετε τις εκατόφυλλες τριανταφυλλιές εκείνου του σπιτιού.

 

 

Μια μέρα θα σε βρω.

 

Θα τρυπώσεις στο στήθος μου απ’ τον ξεκούμπωτο γιακά μου.

 

Νωρίς το πρωί θα σε φέρει ο ξένος αέρας απ’ το παράθυρο.

 

Θα κολλήσεις κάτω απ’ τα νύχια μου

 

Θα μου αρπάξεις την ανάσα

 

Και ίσως ρωτήσω, τι είναι αυτό;

 

Τι μυρίζει έτσι;

 

 

Κανείς όμως δεν θα ξέρει να μου πει.

 

Κανείς δεν θα σε έχει μυρίσει όπως εγώ.