Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Αγνώστου

Νεράκι ολόδροσο απ' το πηγάδι μου,
Έσκαψα χρόνια και νύχτες χωρίς αστέρια.
Τα χέρια μου να γίνουν το ποτήρι σου,
Μόνο εγώ να σε ξεδιψώ, μόνο εμένα να λαχταράς.

 Στον ώμο σου φύτεψα μια κόκκινη τουλίπα.
Όμορφο λουλούδι, σπάνιο, κομψό.
Θέλει προσοχή, γυάλινη καμπάνα και μαλακά φιλιά.
Θέλει την προσοχή σου, ολόκληρη.

Με πονάει η άνεσή σου, η ανέμελη ματιά σου.
Γιατί δεν θέλεις να λατρέψεις κάθε χαλικάκι;
Γιατί δεν θέλεις να μην αφήσεις τίποτα όρθιο;

Ο κήπος μου, μια ζωγραφιά, στην τσέπη σου κρυμμένος
Κι αν δεν έψαχνα κι εγώ τις τσέπες μου
Θα είχα δει το φως που με λούζεις με ένα βλέμμα μισόκλειστο.

Μου λείπεις πολύ κάθε φορά που είμαστε μαζί
Κι εσύ συλλογιέσαι κάτι άλλο.

Αλλά δεν μπορώ να είμαι πουθενά αλλού.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Τ' ανθάκια μου

Πώς γίνεται να ξοδεύεις πολλά κέρματα, δυσανάλογα πολλά λεφτά, ξανά και ξανά, για να κερδίσεις ένα φτηνιάρικο κουκλάκι;

Σκοποβολή στα λούνα παρκ, δαγκάνα έξω από περίπτερα. Κατοστάρικα. Χρυσαφιά μεγάλα νομίσματα με ένα κεφάλι πάνω που μοιάζει με άντρα με κέρατα κριαριού.

Φορούσε πολλά ασημένια δαχτυλίδια... Τρία ή τέσσερα σε κάθε χέρι. Στιλπνό καλοκαμωμένο ασήμι σε αφηρημένες γραμμές, κύματα, σφιχτοτυλιγμένα ελάσματα. Δεν έχει ορισμένα σχήματα, ούτε διακοσμητικές πέτρες, μόνο ασημένιες μαρμαρυγές. Τα δάχτυλά της ήταν σφιχτά και οστεώδη, δεν ήξερες να πεις το μέγεθός τους, τα δαχτυλίδια ήσαν πολύ επιβλητικά. Έβγαλε ένα ένα τα δαχτυλίδια της με νευρικές κινήσεις, τα μάζεψε στις χούφτες της και τα πέταξε μέσα στο κρυστάλλινο τασάκι. Ένα μεγάλο τασάκι σε σχήμα πιατέλας, με αποτσίγαρα μιας βδομάδας, τρίμματα καπνού, σκισμένα χαρτάκια και δυο τσίχλες.

...αυτό που θαυμάζεις... με αποσπά απ' όσα λες. Έπαθλο θα γίνω αστραφτερό. Κομψό και άκακο, κενό και άχρηστο. Τότε μόνο θα με λαχταρήσεις βαθιά, τότε μόνο θα σηκώσεις όπλο, θα νιώσεις αγωνία και παιδιού χαρά...

"Δεν ξέρω πώς να φροντίσω τον εαυτό μου". Ακόμα. Με φροντίζω, όσο μπορώ κάθε στιγμή. Αλλά όχι όπως πρέπει, όχι σωστά. Δεν μαθαίνω, κάνω συνεχώς τα ίδια λάθη, το μυαλό μου πάει αλλού, δεν συγκεντρώνομαι, δεν αποφασίζω, δεν έχω κίνητρο. Απλώς κάθομαι...και μετράω τις ώρες να περάσουν μέχρι το βράδυ, που δεν θα υπάρχω. Γιατί πια δεν βλέπω όνειρα.

Το χαμόγελό σου!...αυτό το χαμόγελό σου. Ξύπνησα σιγά σιγά άνοιξα τα μάτια μου με την έκφρασή μου ακόμα γαλήνια και ήρεμη και ολότελα δικιά μου και σε είδα να με κοιτάζεις και κατευθείαν, κατευθείαν χαμογέλασες όσο πιο πλατιά μπορούσες.
Γιατί να μην έχω δικό μου αυτό το χαμόγελο; Γιατί δεν με κοιτάζεις έτσι και τώρα, ή σε άσχετη στιγμή, ή μόλις πω κάτι έξυπνο ή χαζό ή κοινότοπο ή αστείο;

Γιατί με θέλεις; (Τι πληρώ;)

Δεν υπάρχει ισοτιμία. Πώς να υπάρχει, όταν έχω μάθει να ψάχνω τον μεγαλύτερο πλειοδότη να με αρπάξει. Πώς να νιώσω ότι είμαι άνθρωπος ίσος σου, όταν ακόμα ψάχνω το δυνάστη που θα μου βάλει αλυσίδες, όταν ψάχνω ένα κλουβί σφιχτό, όταν δεν ξέρω πώς κι εμένα ν' αγαπώ. Πώς να πιστέψεις όταν σου λέω σ'αγαπώ;

Κι όσο δεν σ' ακούω, όσο δεν έχω κάθε μέρα αποδείξεις, τόσο αμφιβάλλω, τόσο σιγουρεύομαι ότι δεν μ' αγαπάς, δεν θα μ' αγαπήσεις ποτέ, δεν χρειάζεται ν' ασχολείσαι μαζί μου. Και αυτόματα ψάχνω τον οποιοδήποτε πλειοδότη, κάποιος να πάρει το λούτρινο κουκλάκι απ' το ράφι του, κι ας το πετάξει μετά αμέσως. Θα το πετάξει έτσι κι αλλιώς. Τι σημασία έχει ένα φτηνιάρικο, ευτελές, χαριτωμένο κουκλάκι; Όσο και να τ' αγαπήσεις, αυτό δεν μπορεί να σ' αγαπήσει όπως πρέπει - δεν θα σου χρησιμεύσει σε τίποτα.

Βγήκα ν' αγοράσω λουλούδια για να μου φτιάξουν τη διάθεση. Φτηνά, χαρούμενα λουλούδια. Τα Χριστούγεννα αγόρασα κίτρινα χρυσάνθεμα. Ελάχιστοι άνθρωποι αγοράζουν πια λουλούδια. Περπατούσα στη γκρίζα πόλη, μέσα στο ψιλόβροχο, έκανε κρύο, και είχα την καρδιά μου ζεστή, γιατί είχα μια αγκαλιά κίτρινα λουλούδια που τ' αγόρασα μόνο για μένα. 

Πρέπει να πάρω επιτέλους αποστάσεις, πρέπει να κάνω πράγματα για μένα, πρέπει να σταματήσω να φορτώνω την ευτυχία μου στις πλάτες άλλων. Πρέπει. Αλλιώς θα δυστυχήσω χειρότερα.

Τι να κάνω όμως, που δεν με νοιάζει καθόλου αν δυστυχήσω.

Τι να κάνω, που μου αρκεί ένα κίτρινο χρυσάνθεμο εμένα...