Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

"How's that for impervious, huh?"

You moved on.
Με ρώτησες, αν μπορεί να γίνει κάτι. Αν μπορούμε να δούμε αλλιώς τα πράγματα. Εγώ δηλαδή. Γιατί εγώ «ξαφνικά άλλαξα». Εσύ όχι.
Θέλεις να είμαστε μαζί. «Οι πράξεις μου το δείχνουν». Όντως, οι πράξεις σου δείχνουν ξεκάθαρα. Και η απουσία τους.
Εκτός αν δεν μπορώ να ξεπεράσω, εγώ να ξεπεράσω, αυτά που με ενοχλούν σε σένα. Εμένα.
Εκτός αν μου τελείωσε. Σταμάτησα να σε θέλω. Έτσι απλά, μια μέρα μου τελείωσε, λες. Και το πιστεύεις.
Ανθρώπινο λες είναι. Κατανοητό. Νορμάλ. Δεν υπάρχει πρόβλημα να το παραδεχτώ, αν ισχύει κάτι τέτοιο.
Θα ήθελες να γνωρίζεις. Θα ήθελες να γνωρίζεις. Ακόμα μυρίζω το μαξιλάρι σου αλλά θα ήθελες να γνωρίζεις. Κάθε μέρα προσέχω τι θα φορέσω γιατί μπορεί να συναντηθούμε ξαφνικά, αλλά θα ήθελες να γνωρίζεις.
«Θα ήθελες». Θέλεις;
Να γνωρίζεις…
Πώς μπορώ να σου πω με σιγουριά τι γίνεται, τι θα γίνει, τι έγινε;

Χειριστικές συμπεριφορές. Μπορεί να μου τελείωσε, στην τελική. Ανθρώπινο είναι.
Αυτό θέλεις ν’ ακούσεις. Αυτό χρειάζεσαι. Στο έδωσα, κι ας είναι ψέμα.

«Κουράστηκα», σου είπα. Εξαντλήθηκα. Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω. Ξερά κλαδιά.
Αρκεί να θυμόσουν τις αμυγδαλιές.
Δεν θα στο πω ποτέ. Ποτέ.
Πόσο θα ήθελα να μου έλεγες…

Δεν πειράζει που κουράστηκες. Αρκεί να θέλεις να είμαστε μαζί. Θα αναλάβω εγώ τώρα. 
Να μου έλεγες…
Εγώ σ’ αγαπώ πολύ, και θέλω να είμαστε μαζί. Δεν θα κάνεις τίποτα παραπάνω. Θα κάνεις ό,τι νιώθεις εσύ άνετα. Για όσο καιρό χρειαστεί.
Για όσο καιρό χρειαστεί…
Θα είσαι δίπλα μου για όσο καιρό χρειαστεί να ξεκουραστώ.
Δεν θα στο πω ποτέ. Ποτέ.

Πώς να κρατήσεις κακία, πώς να ψέξεις για αδιαφορία, για εγωισμό, ένα παιδί; Με αγωνία στην καρδούλα του; Με λαχτάρα να παίξει, να χαρεί;
Ούτε εσύ περνούσες καλά. You moved on. Άραγε το παραδέχεσαι στον εαυτό σου;
Σαν παιδί που ντρέπεται να παραδεχτεί ότι του αρέσει η πίτσα, η κόκα κόλα, οι τηγανιτές πατάτες, η τούρτα. Του αρέσουν τόσο πολύ που θα ήθελε να τρώει έτσι κάθε μέρα. Αλλά έχει μάθει πως δεν είναι σωστό. Και δεν το ομολογεί ούτε στον εαυτό του, παρά μόνο σε ξεσπάσματα, για να τα πάρει όλα πίσω. Με αγωνία να μην φανεί κακομαθημένο. Με τρόμο ότι θα χάσει κι αυτά που έχει.
Πώς να περιμένω από ένα παιδί να παλέψει, να υπερβεί τη συμπεριφορά του, και να διεκδικήσει τα μακαρόνια, τα ρεβίθια, τα αυγά τηγανιτά; Που ήταν πάντα η λύση ανάγκης; Κάτι που όσο καλό κι αν είναι, δεν ήταν αυτό που ονειρεύεται;

You moved on. Αλλά το ξέρω, ούτε αυτή τη φορά θα ζητήσεις αυτό που θέλεις.

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Summery


Σκέφτομαι ένα μικρό σπίτι, με ένα μεγαλούτσικο δωμάτιο μόνο, μια μικρούλα κουζίνα στην άκρη, ένα μικρούλικο μπανάκι κι ένα μπαλκόνι τόσο δα, που χωράει ένα τραπεζάκι και δυο καρεκλίτσες σπαστές.
Η θάλασσα είναι απέναντι. Βγαίνω απ’ το σπίτι και περπατάω 30 βήματα, 40 αν δεν βιάζομαι. Και μπλουμ! Είμαι μες στο νερό. Σ’ άλλο κόσμο.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος τριγύρω. Τα βράδια τυχαίνει να έρχονται άνθρωποι και να κάνουν παρέα στην παραλία. Μια δυο φορές έχουν ανάψει φωτιά, αλλά τις περισσότερες απλά κάθονται στην άμμο και πίνουν μπίρες. Εγώ είμαι στο μπαλκονάκι με το λαπτοπάκι μου και γράφω. Είναι καλοκαίρι, έχω έρθει χωρίς παρέα και νιώθω ευτυχία που αρκούμαι σε όλα αυτά τα υπέροχα.
Ξυπνάω και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι μια βουτιά. Χωρίς μαγιό. Δεν αντέχω να κοιμάμαι χωρίς ρούχα, χωρίς ένα λεπτό σεντόνι. Ζεσταίνομαι και περισσότερο. Αλλά όταν ξυπνάω, γδύνομαι, πάω να κάνω τσίσα και τυλίγομαι σε ένα παράξενο παρεό, που έχει ίνες μπαμπού και στεγνώνει πολύ γρήγορα, και μπορείς να το χρησιμοποιήσεις και σαν πετσέτα. Φτάνω στην παραλία και το αφήνω κάτω από μια πέτρα. Δεν θέλω να το πάρει ο αέρας. Θα μπορούσα να βγω στο δρόμο μόνο με τις σαγιονάρες. Σπάνια περνάει κάποιος από δω. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ το κίτρινο παρεό μου και θέλω να το ευχαριστηθώ.
Το δωμάτιο έχει κλιματιστικό κι ένα μικρό ανεμιστήρα, που κάνει ένα γουργούρισμα που με νανουρίζει μονοκόμματα. Δεν έχω δει ούτε ένα όνειρο όσο είμαι εδώ. Ο θερμοσίφωνας έχει χαλάσει και κάνω πάντα ντους με κρύο νερό. Μαγειρεύω και τρώω όσο χρειάζεται για να μην πεινάσω ξαφνικά στη μέση της νύχτας και νιώσω απότομα μοναξιά. Ντομάτες, παξιμάδια, ένα λευκό τυρί… καφές, μπισκότα και βότκα. Δεν μιλάω καθόλου και ώρες ώρες μου λείπει. Το χωριό είναι κοντά, ένα τέταρτο με τα πόδια, κι έχει καλύτερες παραλίες από την άλλη μεριά. Εδώ μόνο το σημείο που είμαι εγώ είναι ωραίο, με λίγη άμμο, μικρά βοτσαλάκια και το νερό είναι καθαρό και διάφανο. Τίποτα δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Τις νύχτες ο ουρανός γίνεται θόλος και τα αστέρια γράφουν κάτι που δεν ξέρω να διαβάσω.
Τρώω πολύ ψάρι. Έχει ένα μικρό φουρνάκι με δύο μάτια, ένα μεσαίο κι ένα πολύ μικρό. Έχω τα βιβλία μου κι έχω και ίντερνετ στο κινητό μου. Βλέπω ταινίες και τη σεζόν μιας σειράς που δεν είχα προλάβει να δω κανονικά. Δεν βαριέμαι, δεν βαριέμαι ακριβώς: προσπαθώ να ηρεμήσω αρκετά ώστε να μην περιμένω τίποτα – δεν λένε ότι τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις;
Θυμάμαι άλλα νησιά, θυμάμαι άλλα καλοκαίρια. Έχω μαυρίσει πάλι. Κολυμπάω και τα μέλη μου είναι σαν σκληρά λάστιχα. Αυτό σημαίνει να κάνεις «κάτι για τον εαυτό σου». Είναι πολύ όμορφα. Φως, πολύ φως, ελάχιστα δέντρα, χώμα, και η θάλασσα να βαθαίνει απότομα. Το ρεύμα φαίνεται από το μπαλκόνι. Κάποιες φορές θα ήθελα μια παρέα. Αλλά να μην χρειαστεί να κάνω κάτι για να την αξίζω. Κάποιες φορές οι ώρες ξεγλιστράνε σαν ασημένια ψαράκια. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον απολογισμό. Πώς πέρασα τις διακοπές μου; Τι έκανα;
«Πήγα σε ένα μέρος με ήλιο και θάλασσα και ελάχιστους ανθρώπους και δεν είχα με ποιον να μιλήσω και δεν είχα τι να πω κι έφαγα πολύ ψάρι και κολυμπούσα πολλές ώρες την ημέρα. Τα απογεύματα έγραφα κι έπινα δυνατό καφέ με πολλά τσιγάρα. Τα βράδια βούλιαζα σε μια νοσταλγία απτή σαν πυκνή ομίχλη, ένα κρύο που το νιώθεις στις χούφτες σου. Οι νύχτες έφευγαν σαν σκιές. Κάθε μέρα ξυπνούσα χωρίς ξυπνητήρι. Τρεις φορές πέρασε απέξω ένα αγροτικό αμάξι με μεγάλη ταχύτητα. Ήθελα να μείνω κι άλλο. Να μείνω μέχρι να μην αντέχω άλλο.»
Τέτοιες φορές καταλαβαίνω τους ανθρώπους που έχουν κατοικίδια ζωάκια. Δεν θα ήταν ωραία να έχω κι εγώ ένα γατί; Θα έτρωγε τα ψαροκόκαλα και θα κοιμόταν 20 ώρες την ημέρα. Θα κυνηγούσε ακρίδες και δεν θα με κοιτούσε στα μάτια. Ή θα μπορούσα να έχω ένα μεγάλο σκυλί. Θα κολυμπούσαμε μαζί, δεν θα ενοχλούσε κανένα και θα βαριόταν. Θα προσπαθούσε να παίξω μαζί του, θα εξερευνούσε την περιοχή και θα κυλιόταν στην άμμο.
Πώς λένε αυτό το κέρασμα οίκτου και θαυμασμού; «Α, εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να πάω σινεμά/θέατρο/για καφέ/διακοπές  μόν@ μου» - μια δυνατή, ξεκάθαρη, περήφανη δήλωση. Με λίγη ζηλίτσα, ίσως; Με συγκατάβαση; Σαν να παρακολουθείς συνομιλία μεταξύ κολλητών: καταλαβαίνεις τι λένε, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι λένε. Αυτά που καταλαβαίνεις εσύ δεν τα καταλαβαίνουν αυτοί, και λέτε όλοι σας και αλήθεια και ψέματα.
Διάβασα ένα βιβλίο για μια συγγραφέα. Δεν ήταν πολύ ενδιαφέρον. Αλλά ήθελα να το διαβάσω, και το διάβασα. Θα μπορούσα να έχω διαβάσει κάτι πιο βαρυσήμαντο, κάτι πιο ανάλαφρο, κάποιο βιβλίο σταθμό. Θα μπορούσα να έχω κάτι να συμπληρώσω στην έκθεση «πώς πέρασα στις διακοπές μου».
Θυμάμαι τα κοχύλια που μάζευα. Κάπου τα έχω ακόμα. Που άρεσε πολύ μου μάζευα κοχύλια, μου φαινόταν μια ωραία συνήθεια που έχει γίνει ένα γλυκανάλατο κλισέ και τώρα δεν το κάνει κανείς, από ντροπή. Μ’ άρεσε να σκέφτομαι ότι εγώ μαζεύω κοχύλια. Φέτος είδα μερικά, αλλά δεν ήθελα να τα πάρω μαζί μου. Για κάποιο λόγο μου φαινόταν καλύτερα να μείνουν εκεί, στα μικρά και μεγάλα κοχύλια παρέα, κι όχι σαν ενθύμιο. Έχω ακόμα το κοχύλι στο πορτοφόλι μου; Δεν θυμάμαι πότε, με ποια παρέα είχα πάει, αλλά μάζεψα ένα κοχύλι μικρό σαν κόκκος ρυζιού και το φύλαξα. Ήταν το δικό μου και ήταν το μυστικό μου.
Δικό μου. Το δικό μου το τομάρι, τα δικά μου θέλω. Οι διακοπές μου. Κι ο ουρανός, σαν θόλος. Θα μπορούσα να κλάψω, να κλάψω, να ουρλιάξω, ακόμα και να πεθάνω, και δεν θα το καταλάβαινε κανείς.

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Τα μάτια μου.

Με κομμάτιασες.
Χωρίς δόλο ή κακία ή εκδικητική διάθεση. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιείς. Χωρίς να το θέλεις.
Με κομμάτιασες. Σάρκες να πέφτουν άτσαλα σε ακανόνιστα λασπένια κομμάτια, δεν τρέχει αίμα, στάχτες μόνο.
«Θα σε φάω».
Φάε με. Εξαφάνισέ με. Με μεγάλες σίγουρες μπουκιές φάε τα μαλλιά μου και μάσα τα νύχια μου και άκου τα δόντια μου να γίνονται πετραδάκια και το πετσί μου να σου ζεσταίνει τα ούλα και να μην αντέχεις άλλο, να μην μπορείς να φας άλλο, αλλά θα συνεχίσεις μέχρι να με φας και να εξαφανιστώ.
Μη σταματήσεις. Σαν χάρη στο ζητάω. Είμαι κομμάτια μπροστά σου.

Μη μ’ αφήσεις μόν@ μου.