Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Τα κοπλιμάνια

...είναι για τα τζιμάνια.

 Πολλά χρόνια πριν, όταν το χόμπι μου ήταν να κολλάω χαρακτηρισμούς στον εαυτό μου, έψαχνα συνεχώς στο ίντερνετ για "ψυχολογικά τεστ". Είχα κάνει πάρα πολλά.

 Αυτό είχε ξεκινήσει όταν είχα κάνει το τεστ νοημοσύνης της Μένσα, που κρατάει 40 λεπτά, και με είχε βγάλει στο 3%, και είχα χαρεί ανυπολόγιστα. Οπότε γλυκάθηκα, κι έκανα ό, τι τεστ μπορούσα να βρω.
 Θυμάμαι ένα ιστολόγιο, μιας κοπέλας, της Φρανσίν. Είχε συγκεντρώσει πάνω από είκοσι. Η αισθητική ήταν -πλέον- ρετρό, σαν myspace, με μοβ και γκρίζα χρώματα και ιδιάζουσα γραμματοσειρά. Να είναι καλά η Φρανσίν, εκεί που είναι, εγώ είχα χαρεί που είχα βρει την ίδια τρέλα μου κάπου. 

 Ένα απ' τα πολλά, λοιπόν, με είχε βγάλει cottontail. Cottontail, ελληνιστί συλβιλαγός, είναι ένα είδος άγριου κόνικλου που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει λευκές τουφίτσες στην ουρά του, εξ ου και τ' όνομα, και θυμίζει περισσότερο λαγό παρά κουνελάκι. Τι το αξιοσημείωτο έχουν λοιπόν τα κότον τέιλς ώστε, αν ήμουν άλλο είδος ζώου, όχι άνθρωπος, θα ήμουν ένα τέτοιο;

 Ψοφάνε για κοπλιμέντα.

 Οι συλβιλαγοί, σύμφωνα με το τεστ, είναι καλοί, είναι χρυσοί, έχουν τις χάρες όλες, αλλά τρέφονται με κοπλιμέντα. Δώστους φιλοφρονήσεις και πάρ' τους την ψυχή. Μάλιστα δεν το ανέφερε σαν ματσαράγγα, πώς να κάνετε ένα συλβιλαγό να κάνει ό, τι του πείτε, αλλά περισσότερο σαν οδηγίες για ναυτιλλομένους. Πώς να ζήσετε μαζί με ένα συλβιλαγό. Κάνε τους κοπλιμέντα. Ψοφάνε για κοπλιμέντα!

 Και απ' όλα τα ψυχολογικά τεστ που είχα κάνει, αυτό φυσικά μου έμεινε, χτύπησε κέντρο. (Κι άλλο ένα, που έλεγε ότι αν ήμουν χαρακτήρας του Grey's Anatomy, θα ήμουν 100% η Meredith Grey. Τώρα γιατί 100%, δεν ξέρω. Δεν παρακολουθούσα και τη σειρά.) Συνήθως τα ψυχολογικά τεστ του διαδικτύου ήταν ανάλαφρα, διφορούμενα, εύκολα λησμονήσιμα, φτιαγμένα ώστε να δείχνουν, με ανέμελη σιγουριά, ότι δεν υποκαθιστούν καμία ψυχολογική γνώμη και βοήθεια, αλλά αν θέλετε να σπάσετε πλάκα, ή να προβληματιστείτε για κάνα τέταρτο μάξιμουμ, εδώ είμαστε, μην φύγετε απ' τη σελίδα. Αλλά όταν τύχαινε, καλή ώρα, να πετύχει κάτι που με έξυνε κάπως, με πείραζε, συνήθως θύμωνα. Ακούς εκεί, ψοφάω για κοπλιμέντα! Εγώ! Που είχα κάνει παντιέρα το "Δεν πράττω (sic) με γνώμονα την επιδοκιμασία των άλλων". Εδώ γελάμε.

 Η μαύρη και φαιή αλήθεια είναι πως όλοι οι άνθρωποι θέλουμε κοπλιμέντα. Ζούμε μόνο μέσα απ' τα μάτια των άλλων. Αν δεν υπάρχουμε για κανένα, απλώς παύουμε να υπάρχουμε. Αν λαμβάνουμε θετική τροφόδοτηση, γινόμαστε θετικοί, αν μας λένε ότι είμαστε άχρηστοι, αχρηστεύουμε. Σιγά το νέο, αλλά αν συνειδητοποιούσαμε απότομα πόσο εύθραυστοι είμαστε, σαν πηλός ψημένος στον ήλιο, και αρκεί μια σκληρή, εύστοχη κουβέντα για να μας αλλάξει για πάντα, θα αποφεύγαμε συχνά να βρεθούμε στο επίκεντρο των σχολίων και του ενδιαφέροντος. Ή θα το κάναμε, με ένα τεράστιο άγχος να είναι όλα άψογα και η εικόνα που στέλνουμε, ίδια με αυτή που ονειρευόμαστε. Βασικά υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Βασικά, ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που δεν τους νοιάζει να κριθούν και να δεχτούν χαρακτηρισμούς. Βασικά, νομίζω ότι ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι, που έχουν κατακτήσει τον εαυτό τους, με τα ίδια τους τα χέρια, ώστε να μην προσδοκούν κάποιον άλλον να τους τον δώσει, έτοιμο σε συσκευασία δώρου. "Αυτός είσαι! Σε καλή μεριά."

 Παλιότερα έψαχνα εναγωνίως να βρω ανθρώπους να μου πουν τι άνθρωπος είμαι. Όχι στο δίπολο καλό/κακό. Αλλά με χαρακτηρισμούς. Και σαν την πεταλούδα που γητεύεται απ' το φως το θανατερό, ή σαν τους πρωτόπλαστους που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη γνώση και στο άχθος της, ο, τιδήποτε τσουχτερό ή/και αντικολακευτικό μου φαινόταν αληθές. Άκριτα. Επειδή σπάνια ακούμε ένα καλό λόγο ως αυτό καθαθτό αληθή χαρακτηρισμό, κι όχι σαν κοπλιμέντο: σαν ένα καλό λόγο, με ένα σποράκι αλήθεια, με υπέροχο αμπαλάζ, με φωταγωγημένη την καλή πρόθεση να μας ευχαριστήσει. Σαν πίνακας με όμορφα χρώματα, τερπνός κι όχι ωφέλιμος, να μας ξεκουράζει τα μάτια και να μας αγαλλιάζει... μα όχι και να μας προβληματίζει, να μας βάλει να σκεφτούμε, να ανακατατάξουμε, να επανεξεταστούμε. Τα κοπλιμέντα, σαν λουλούδια. Θνησιγενείς χαρές. Όλα τα λουλούδια-μπουκέτα καταλήγουν στα σκουπίδια.

 Ψοφούσα για κοπλιμέντα, αλλά επειδή είχα δει τη διάκριση ανάμεσα στα λόγια μομφής και λόγια επιβράβευσης, ένα κοπλιμέντο για την εμφάνισή μου, φερ' ειπείν, σε ένα ραντεβού, ξεφούσκωνε απότομα και μόνο χαρά δεν μου προκαλούσε. Συχνά αγωνία, να σταθώ στο ύψος των προσδοκιών του αποστολέα. Ήθελα να μου πουν για την πρόοδό μου, για την ενσυναίσθησή μου, αλλά έψαχνα αλλού ντ' αλλού. Πώς μπορείς να ζητάς από αγνώστους αυτό που δεν τολμάς να ρωτήσεις τους οικείους σου! Πόσο εύκολα όμως το κάνουμε ακριβώς αυτό. Ήθελα θετικά σχόλια, σαν επιβράβευση, και παράλληλα ήξερα ότι δεν θα μου χρησίμευαν πουθενά, γιατί τι να το κάνεις ένα σχόλιο κατά παραγγελία; Αν έχω ανασφάλεια για την εξυπνάδα μου (που δεν έχω καμία πλέον, ας είναι καλά η Μένσα) θα ψάξω να βρω ανθρώπους να μου βάλουν, ακουσίως συνήθως, προκλήσεις εξυπνάδας. Κι αν τις πετύχω, θα πω ότι σιγά, στα εύκολα, στα σικέ πάλι αναζητώ να μου βάλουν καλό βαθμό. Να μου κάνουν πατ πατ στο κεφάλι και να μου δώσουν άδεια να συνεχίσω να ζω, να αναπνέω στον ίδιο χώρο μαζί τους. Τέτοια παιχνίδια έπαιζα πολύ σοβαρά, και φαρμακωνόμουν για βδομάδες όταν οι προσπάθειές μου για εκζήτηση, για καλλιέργεια και πνευματική ανάταση δεν έβρισκαν την ανταπόδοση που ακράδαντα περίμενα και πίστευα πως μου ανήκε. Δηλαδή, διάβαζα ένα δύσκολο βιβλίο, και περίμενα ότι τώρα θα μπω στο κλαμπ των μυημένων, θα μου προσφέρουν σαμποάνια και θα πάω εκδρομή μαζί τους σε ένα μαγικό μέρος που θα δω μαζεμένη όλη την ομορφιά του κόσμου.

 Ευτυχώς, η υπομονή μου κουραζόταν κάποιες φορές και απλά αφηνόμουν, και είδα άλλες ομορφιές, χωρίς να μου τις δείξουν. Κέρδος αυτό, μεγάλο. Έφτιαξα τη ζωή μου σιγά σιγά, ό, τι μπορούσα τέλοσπάντων, μου έμεινε η ονειροπόληση και οι φαντασιώσεις του ηδυπαθούς τάνγκο νουέβο σε μια απροσδόκητη στιγμή, σε έναν εξωτερικό κόσμο, με ανθρώπους γύρω οικείους μου να μένουν με ανοιχτό στόμα και να μην μπορούν να πιστέψουν όχι μόνο ότι χορεύω τάνγκο, αλλά το κάνω και τόσο καλά. Τι βάρος κι αυτό. Δοκίμασα να μάθω τάνγκο, μα δεν φτούρησε. Τεράστιες προσδοκίες, μάλλον.
 Κουνελάκι με άσπρη ουρίτσα λοιπόν. Ανασφαλές και γλυκούλι. Ουδέτερο κι ακίνδυνο. Πριν πολλά χρόνια, σε ένα άλλο τεστ, για την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων αυτή τη φορά, είχα βγει -έκπληξις- το άσπρο κουνέλι. Αγχώδες, υποτακτικό, με δέος στους ανωτέρους του. Καθόλου κολακευτική περιγραφή, μα καίρια, πόσο καίρια.

 Σταμάτησα, με τα πολλά, να ψάχνω κοπλιμέντα. Έτσι κι αλλιώς ένιωθα ότι τα ζητιάνευα, και μισώ τον οίκτο, τον μισώ. Και αφέθηκα να κερδίζω τα καλά λόγια, που τα είχα ανάγκη αλλά πια δεν ήθελα να τα έχω ανάγκη, ως καρπούς των δεξιοτήτων μου. Ένα ωραίο γλυκό, λόγου χάρη. Και σταμάτησα να ντρέπομαι που είχα προσπαθήσει πολύ για να μου πετύχει το γλυκό, και αφέθηκα σαν γατί στη λιακάδα να ακούω τι ωραίο γλυκό έφτιαξα. Με αναγκαία αναορά, βέβαια, στη δική μου αυστηρή κριτική στα ντεφό του, τι δεν πήγε τόσο καλά όσο ήθελα/μου άξιζε. Για να προλάβω (...) τα αρνητικά σχόλια που είχα την ατσάλινη σιγουριά ότι να, τώρα θα τα άκουγα. Και θα απογοητευόμουν και δεν θα έλεγα τίποτα να υπερασπιστώ τη ζαχαροπλαστική δυναμική μου. "Ή θα το κάνεις καλά ή δεν θα σε νοιάζει."

 Και προχθές το βράδυ, τσακ, έγινε ένα νερό στην εικόνα κι έλαβα ένα κοπλιμέντο που, κάποια χρόνια πριν, ψόφαγα να το λάβω. Λύσσαγα μιλάμε!

 "Έχεις πολύ ωραία μάτια. Και πολύ ιδιαίτερο πρόσωπο."

 Από μια σχεδόν άγνωστή μου κοπέλα. Που την είχα δει άλλη μια φορά μόνο για ένα γεια. Άκου κει τώρα.

 Δεν ξέρω αν είπα κάτι άλλο πέραν του απορημένου "σ' ευχαριστώ". Δεν ξέρω πώς γίνανε τα μούτρα μου, όταν μου το είπε, στο άσχετο. Αλλά δεν το είπα σε κανένα, και το κρατάω μέσα μου. Πόσο προσευχόμουν, παλιότερα, να μου πουν ακριβώς αυτά τα λόγια!...

 Σαν να μεγάλωσε το κουνελάκι, και δεν χρειάζεται πια άδεια για να ζήσει και να είναι όμορφο, αν αυτό το χαρακτηρισμό θέλει να έχει. Σαν να μην χρειάζομαι, ή να παραιτήθηκα της προσπάθειας, να βρω μέσα στους άλλους την αυτοεκτίμηση που μου έλειπε. Σαν να το χώνεψα πια, πως πάει, κι αυτό (ακόμα) πρέπει να το βρω εγώ, να το φτιάξω εγώ. Κοιτάζοντας πίσω, καταλαβαίνω το κέρδος μου, και την πολυτέλεια που είχα, να φτιάξω εγώ τον εαυτό μου, με τα υλικά που ήθελα και τις άτσαλες βελονιές μου. Μα τότε μου φαινόταν βουνό, να βρω το κέντρο βάρους μου και να μην νιώθω μειονεκτικά που έγινα κάτι που δεν πληροί τα μέτρα και τα σταθμά της παιδικής μου ηλικίας. Τώρα;

 Τώρα που δεν χρειάζομαι κανέναν να μου πει ότι έχω ωραία μάτια, (γιατί πολύ απλά λατρεύω τα μάτια και τα φρύδια μου, και δεν με νοιάζει καθόλου αν θεωρούνται όμορφα) ή ιδιαίτερο πρόσωπο (γιατί βλέπω ότι με θυμούνται πωλητές που με είδαν πριν από πέντε χρόνια, και έχω επίσης μηδενική φωτογένεια)... τώρα μου το είπαν. Όχι σαν φιλοφρόνηση για να έρθουμε πιο κοντά, ή για να τους συμπαθήσω, ή για να νιώσω άνετα. Αλλά σαν γεγονός που αξίζει κανείς να παρατηρήσει, ίσως και να θαυμάσει, τολμώ να είπω. Σαν ένα ουράνιο τόξο.

 Τι αστεία που είναι η ζωή, όταν είναι απροσδόκητη.

 ΥΓ: Είχα ντυθεί πολύ όμορφα, γιατί ήταν Πρωτοχρονιά και κυρίως, ήθελα να βάλω κάτι που μου είχε κάνει δώρο ο Γ. στα γενέθλιά μου και θα πηγαίναμε για τραπέζι σπίτι του. Χάρηκε που το έβαλα, και χάρηκα κι εγώ, δυο φορές. Κοίτα να δεις, πώς αλλάζουν οι προτεραιότητες, σαν μέσα σε όνειρο.

Το τάνγκο που λέγαμε.