Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Η φυγή μου / Όταν χάθηκα, μια εξιστόρηση.

Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να βουτήξω στους καταρράκτες. Θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν πολλή ώρα, υπολόγιζα την απόσταση, προσπαθούσα να διακρίνω τον πυθμένα. Φοβήθηκα άγριες πέτρες που θα μου πλήγωναν τα πόδια, σκέφτηκα με θέρμη το ενδεχόμενο να ματώσω μέσα στο ορμητικό νερό και να μην το καταλάβει κανείς, το αίμα να τρέχει μαζί του. Ένα βοτσαλάκι και το κορμί μου.

Τελικά όμως δεν βούτηξα, δεν ήθελε κανείς άλλος, τα μαλλιά μου έμειναν στεγνά. Προχωρήσαμε ψάχνοντας τον ορίζοντα σιγοτραγουδώντας τα παιδικά τραγούδια που θυμόμασταν. Ήταν μια παράξενη μέρα και δεν είχα καν καταλάβει γιατί είχα συμφωνήσει, και μάλιστα με ενθουσιασμό, σ' αυτή την εξόρμηση.

Ο ήλιος είχε φτάσει στην ακμή του όταν ο ένας μετά τον άλλον δήλωσαν πως κουράστηκαν πια, δεν μπορώ άλλο, πρέπει να ανασάνω, να κάνουμε οικονομία δυνάμεων, ελάτε να ξαπλώσουμε όλοι μαζί, ας απολαύσουμε για μια ώρα τη φύση. Το γρασίδι ήταν δροσερό όμως κι ένιωθα το μυστικό να χτυπάει δυνατότερα τώρα. Τους άφησα χωρίς να τους πω τίποτα συγκεκριμένο, έφυγα με μαλακά βήματα, να μην νιώσουν ότι τους εγκαταλείπω ή ότι τους αποδοκιμάζω και μου φωνάξουν κάτι βλαβερό κι άχρηστο όπως πρόσεχε, μην πας πολύ μακριά, εδώ θα είμαστε, θα σε περιμένουμε. Τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω γιατί ανησυχούσα - κανείς δεν ασχολείτο μαζί μου, ο καθένας με τον εαυτό του μόνο, όπως έπρεπε κι όπως συνήθιζε.

Τα δέντρα...αχ τα δέντρα! Πόσο ήλιο είχαν δει, πόσα πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους, πόση ζωή και θάνατο είχαν δει; Ακούνητα και αμίλητα, με σκληρούς φλοιούς, τα αγαπούσα τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή. Όπως αγαπάμε την προσμονή κάποιου αγαπημένου. Το ξέρεις ότι θα τελειώσει, ο ήλιος θα πέσει και τα δέντρα θα γίνουν πάλι φυτά. Ωστόσο ήταν απ' τις μέρες που η υγρασία τους έδινε μυστηριακά χρώματα και οι λειχήνες άστραφταν. Να γίνω δέντρο κι εγώ κάποια στιγμή, ευχόμουν, σε μια άλλη ζωή ή σ' ένα μου όνειρο. Πόση ζωή είχε εκείνη η ώρα, το καταλαβαίνω τώρα.

Ήταν κατηφορικό το έδαφος και δεν ήθελα να ταξιδέψω προς τα κάτω, σαν να είχα κάποιο σκοπό, ήθελα να κάνω κύκλο, να δω ό,τι υπήρχε γύρω από την κατασκήνωσή μας. Κοιτούσα κάτω για αγριολούλουδα μα δεν είδα κανένα, μόνο βολβούς και πράσινα σαρκώδη κοτσάνια. Μα είναι κι αυτό κάτι, έτσι; Αν ήξερα τα φυτά θα μάντευα τι λουλούδια κρύβονται, θα ένιωθα τους παλμούς και θα περπατούσα με άλλη σιγουριά. Δεν είχα απομακρυνθεί όμως, περπατούσα διασχίζοντας, έτσι ένιωθα, ότι προσπερνούσα ένα μέρος για να πάω σε κάποιο άλλο.

Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή δεν άκουγα πια τους καταρράχτες, το κελαρυστό νερό, αλλά δεν το είχα καταλάβει παρά όταν συνειδητοποίησα ότι δεν άκουγα τίποτα.

Δεν φοβήθηκα. Υποχώρησα με ουδέτερη διάθεση και σεβασμό, σαν να μπαίνεις σε νεκροταφείο και να βλέπεις ότι γίνεται κηδεία εκεί, απλά φεύγεις. Η φύση εκεί ήταν ολότελα δικιά της και μπορούσα να την παρατηρήσω - αλλά δεν μπορούσα να την εξερευνήσω, να κόψω ένα κλωνάρι, να περάσω το χέρι μου στα φύλλα, ούτε να σκαρφαλώσω σε δέντρο. Δεν ήταν ότι δεν μου επιτρεπόταν - απλά δεν είχα τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλη φύση μπορεί να ήταν πιο συμβατή, εδώ  όχι. Θα γύριζα στην κατασκήνωση ούτως ή άλλως. Δεν φοβόμουν, δεν ένιωθα απειλή, μήτε οργή. Ανηφόριζα όμως λίγο πιο γρήγορα και δεν κοιτούσα πλατιά γύρω μου.

Τότε ήταν που άκουσα το τραγούδι. Ο άνεμος θρόιζε. Τα φύλλα μουρμούριζαν, πρώτα ένα δέντρο, μετά ένα άλλο. Μιλούσαν μεταξύ τους - τραγουδιστά, στ' ορκίζομαι. Σκέφτηκα αν έπρεπε να βιαστώ, ή να κοντοσταθώ. Σκέφτηκα, μήπως να κουλουριαστώ λίγο στη ρίζα της πλατανιάς, σαν ζωάκι ικέτης; Ή μήπως να κάνω στροφή και να γυρίσω απ' το δρόμο που είχα ξεκινήσει, να επιστρέψω άμορφα και βεβιασμένα, σαν να είχα μπει κατα λάθος σε εκκλησία ξένου δόγματος; Δεν ξέρω ακόμη γιατί μα οι σκέψεις ήταν σαν να μην με αφορούσαν. Σαν να διάβαζα οδηγίες σε εγχειρίδιο εξερεύνησης της φύσης. Ο λύκος είχε έρθει αθόρυβα και στην αρχή παραξενεύτηκα πόσο ασημένιος έμοιαζε, μια γούνα ατσαλένια, σκούρα γκρίζα σαν μπλε. Τα μάτια του όμως δεν με κοιτάξανε και συνέχισα να περπατώ με το τραγούδι, ανηφορίζοντας μαλακά, προσπαθώντας να μη χαθώ - χαζή προσπάθεια, δεν είχα καθόλου προσανατολισμό.

Ο λύκος με ακολουθούσε ακριβώς πίσω μου, άκουγα τα βήματά του να σπάνε τα ίδια κλαράκια, να βουλιάζουν στις ίδιες γούβες στο χώμα. Ο άνεμος θρόιζε δυνατότερα τώρα κι εγώ διψούσα. Τι θα μπορούσα να κάνω; Να σταθώ, να απλώσω τα χέρια μου, να κοιτάζω μόνο ψηλά στον ήλιο. Είναι όμως ωραία μια συντροφιά, σε κάθε περίσταση. Ξέρεις αυτό το εγγλέζικο ρητό, ένα δέντρο κάνει θόρυβο όταν πέφτει στο δάσος, αν δεν βρίσκεται κανείς να το ακούσει; Ο λύκος ήταν μεγάλος, δεν είχα ξαναδεί, μπορεί και να ήταν μικρόσωμος, αλλά δεν το ήξερα, με πλησίαζε αργά αλλά όχι απειλητικά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, ο λύκος δεν με τρόμαξε ούτε μια στιγμή. Ήμουν ξένο σώμα στα δέντρα, πολύ πιθανόν κι αυτός.

Έφτασα στο σημείο που έπρεπε να κάνω μια καμπή και να βγω στο πάνω μέρος του καταρράκτη. Θα έφευγα πιο γρήγορα απ' το δάσος, θα είχα ανασάνει βαθιά, θα έβλεπα τους άλλους και ο ήλιος θα έλαμπε ξανά λαμπερά. Κι αυτό δεν καταλαβαίνω. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα τον καταρράκτη. Δεν καταλαβαίνω γιατί - μου καρφώθηκε η ιδέα, όχι βίαια, αλλά σαν εγκυκλοπαιδική γνώση που ξαφνικά θυμήθηκα, ότι ο καταρράχτης ήταν ήρεμος μόνο στη δικιά μας πλευρά και αν επέστρεφα απ' την παράκαμψη του μυαλού μου θα έβλεπα την κρυμμένη του πλευρά. Και αυτός θα θύμωνε - δικαίως - και θα με τιμωρούσε. Τι παράξενο, τώρα που το λέω, αλλά τότε το είχα σαν σίγουρο δεδομένο, όπως ότι δεν πίνουμε νερό από ελώδεις λίμνες. Όπως ότι κλαίμε όταν στενοχωριόμαστε.

Συνέχισα τον ανήφορο λοιπόν και ο άνεμος συνέχισε να θροΐζει; δεν ξέρω - ειλικρινά δεν θυμάμαι. Το έδαφος ήταν διαφορετικό, με πολλά φύλλα, ξερά και φρέσκα και σάπια ανάκατα, χρώματα που δεν ξεχώριζες, αλλά μύριζα τη γη πολύ έντονα. Τότε είδα το μεγάλο δέντρο και σταμάτησα πριν καν καταλάβω ότι σταμάτησα επειδή παραξενεύτηκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο δέντρο, πολύ ψηλό - αλλά όχι πολύ ψηλότερο από τα άλλα. Είχε πολύ χοντρό κορμό όμως. Ήταν πολύ μεγάλο και σε ηλικία δέντρο, και δεν ήταν δυο τρία δέντρα μαζί. Πολύ χοντρός κορμός. Ο λύκος είχε σταματήσει κι αυτός.

Που λες, το δέντρο δεν είχε χαμηλά κλωνάρια. Το φύλλωμά του ξεκινούσε από πολύ ψηλά, αδικαιολόγητα ψηλά. Κάποιος το κούρεψε το δέντρο, πολλές φορές, όταν ήταν ακόμα δεντράκι. Κάποιος το είχε ξεχωρίσει. Μπορεί κάποιος να το είχε φυτέψει εδώ μόνο του κι αυτό να έδωσε ζωή γύρω του, να έκανε ένα δεντρόκηπο μόνο του για να μην νιώθει μοναξιά. Μπορεί βέβαια να ήταν και διαφορετικό δέντρο, να ήταν από άλλη φύση, και να επιβίωσε εδώ μόνο του, με τον αέρα να θροΐζει και τα δικά του φύλλα, τα πουλιά να γεννιούνται και στα δικά του κλαριά. Κάποια στιγμή όμως, το μεγάλο δέντρο ήταν ολομόναχο εδώ. Ίσως πριν τον καταρράχτη. Ίσως οι ρίζες του έφταναν μέχρι την υπόγεια πηγή. Κάποιος όμως του είχε κόψει πολλές φορές τα κλωνάρια του. Κάποιος το ξεχώρισε και θέλησε να το κάνει ξεχωριστό. Και μετά το άφησε να γίνει σαν τα άλλα δέντρα.

Τι παράξενο, πόση ώρα σταμάτησα, θα μπορούσε να είναι μισό λεπτό ή μισή ώρα. Ο λύκος με προσπέρασε χωρίς να τον καταλάβω αλλά όταν συνέχισε να προχωράει κατάλαβα ότι έπρεπε να τον ακολουθήσω και να αφήσω το μεγάλο δέντρο, χωρίς ν' αγγίξω τον κορμό του και χωρίς να μυρίσω το χώμα στη ρίζα του. Προχώρησα χωρίς καν να κοιτάξω πίσω μου. Δεν άκουγα πια τον άνεμο, μα αυτό δεν σημαίνει τίποτα, μπορεί να είχα συνηθίσει το τραγούδι του. Το χώμα είχε αλλάξει και το καταλάβαινα απ' τα βήματά μου, δεν κοιτούσα κάτω. Ούτε το λύκο. Κοιτούσα μπροστά μου, στο ύψος των ματιών μου. Ανηφόριζα πιο μαλακά τώρα και συνειδητοποίησα ότι σε λίγο θα κατηφόριζα, θα γύριζα στους καταρράκτες. Μπορεί οι άλλοι να είχαν κοιμηθεί. Ή να έκαναν μπάνιο στο νερό. Θα γύριζα κοντά τους και αν με ρωτούσαν θα τους έλεγα ότι είδα ένα μεγάλο δέντρο.

Και μετά δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πότε αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, θυμάμαι μόνο ότι είχα πλησιάσει αρκετά το λύκο και χάζευα την ουρά του για μερικές στιγμές. Δεν θυμάμαι αν ένιωθα ακόμα δίψα ή κόπωση, δεν θυμάμαι το φως ή τον αέρα. Θυμάμαι ξανά όταν είχα φτάσει πολύ κοντά στους καταρράχτες κι άκουγα έντονα τον παφλασμό, γιατί δεν άκουγα το θρόισμα ή τα πουλιά, ούτε τα δικά μου βήματα, κι ας είχε τόσες πέτρες εκεί, δεν ήταν μαλακό το έδαφος. Ήταν ένα πολύ απότομο κατηφορικό μονοπατάκι, ανοιγμένο από μικρόσωμα ζώα σίγουρα, κι όμως περπατούσα χωρίς προσοχή. Μάλλον επειδή ακολουθούσα το λύκο. Κι όμως, θα μπορούσα να είχα σκοντάψει πολύ εύκολα, έπρεπε να προσέχω το βήμα μου, όμως δεν το πρόσεχα. Μόνο όταν έφτασα δίπλα στον καταρράχτη κι ένιωσα τις σταγόνες στο πρόσωπό μου - τις μικρές σταγονίτσες, σαν πρωινή πάχνη, ξέρεις - ένιωσα να συνειδητοποιώ ότι οι άλλοι είχαν φύγει, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, μόνο εγώ και ο λύκος στο πλάι μου.

Σου ξαναλέω, δεν τρόμαξα. Λίγο μόνο παραξενεύτηκα. Ναι, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει, και να με είχαν αφήσει πίσω τους. Αλλά μου φάνηκε τόσο φυσιολογικό όπως εγώ που έφυγα κι άφησα το μεγάλο δέντρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει να ψάξουν γύρω τους, να δουν τα δέντρα, ή ίσως και να με ψάξουν, ήταν όμως σκέψεις αδιάφορες, κοινά ενδεχόμενα σαν το δελτίο καιρού μιας πόλης που δεν πρόκειται να επισκεφτείς.

Όταν ήρθατε ο λύκος είχε φύγει πριν λίγη ώρα, μάλλον σας κατάλαβε και δεν ήθελε να σας δει, ή να τον δείτε, δεν ξέρω, και συγγνώμη που το λέω έτσι, μην το πάρεις επιθετικά, δεν μ' ενδιαφέρει. Ο λύκος συνέχισε το περπάτημά του για τους λόγους του. Εγώ είχα ήδη μπει στο νερό. Βασικά όταν γδύθηκα ήταν για να δείξω - πού, δεν ξέρω, στο λύκο; Στη φύση; - τις ζωγραφιές στο σώμα μου και την ουλή στην πλάτη μου. Και ήταν σαν να έδινα γνώρα με το μαλακό γρασίδι όταν περπατούσα με γυμνά πέλματα, τα πέλματά μου είναι σκληρά εδώ και πολλά χρόνια, σαν να του έλεγα "γεια σου, έχω σκληρά πέλματα κι εσύ είσαι πολύ απαλό γρασίδι". Ο λύκος είχε ξαπλώσει κάτω αλλά δεν ήταν από κούραση, ήθελε κι αυτός να ακουμπήσει στο γρασίδι, να χαιρετίσει και να δει το νερό που άφριζε και κατέβαινε ορμητικό. Ήταν επόμενο να μπω στο νερό.

Αυτό που θυμάμαι, κι αν πρέπει να κρατήσεις κάτι απ' όλη αυτή την κουβέντα, ήταν ότι χάθηκα μόλις μπήκα στο νερό μέχρι το λαιμό. Το σώμα μου έγινε νερό κι έμειναν μόνο τα μαλλιά μου στεγνά, η ανάσα μου αθόρυβη. Είχα ακουμπήσει εκεί τη φύση και είχα βρει ένα σπίτι, πόσο λίγα σπίτια έχουμε άλλωστε, είχα βρει ένα ακόμη. Δεν θα ξαναρχόμουν, κι αν ερχόμουν το νερό δεν θα ήταν ίδιο, μήτε ο ήλιος, και το γρασίδι θα ήταν πιο μαλακό ή πιο σκληρό. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν σπίτι, κι ο λύκος ήταν σπίτι, και ζητώ συγγνώμη που αναστατωθήκατε κι ανησυχήσατε τόσο πολύ, αλλά δεν λυπάμαι καθόλου. Ήταν η ζωή, κατάλαβες; Και ο χρόνος. 

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Ήβνινγκ στόρυ

"Θα πρέπει να είναι κουρασμένος."
"Όχι σου λέω. Κάτι τον απασχολεί, είναι σκεπτικός."
"Κι όμως, νιώθω το τακούνι να σέρνεται."
"Το δεξί τακούνι πάντα το σέρνει, έτσι κι αλλιώς. Κάτι σκέφτεται, δεν μου το βγάζεις απ' το φερμουάρ μου."

Η αριστερή μπότα είχε δίκιο. Οι σόλες των αριστερών παπουτσιών του χαλούσαν πάντα πρώτες και οι αριστερές κάλτσες αποκτούσαν πρώτες τρύπες. Το αριστερό του πόδι οδηγούσε, πατούσε βαριά κι ακολουθούσε το δεξί. Ίσως επειδή το αριστερό πόδι ήταν μια ιδέα πιο κοντό; Αν και όλοι οι άνθρωποι έχουν μια ιδέα ανισομήκη τα άκρα τους.

Οι μπότες ήταν ξεβαμμένες μαύρες, σχεδόν ανθρακί ανά τόπους, δερμάτινες με φερμουάρ και τακούνι τύπου καουμπόη, τεσσάρων ολόκληρων εκατοστών. Όταν πατούσε πρώτα το τακούνι πήγαινε συνήθως σιγά, κάτι σκεφτόταν, ή περπατούσε με παρέα, ή ήταν κουρασμένος. Όταν το μετατάρσιο ακουμπούσε το δάπεδο μαζί με το τακούνι, περπατούσε ή καμαρωτός καμαρωτός ή απολύτως σφιγμένος, στην τσίτα. Έδειχνε ψηλότερος και πιο στενόμακρος, ο κοντόχοντρος λαιμός τέντωνε, όπως και το δέρμα στο σαγόνι. Τα μάγουλα έφευγαν, η παιδική του έκφραση γινόταν πένθιμη. Έμοιαζε σαν μόλις να είχε μάθει συνταρακτικά νέα και να μην μπορούσε να τα πει σε κανέναν.

Τα τακούνια χτυπούσαν διακριτικά στα μάρμαρα του πατώματος μέχρι που έφτασαν στο μπαρ και κρεμάστηκαν στη μεταλλική καμπύλη του σκαμπό. "Κουρασμένος, στα έλεγα γω!"

Το μακρύ καμηλό παλτό παραλίγο ν' ακουμπούσε το πάτωμα. Η χρυσοκαφετιά φόδρα χασμουρήθηκε απολαυστικά.

"Αχ, τι ζέστη! Σήμερα θα ξεκουραστώ κι εγώ, επιτέλους. Μια βδομάδα με φοράει κάθε μέρα, και βράχηκα και δύο φορές. Πότε θα ξεκινήσουν για τα καλά οι βροχές, να με βάλει στην ντουλάπα!"

Η δεξιά μπότα εγκατέλειψε το υποπόδιο ("Θα σε ξαναδώ σύντομα", πρόλαβε να πει) και με μια κομψή ελλιψοειδή τροχιά ακούμπησε σταυρωτά στην αριστερή μπότα. Την κουκούλωσε σχεδόν αμέσως το καφετί κασκόλ.

"Με πνίγεις!"
"Και τι θες να κάνω; Να γλιστρήσω στο πάτωμα; Κάνε υπομονή, μπότα! Σε λίγο θα με κρεμάσει στη ράχη του σκαμπό."
"Ανάπνεε απ' τη ραφή", είπε βαριεστημένα η γκρίζα τσάντα, που βρισκόταν ακόμα στην ποδιά του. "Κι εσύ κασκόλ, μπορείς να γλιστρήσεις λίγο αριστερά, δεν θα το πάρει χαμπάρι. Μάζεψε τα κρόσσια σου, δίκιο έχει η μπότα."

Το κασκόλ δεν είπε τίποτα, ντροπιασμένο, και παραλίγο να υπακούσει αμέσως. Όλα την υπολόγιζαν την γκρίζα τσάντα, ήταν από τα παλαιότερα υπάρχοντά του και την έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα μαζί του.

Η αριστερή μπότα περίμενε μήπως η τσάντα συνέχιζε να μιλάει - πολλές φορές τους έλεγε ιστορίες. Άκουσε τη δεξιά μπότα να ρουθουνίζει όσο σιγά σιγά, μαλακά κι ανεπαίσθητα, το κασκόλ απομακρυνόταν νωχελικά και "όχι όσο γρήγορα θα μπορούσε", σκέφτηκε λίγο πιο νευριασμένη. Τα κασκόλ έβλεπαν τα περισσότερα, ήταν μόνιμα κρεμασμένα στον καλόγερο. Τα παπούτσια πολύ σπάνια να έμεναν ξεχασμένα στο ραφάκι της εταζέρας της εισόδου - συνήθως παρέμεναν ξεχασμένα στο μπαλκόνι, να τουρτουρίζουν και να φοβούνται τα περιστέρια, που η αλήθεια είναι είχαν περισσό θράσος τελευταία.

Κι όμως, οι μπότες δεν θα έπρεπε να έχουν παράπονο, σκεφτόταν το καφετί κασκόλ. Δεν βγαίνουν συχνά από το σπίτι, αλλά έχουν πάει σε τόσα διαφορετικά μέρη. Έχουν πάει σινεμά, κι επισκέψεις, και αν σκεφτείς ότι είναι κατά βάση άβολες, κανονικά θα έπρεπε να ζουν κλεισμένες σε κούτα, όπως τα τρία ζευγάρια στο πατάρι. Το άσπρο ζευγάρι είχε να φορεθεί σχεδόν εφτά χρόνια, και πικραινόταν που το μόνο που είχε να πει ήταν παλιές ιστορίες, ειπωμένες και ακουσμένες πολλές φορές. Έτσι δεν έλεγε πια τίποτα. "Ενώ εγώ!...εγώ θα έπρεπε να βγαίνω κάθε μέρα από το σπίτι, όχι μόνο όταν κάνει τόσο κρύο. Είμαι το μόνο μάλλινο κασκόλ που έχει."

"Τι είπες εσύ;" αναφώνησε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα.

Ωχ! Πάλι μονολογούσε δυνατά. Ε, τι να κάνεις, ήταν δικιά του συνήθεια, και το κασκόλ την είχε ξεσηκώσει, έτσι ευσυνείδητα που τύλιγε το λαιμό του. Κρύωνε άλλωστε σπάνια, αλλά θα μπορούσε να κρυώσει εύκολα, είχε ευαίσθητο λαιμό. "Ε ναι, αυτό είπα. Είμαι το μόνο μάλλινο κασκόλ που έχει, θα έπρεπε να βγαίνω συχνότερα."

"Αχ, τι να πούμε κι εμείς! Δεν κρατάει πολύ το κρύο σ' αυτό το μέρος..." μονολόγησε η δεξιά μπότα, πράγμα περίεργο, αφού δεν είχε μείνει ποτέ σε άλλο μέρος.

"Προσοχή, προσοχή, ετοιμάζεται να παραγγείλει!" Σχεδόν φώναξε απ' τον ενθουσιασμό του το δαχτυλίδι.

"Θα πάρει αλκοόλ, τζιν με τόνικ. Όχι ψέματα! Βότκα με στυμμένο λεμόνι" απεφάνθη με υπεροπτική σιγουριά η τσάντα.

"Θα πάρει καφέ" είπε γελαστά το παλτό.

"Μπα, ξύπνησες εσύ; Καφέ εφτάμιση το βράδυ; Σύνελθε, μήπως έχασες και το μυαλό σου μαζί το γιακά σου;"

"Άκομψο σχόλιο" σκέφτηκε η αριστερή μπότα. "Απ' την άλλη, η γκρίζα τσάντα ξέρει πολλά..." "Και φοβάται μην καταλήξει κι αυτή στον καλόγερο όπως η μπεζ τσάντα", συμπλήρωσε νοερά η δεξιά μπότα.

"Και ναι, κυρίες και κύριοι. Πήρε καφέ. Καπουτσίνο διπλό ως είθισται" είπε παιχνιδιάρικα το δαχτυλίδι.

Το δαχτυλίδι πολύ σπάνια δεν έβγαινε απ' το σπίτι και κοσμούσε το δεξιό του δείκτη εδώ και 8 χρόνια. Πώς μπορεί το δαχτυλίδι να είναι τόσο καλομίλητο και ευδιάθετο, ενώ η γκρίζα τσάντα σχεδόν μονίμως σκυθρωπή και με έτοιμο το σαρκασμό στην εσωτερική της τσέπη; Αφού εκείνος τα κρατούσε σχεδόν το ίδιο συχνά και στο σπίτι αναπαύονταν ούτε μισό μέτρο μεταξύ τους. "Να θυμηθώ να ρωτήσω τα κόκκινα γυαλιά" σκέφτηκε το κασκόλ. Ήταν κι αυτά πολύ, πολύ παλιά - πάνω από 12 χρόνων.

"Τι λες να βάλει, κανέλα ή σοκολάτα;" ρώτησε η αριστερή μπότα τη δεξιά.
"Σοκολάτα. Νομίζω σ' αυτό το μέρος θα έχουν ωραία σοκολάτα."
Κι εγώ σοκολάτα νομίζω, σκέφτηκε η αριστερή μπότα. Ένιωθε την πίεση στο τακούνι σχεδόν βάρβαρη, και ήξερε ότι μόλις ερχόταν ο καφές και η πρώτη γουλιά θα άλλαζε θέση, θα ήταν εκείνη στον αέρα. Έκανε υπομονή. Η μπότα που έτρωγε το βάρος στην αρχή είχε μετά την ευκαιρία να δει όλο το εσωτερικό του μαγαζιού, να κάνει νωχελικές στροφούλες απ' τον αστράγαλο, να γαργαληθεί από τη σκληρή πατούσα, τα στενόμακρα στραβά δάχτυλα με τα μικρά νύχια.

"Κι όμως, δεν θα βάλει τίποτα", είπε η τσάντα με μια κάποια έκπληξη. Σαν να μονολογούσε, σκέφτηκε το κασκόλ.

"Τσικ, τσικ" είπε το δαχτυλίδι στο φλιτζάνι. "Γεια σου! Εγώ είμαι το δαχτυλίδι του. Δεν με αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ όταν είναι εκτός σπιτιού. Η πέτρα μου είναι από πράσινο σμάλτο και είμαι φτιαγμένο από ασήμι 950 - αρκετά σπάνιο οφείλω να πω!" κι άφησε ένα κουδουνιστό γελάκι.

Τελικά τα αντικείμενα μοιάζουν με τ' αφεντικά τους, σκεφτόταν το βαρύ παλτό, μισοκοιμισμένο από τη ζέστη του χώρου. Το δαχτυλίδι εκφραζόταν συνήθως έτσι, γοητευτικά κι αυτοσαρκαστικά, έλεγε βλακείες και χοντράδες και δεν γινόταν ποτέ ρεζίλι. Ήταν τόσο μικρό και είχε δεχτεί τόσα κοπλιμέντα κι ακόμα είχε την αγωνία να μιλήσει, να δείξει τη θέση του, να ακουμπήσει κάπου και να λέει χαζομαρίτσες. Ενώ εγώ είμαι βαρύ και ακριβό, και μου έκοψε το γιακά, και όχι μόνο, με πετσόκοψε. Κι όμως με κοιτούν οι άνθρωποι, το βλέπω, αλλά κοπλιμέντα δεν μου κάνουν. Μ' αγαπάει όμως, μ' αγαπάει πολύ, με επισκέφτηκε 3 φορές σ' αυτή την άθλια αποθήκη μέχρι να με υιοθετήσει. Θα μ' αγαπάει για πολλά χρόνια, το ελπίζω και το ξέρω.

"Τι όμορφα που με αγκαλιάζει!" είπε το μεγάλο λευκό φλιτζάνι. "Έχει όμορφα δάχτυλα, λεπτά και νευρώδη. Συνήθως με κρατούν με επιφύλαξη, μην τους κάψω - λες και είμαι κανένα τυχαίο, φτηνιάρικο φλιτζάνι! Φτιάχτηκα στην Αυστρία αν θέλετε να ξέρετε" πρόσθεσε κοκέτικα, και σώπασε περιμένοντας το νεύμα που θα συνέχιζε τη μακριά και, βαρετή φοβόταν κατά βάθος, ιστορία της ζωής του.

Πριν προλάβει να πει κάτι το δαχτυλίδι η γκρίζα τσάντα πετάχτηκε. "Εγώ φτιάχτηκα στις Πολιτείες."

Για ένα μικροδευτερόλεπτο όλοι σώπασαν. Το παλτό, καταφανώς διασκεδάζοντας, συμπλήρωσε τάχα αδιάφορα: "Ιταλία."

"Ιταλία κι εγώ" αναστέναξε ανακουφισμένο το κασκόλ. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε καλά: ή Ρουμανία ή Κίνα ή Τουρκία...προτιμούσε να λέει Ιταλία.

"Εμείς είμαστε από την Ινδία", είπε αδιάφορα η αριστερή μπότα, πότε επιτέλους θα πιει τη γουλιά του, έχει πρηστεί το πόδι του, το βράδυ πάλι θα πονάει και θα την πληρώσουμε εμείς στο τέλος!

"Στην Αυστρία ε; Πω πω - δεν έχω γνωρίσει πολλά φλιτζάνια απ' την Αυστρία" είπε αποφασιστικά το δαχτυλίδι. Τι αναίδεια, σκέφτηκε η τσάντα.

Το φλιτζάνι αναθάρρησε. "Ναι, από ένα μεγάλο εργοστάσιο. Έχω εκατομμύρια αδέρφια ξέρετε. Εγώ γεννήθηκα πριν από 6 χρόνια περίπου και έκτοτε βρίσκομαι εδώ. Αχ, αχ, με φίλησε!"

Η αριστερή μπότα άφησε έναν ανακουφισμένο αναστεναγμό και η δεξιά μπότα ξύπνησε, έτοιμη για τη βάρδια της.

"Έχεις πολύ καυτό καφέ;" ρώτησε το κασκόλ διασκεδάζοντας, γιατί αυτό μόνο ήξερε πόσο ευχάριστα έπινε τον καφέ του και πότε δεν του άρεσε και πολύ - ή καθόλου.

"Όχι, εδώ πολύ σπάνια θα είναι καυτός ο καφές. Τώρα λογικά θα ανακατέψει το αφρόγαλα."

"Πώς το ξέρεις;" συνέχισε το κασκόλ, ευχαριστημένο που μονοπωλούσε το διάλογο.

"Από τη γουλιά. Ήταν μεγάλη. Πήρε τη δόση του εσπρέσο που ήθελε".

"Θα πρέπει να έχεις πολύ καλό καφέ για να μην προσθέτει κανέλα ή σοκολάτα!" είπε το δαχτυλίδι. "Γιατί τόσος ενθουσιασμός", σκέφτηκε η τσάντα. Ένας καφές είναι. Όταν δεν ξέρει τι να πάρει παίρνει καφέ. Ελάχιστες φορές τον ευχαριστιέται στο φουλ, θα πρέπει να έχει ήλιο και να καπνίζει.

Μολαταύτα η τσάντα δεν κρατούσε κακία στο δαχτυλίδι - το βαριόταν μόνο. Το είχε φυλάξει στην εσωτερική της τσέπη με το φερμουάρ μερικές φορές. Δεν ήξερε να συζητήσει το δαχτυλίδι, ζούσε σ' ένα δικό του μοναχικό κόσμο. Δεν το λυπόταν. Είχαν ακούσει και δει κι αυτό κι αυτή πολλά. Ποιο το νόημα ν' ανταλλάζουν διαφορετικές απόψεις ίδιων γεγονότων;

Το δαχτυλίδι σκούντηξε το κουταλάκι. "Γεια σου! Είμαι το δαχτυλίδι του. Είσαι κι εσύ ασημένιο;"

"900 όμως," τιτίβισε το ασημένιο κουταλάκι. "Νομίζω ότι τα 925 μαυρίζουν πολύ γρήγορα."

Το δαχτυλίδι κοντοστάθηκε - "Με πρόσβαλλε; Με άκουσε και νόμισε ότι καυχιέμαι μήπως;" Οι λέξεις του ξέφυγαν χωρίς να τις συνειδητοποιήσει και χωρίς συντακτικά λάθη, μόνο με μια ναΐφ ποιητικότητα που πίστευε πως το εξέφραζε απόλυτα:

"Μια φορά έκλεψε ένα κουταλάκι και το χάρισε σ' έναν καταθλιπτικό. Ήταν πολύ μικρούλι κι ατσάλινο. Αναρωτιέμαι αν ο καταθλιπτικός το κράτησε."

"Εδώ σπάνια κλέβουν κουταλάκια" είπε θυμωμένη η τσάντα. "Δεν είναι τέτοιο μέρος" πρόσθεσε πιο αδιάφορα.

"Κι εσύ πού το ξέρεις;" γκρίνιαξε η αριστερή μπότα, το είχε πάρει απόφαση ότι θα παρέμενε στο ίδιο καμπύλο μέταλλο, αλλά δεν μπορούσε να το παίξει στωική. "Είσαι ακόμα στην αγκαλιά του."

"Σε λίγο θα με κρεμάσει στο γάντζο του μπαρ. Μου το είπε το κινητό του. Σε 5 λεπτά το πολύ. Κάνε υπομονή, έρχεται παρέα" ψιθύρισε η τσάντα ώστε να την ακούσει μόνο το παλτό, το κασκόλ και η αριστερή μπότα. Η δεξιά κοιμόταν ακούνητη εδώ και ώρα.

Την άκουσαν όμως όλοι. "Ελπίζω να μην αργήσει πολύ" είπε το φλιτζάνι κάπως ανήσυχο. "Έχει ήδη πιει το μισό καφέ. Μ' αυτό το ρυθμό θα αποχωριστώ την παρέα σας πολύ σύντομα και θα με βάλουν στο νεροχύτη."

"Μόνο αν πιει κάτι άλλο μετά" πετάχτηκε το κουταλάκι με την αστεία και σοβαρή φωνίτσα του. "Αλλιώς θα μας αφήσουν εδώ μέχρι να φύγει."

Το παλτό, μαχμουρλίδικο σαν καλοταϊσμένος γάτος, αναστέναξε: "Μακάρι να μείνουμε κάμποσο εδώ. Είναι τόσο ζεστά, και μ΄αρέσει να βλέπω παλτά σαν κι εμένα."

Το κασκόλ δεν είπε τίποτα. Απλώθηκε μόνο ανεπαίσθητα σαν ζεστή κουβέρτα στο γόνατό του. Ήταν ολόμαλλη τσόχα. Θα μπορούσε να με αγαπήσει βαθιά; Με φοράει μόνο όταν κάνει κρύο. Τον τσιμπάω, γι' αυτό. Δεν του πολυαρέσω. Μόλις βρει άλλο ζεστό κασκόλ θα με ξανακλείσει στο κουτί μαζί με τα παπιγιόν και τις γραβάτες. Ίσως όμως δεν αγοράσει ποτέ άλλο τόσο ζεστό κασκόλ. Εγώ του φτάνω και περισσεύω. Αφού κιόλας δεν κάνει ποτέ πολύ κρύο σ' αυτό το μέρος...

Το δαχτυλίδι χάιδευε νευρικά το κουταλάκι. "Συγγνώμη γι' αυτό, είναι που σκέφτεται πολλά πράγματα σήμερα" του ψέλλισε απολογητικά.

Το κουταλάκι γέλασε. "Μα δεν πειράζει! Έχω συνηθίσει. Γι' αυτό με φτιάξανε άλλωστε τόσο διακοσμητικό. Πλέον δεν με ενοχλεί ούτε όταν με ξεχνάνε μέσα στον καφέ. Αυτό που δεν μπορώ να συνηθίσω," συνέχισε σε ψηλότερο τόνο για να το ακούσουν όλοι, "είναι όταν με χτυπάνε ρυθμικά στο σερβίτσιο."

"Θα πρέπει να σε νευριάζει πολύ" είπε το κασκόλ γιατί είχε πολύ ώρα μιλήσει. "Έχεις πόνους μετά;"

"Μα όχι, δεν με νευριάζει καθόλου!" έβαλε τα γέλια το κουταλάκι. "Απλά πονάω το φλιτζάνι χωρίς να το θέλω. Και δεν έχει και νόημα να ζητήσω συγγνώμη, καταλαβαίνετε."

Κανείς δεν κατάλαβε, αλλά δεν αντιπαρήλθε κανείς τους.

"Σύρμα", σφύριξε η τσάντα. "Ξύπνα!" σκούντηξε τη δεξιά μπότα. Ο γάντζος ήταν μπρούτζινος με δύο θυλάκια - άραγε το κασκόλ θα κρεμιόταν δίπλα της ή θ' απλωνόταν πάνω απ' το παλτό; "Στο παλτό, στο παλτό" ευχήθηκε το κασκόλ, "θα ομορφύνω πάνω σ' ένα τόσο ωραίο παλτό, θα με αγαπήσει, θα με φοράει και χωρίς να με τυλίγει σφιχτά γύρω απ' το λαιμό του..."

Το δαχτυλίδι ακούμπησε ένα άλλο χέρι. "Σφιχτή χειραψία, μακράς διαρκείας, πολύ μαλακό χέρι, κάθε βράδυ ενυδατική, ένας ρόζος στον αντίχειρα - φρέσκος" είπε τραγουδιστά, πιο πολύ για να ευχαριστηθεί τη διάγνωσή του, να επιβεβαιώσει τη σοφία του, να εδραιώσει τη σημαίνουσα θέση του. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να το παίζεις μπλαζέ σαν την τσάντα. Άλλωστε το δαχτυλίδι το είδε, το φόρεσε στο δάχτυλό του, και ένα μήνα μετά το αγόρασε - και δεν τον απογοήτευσε ούτε μια φορά. Όχι σαν την τσάντα - που χωρούσε βέβαια πολλά πράγματα, αλλά όχι όλα όσα χρειαζόταν.

Το κασκόλ κρεμάστηκε βιαστικά στο αριστερό θυλάκι. Ακουμπούσε στο πάτωμα, τα κρόσσια του κείτονταν ανακατεμένα, αδρανή και κακομοίρικα στο πάτωμα. Τουλάχιστον ήταν σχετικά καθαρό, προσπάθησε να παρηγορηθεί. Δεν με αγαπά, δεν τον νοιάζει αν θα λερωθώ. "Δεν θα δούμε και πολλά πράγματα από εδώ" είπε στην τσάντα μ' ένα τρέμουλο που δεν ήξερε ότι το ένιωθε μέχρι που το ξεστόμισε.

"Μη σκας, και δεν θα μείνουμε πολύ εδώ" του είπε η τσάντα, ανέλπιστα παρηγορητική. "Κοίτα τις μπότες."

"Έχει δίκιο, το πολύ σε ένα τέταρτο θα φύγουμε" είπε ανακουφισμένη η αριστερή. Κρεμιόταν χαλαρή, ίσα που ακουμπούσε το υποπόδιο, δίπλα της η δεξιά, σαν φρόνιμες κολλεγιοπούλες. "Το βάρος έχει μετατοπιστεί στη μέση του. Στέκεται ίσιος και κλίνει ελαφρώς εμπρός. Ακούει σαν να περιμένει ν' ακούσει αυτό που θέλει."

"Θα συμφωνήσω, δεν θα μείνετε πολύ εδώ" είπε κάπως βαρύθυμα το φλιτζάνι. "Τα δάχτυλά του δεν είναι πια χαλαρά, με αγγίζει με τ' ακροδάχτυλα, και πίνει αθόρυβες γουλιές. Ίσα που με ακουμπούν τα χείλη του."

"Επίδειξη κάνει πάλι" μουρμούρισε η τσάντα. Το δαχτυλίδι χωρίς να την ακούσει σκέφτηκε το ίδιο.

Θα ήταν από αυτές τις φορές μάλλον, που θα άφηνε το δάχτυλό του και θα κρυβόταν στην εσωτερική τσέπη με φερμουάρ της τσάντας, παρέα με τα κλειδιά, το στικάκι μνήμης και τη μαύρη παραμάνα, που ήταν ξεχασμένη ολωσδιόλου. Μετά από μια-δυο ώρες θα ξαναέμπαινε στο δάχτυλο για να βγει για τα καλά μόλις έφτανε στο σπίτι. Και το πονούσε αυτός ο αποχωρισμός, με την απόγνωση που έχει ο ασαφής, αδικαιολόγητος, αστοιχείωτος πόνος. Του έχω χαρίσει τόσα κοπλιμέντα από αγνώστους. Γιατί δεν με φοράει ακόμα και στον ύπνο του; Γιατί δεν είμαι μαζί του στο κρεβάτι, στη θάλασσα, όταν είναι γυμνός - μόνο εγώ κι αυτός;

"Χα, χα! Ετοιμαστείτε για παράσταση" αναφώνησε το φλιτζάνι.

"Τι είναι, τι είναι;" φώναξε σχεδόν η δεξιά μπότα, που ξύπνια πια προσπαθούσε ν' αναπληρώσει τα χαμένα, κι ας τα έλεγαν μετά το βράδυ με την αδερφή της, ήθελε να έχει κι αυτή άποψη.

"Ο καφές τελείωσε - έμεινε όμως αρκετό αφρόγαλα!" Γιατί το λέει τόσο θριαμβευτικά, αναρωτήθηκε η αριστερή μπότα, αλλά ντράπηκε να ρωτήσει.

"Και τι σημαίνει αυτό;" ρώτησε καθαρά και στέρεα η δεξιά που είχε δικαιολογία ότι κοιμόταν τόση ώρα. Η αριστερή τη χάιδεψε με το τακούνι της - το κασκόλ την πρόσεξε. Αυτό ήξερε τι σημαίνει, αλλά δεν ήθελε να πει. Του φαινόταν σαν τον πρόδιδε.

"Αχ, δυστυχώς δεν βλέπετε με τι χάρη με κρατάει", συμπλήρωσε ντροπαλά το κουταλάκι. "Νιώθω σαν να με διαφημίζουν σχεδόν."

"Είναι μάστορας" είπε εντυπωσιασμένο το φλιτζάνι. "Χαϊδεύει το αφρόγαλα που έχει μείνει χωρίς σχεδόν να με αγγίζει το αγαπητό κουταλάκι. Τα δάχτυλά του κάνουν χορογραφία - βλέπω ότι ο άλλος  ξεστρατίζει συνεχώς το βλέμμα του προς εμάς."

"Λογικά τώρα θα του κάνει το κοπλιμέντο για μένα" είπε σφιγμένο το δαχτυλίδι, με μια λιγότερο κρυμμένη απ' ό,τι νόμιζε πικρία. Κι ας ήξερε ότι δεν είχε καμία σημασία. Τα κοπλιμέντα ήταν για τα δάχτυλά του, για το χέρι του, για τον ίδιο - μια πρόφαση ήταν το δαχτυλίδι.

"Τώρα θα με φιλήσει" μουρμούρισε το κουταλάκι, με τη φωνή του παράξενα βαθιά. "Η γλώσσα του είναι πολύ ζεστή. Καπνίζει πολύ, όχι όμως σήμερα."

"Πολύ σωστά" πρόσθεσε η τσάντα, δίνοντας το παρασύνθημα για λεπτομερέστερη περιγραφή. Το κασκόλ αισθάνθηκε μια ζέστη - ίσως κάποτε να βρισκόντουσαν κρεμασμένα στον ίδιο καλόγερο.

"Έχει τόσο μαλακά χείλη!" αναστέναξε το κουταλάκι. "Πάντα αυτό είναι το αγαπημένο μου σημείο της καριέρας μου."

"Ισχύει" είπε το φλιτζάνι αφηρημένα. "Έχει μαλακό στόμα."

"Τον κοιτάζει στα χείλη χωρίς να το καταλαβαίνει" συμπλήρωσε το δαχτυλίδι. Τσάντα, σού' ρχομαι, σκέφτηκε.

"Πόσο αφρόγαλα έχει μείνει;" ρώτησε ξυστά το κασκόλ, την είχε δει την παράσταση λίγες φορές, ήξερε το φινάλε. "Ανυπομονώ να τελειώσει;" αναρωτήθηκε.

"2-3 κουταλιές ακόμα" είπε λυπημένο το φλιτζάνι.

"2 τότε" είπε απότομα το παλτό, με τέτοια σιγουριά, σαν να το είχε ζήσει πολλές φορές. Μα πώς, σκέφτηκε αγανακτισμένο το κασκόλ, αυτό το παλτό είναι καινούριο!

"Θα φύγουμε σε λίγα λεπτά" ανακοίνωσε το δαχτυλίδι. "Ακούμπησε το κουταλάκι στο πιατάκι."

"Αυτό ήταν λοιπόν" συμπλήρωσε το κουταλάκι. "Δεν θα με φιλήσει ξανά. Δεν νομίζω να σας ξαναμιλήσω ποτέ."

"Ναι, δεν νομίζω να ξαναέρθω εδώ" είπε σιγανά η τσάντα. Δεν είπε "να ξανάρθουμε", σκέφτηκε το κασκόλ. Φοβάται κι αυτή όπως κι εγώ. Αλλά σαν να μην τη νοιάζει αν την αγαπάει. Δεν το καταλαβαίνω. Δεν την καταλαβαίνω. Ούτε αυτόν καταλαβαίνω.

"Το πόδι του είναι ήδη πρησμένο!" ακούστηκε σχεδόν απελπισμένη η αριστερή μπότα. "Θα μας βγάλει σε λίγο και μετά όταν μας ξαναβάλει θα του είμαστε στενές. Αχ ελπίζω να γυρίσουμε με ταξί απόψε σπίτι!"

"Αποκλείεται" την έκοψε βλοσυρά η δεξιά. "Νιώθω το πόδι του ξεκούραστο. Θα περπατήσουμε πάλι."

Τουλάχιστον, όσο αντέχει την αδερφή μου, δεν θα μας πετάξει, σκέφτηκε η αριστερή μπότα και παρηγορήθηκε. Τώρα ακουμπούσαν και οι δύο στέρεα στο πάτωμα και προσπαθούσε να αγκαλιάσει το πέλμα όσο καλύτερα γινόταν, να μην φανεί η νευρικότητα.

"Τι συμβαίνει;" ακούστηκε μισοκοιμισμένο το πορτοφόλι.

"Τίποτα, κοιμήσου" το καθησύχασε η τσάντα, που το είδε να βγαίνει για λίγα δευτερόλεπτα και να ξαναμπαίνει προσεκτικά στη θέση του.

Πρώτα είχε σειρά το παλτό. Ακούμπησε βαριά στους ώμους, τον τύλιξε σαν πανοπλία - το κομμένο V στο στήθος έχασκε πειθήνιο, η καρδιά εκτεθειμένη, ο θώρακας θα μπορούσε να κρυώσει εύκολα. Ένιωσε τα δάχτυλα να ψηλαφούν τις τσέπες. Ήταν όλα στη θέση τους. Είχε βαθιές τσέπες το παλτό, δεν θα του ξέφευγε τίποτα, δεν θα φανέρωνε τα μυστικά του - κι ας μην έκλειναν ερμητικά με φερμουάρ ή κουμπιά. Ήταν καλό παλτό, ζεστό κι εντυπωσιακό. Ήταν ένα παλτό άξιο να καμαρώνει κανείς.

Το κασκόλ δεν τύλιξε εντελώς το λαιμό. "Μάλλον θα πάμε με αυτοκίνητο" σκέφτηκε. Έμεινε να κρέμεται πάνω στο παλτό, τα κρόσσια του παρέμειναν ζαρωμένα...

"Αντίο σας" είπε το κουταλάκι και το δαχτυλίδι ένιωσε ότι μιλούσε σ' όλους εκτός απ' αυτό.

"Αντίο σας" είπε σιγά το φλιτζάνι, σχεδόν μηχανικά.

Το δαχτυλίδι δεν είχε βγάλει μιλιά. "Τώρα, τώρα θα με βγάλει και θα με ρίξει στην εσωτερική τσέπη και θα τραβήξει άτσαλα το φερμουάρ." Το φοβόταν και το προσδοκούσε, να γίνει επιτέλους, να ανασάνει, να μην φοβάται πια.

Η τσάντα ακούμπησε στον αριστερό ώμο. Παρέμενε ανοιχτή. Το λουρί της ήταν μεγάλο, ήταν μια τσάντα που τη φορούσε χιαστί, δεν μπορούσε κανείς να την κλέψει. Τώρα γλιστρούσε επικίνδυνα, το παλτό ήταν μεγάλο του, ή είχε μικρούς ώμους; Προσπάθησε να μείνει στη θέση της, να μη σκάσει στο πάτωμα, να μην του γίνει βάρος. Το χέρι του την κράτησε σταθερά κι εκείνη ένιωσε ότι η αγάπη είναι όση και οι άνθρωποι. Κάθε άνθρωπος αγαπάει κάτι. Κάθε άνθρωπος αγαπάει διαφορετικά.