Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Άτιτλο, για άλλη μια φορά.

 Το τέλμα. Και το βάραθρο. Μια σκοτεινιά πηχτή και άοσμη. Σε ναρκώνει, δεν ξέρεις πώς μπήκες και γιατί. Δεν ξέρεις πώς να βγεις. Δεν ξέρεις καν πώς ν' ανασάνεις.

 Περνάνε οι μήνες, τα χρόνια μες στην ανυπαρξία. Δεν κάνω τίποτα. Τίποτα όμως. Χαζεύω και συλλέγω άχρηστες πληροφορίες. Το γράφω μόνο και μόνο για να κάνω κάτι.

 Θέλω να γράψω "φοβάμαι". Μα είναι άσχετο, ίσως και ανώφελο. Τι θα πει "φοβάμαι"; Φοβάμαι πάρα πολλά πράγματα, δεν το δέχομαι σαν δικαιολογία, αν και μάλλον είναι η αιτία της κατάρρευσης. Μια κατάρρευση χωρίς γδούπο, άηχη, με πνιγμένες κραυγές και μάτια πεισματικά σφαλισμένα. Πέφτω, έπεσα, συνεχίζω να πέφτω και να κουλουριάζομαι σαν βρόμικο αδέσποτο ζώο. Δεν έχω τίποτα μέσα μου να με παρηγορήσει, για μένα. Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ πως μπορεί να γίνει στ' αλήθεια, να νιώσω ηρεμία και σταθερότητα. Φοβάμαι - νάτο πάλι το φοβάμαι.

 Φοβάμαι... την αποτυχία. Το τσαλάκωμα. Φοβάμαι ότι έχω στραμπουληχτεί ανεπανόρθωτα, όσο δραματικό κι αν ακούγεται. Φοβάμαι την πικρία, τη μιζέρια, την κακομοιριά.

 Πιο πολύ φοβάμαι ότι έχω χάσει μεμιάς εξάπαντος τη ζωή που θα έπρεπε να ζω, αυτή που ήθελα απ' όταν ήμουν νήπιο. Και δεν έχει νόημα πια. Δεν γίνεται, τίποτα πια. Φοβάμαι, και ντρέπομαι, κι έχω πολλές ενοχές που δεν τολμώ να ξεστομίσω.

 Προτιμώ να ονειρεύομαι.

 Ακούω στο μέγιστο της έντασης Calexico και ονειρεύομαι. Φοράω κάτι ασυνήθιστο και ήσυχο. Φοράω γυαλιά ηλίου με ανοιχτούς φακούς. Δεν κρύβω πια τα μάτια μου, τα προστατεύω. Περπατάω αργά, γιατί δεν βιάζομαι, δεν τρέχω, δεν ντρέπομαι πια. Κάθομαι κάπου κι ανάβω ένα τσιγάρο που στρίβω απαλά, κοιτώντας το. Οι άνθρωποι με προσέχουν μα δεν τολμούν να μ' ενοχλήσουν. Με ξεχνάνε και με αφήνουν στην ησυχία μου.

 Ονειρεύομαι ότι όλοι με παραδέχονται. Και με αφήνουν στην ησυχία μου. Δεν ζητάνε τίποτα. Δεν έχω ν' αποδείξω τίποτα. Ούτε να περιμένω.

 ...Χαρακτήρισέ με με μια λέξη, σου είχα ζητήσει. Και έγραψες "όταν". Όταν. Με πόνεσε και με πονάει λιγάκι γιατί ήταν εύστοχο. Δύσκολα δέχομαι τη διαφάνειά μου όταν φαίνονται τα ισχνά μου πλευρά και μια τόση δα μελανίτσα που έχω χαμηλά αριστερά στην πλάτη. Μια μικρή μελανιά που θα μπορούσε να είχε γίνει από ένα απότομο σήκωμα στη ντουζιέρα ενός ξενοδοχείου, η βρύση χώθηκε στο κρέας μου, πόνεσα και γέλασα από μέσα μου και δεν το είπα σε κανένα. Ή μπορεί να είναι ένα σημαδάκι-ενθύμιο από μια πέτρα. Πώς να παραδεχτώ, ή το ένα ή το άλλο;

 Όταν, λοιπόν. Όταν καταφέρω να κάνω πράξη τις φαντασιώσεις μου. (Δηλαδή ποτέ).

 Ίσως είναι που θέλω να βαστώ το παράπονό μου σαν φυλαχτό. Σαν καρδούλα από κεχριμπάρι που μέσα κρύβω τον αναστεναγμό και το θυμό μου, που χωρίς αυτά τι θα κάνω; Θα ζήσω; Πώς; Πώς θα ζήσω χωρίς τις λυπητερές μου ιστορίες; Τι θα έχω τότε; Τι αξία θα έχουν οι αγαπημένες στιγμές χωρίς τις άσχημες, να μου θυμίζουν, να με συνετίζουν, να αγαπώ, ν' αγαπιέμαι, να... φοβάμαι;

 Κι εδώ που έρχεται να πω κάτι που ξεκινάει με το πρέπει. "Πρέπει" ν' ανασκουμπωθώ, "πρέπει" να συνέλθω. Και επειδή δεν έρχεται το "θέλω" πρώτα... δεν κάνω τίποτα.

 Τίποτα. Για πόσο;