Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Story of my day of my life

 Φτάνει μια μέρα που κοιτάς πίσω σου και λες, τι έκανα τόσο καιρό; Τι έχω;

 Ξυπνάς. Καλά ή κακά, με παρέα ή καλαμιά στον κάμπο. Ξυπνάς, ανοίγεις τα μάτια σου, συνειδητοποιείς ότι έχεις μια μέρα μπροστά σου, ώρες 24 να περάσουν. Μέσα σ'αυτές τις 24 ώρες περιμένεις, προσδοκείς, εύχεσαι να συμβεί κάτι. Μια αλλαγή, κάτι. Ξυπνάς, και σηκώνεις το κορμί σου απ' το κρεβάτι και πας στο μπάνιο και πλένεις το πρόσωπό σου από τη νύχτα και τα όνειρα που ποτέ δεν θυμάσαι, ωστόσο σίγουρα είδες, επιμένεις σ'αυτό, είχες όνειρα. Βουρτσίζεις τα δόντια σου, να γίνουν στιλπνά, να έχεις φρέσκια αναπνοή, χτενίζεσαι, να είναι περιποιημένο το πρόσωπό σου τουλάχιστον. Έχεις πλέον αφήσει τη νύχτα πίσω σου, δεν μπορείς να ξαναπέσεις στο κρεβάτι, δεν μπορείς να κοιμηθείς ενώσο έχει έρθει η καινούρια μέρα.

 Σέρνεσαι αργά, νωχελικά όταν νιώθεις καλά, στην κουζίνα να φτιάξεις καφέ. Ο καφές για σένα σημαίνει ενηλικίωση. Οι μεγάλοι άνθρωποι πίνουν καφέ το πρωί για να ξυπνήσουν. Παλιά ξεκίνησες με φραπέ μέτριο με γάλα. Κατόπιν έπινες νες, μέτριο με γάλα. Μια μέρα είχε τελειώσει κι έτσι απλά έφτιαξες ελληνικό. Ο νες είχε τελειώσει, δεν τον είχες εγκαταστήσει έγκαιρα και έφτιαξες ελληνικό, επειδή αυτός υπήρχε στο ντουλάπι, μέτριο χωρίς γάλα. Σου άρεσε, δεν το περίμενες, τον είχες κάνει ελαφρύ και θύμιζε γαλλικό. Συνέχισες να πίνεις ελληνικό το πρωί. Όταν πήγαινες για καφέ ζητούσες φρέντο εσπρέσο-μέτριο στην αρχή, σκέτο στη συνέχεια. Το καθιέρωσες, έπινες τους καφέδες σου σκέτους, σου άρεσε, σου αρέσει, ένιωθες και πολύ σοφιστικέ. Για χρόνια έπινες φρέντο εσπρέσο σκέτο, χειμώνα καλοκαίρι. Κατόπιν ερωτεύτηκες και δανείστηκες τον εσπρέσο διπλό σκέτο-λούνγκο. Και τον καθιέρωσες. Ο έρωτας έζησε κρυμμένος για ενάμιση χρόνο, όταν βγήκε στο φως έζησε για πέντε μέρες. Άνευ αναταπόκρισης. Κράτησες τον καφέ. Σ'αρέσει να αφήνουν επιρροές οι έρωτές σου, να κρατάς ενθυμήματα σαν τάματα περασμένα στο λαιμό σου. Τώρα στο σπίτι έχεις γαλλικό, ελληνικό και νες. Κι έχεις ξαναγυρίσει στον μέτριο με γάλα της νεότητας σου, που κρούει πλέον τα κουδουνάκι ότι ξεθωριάζει χωρίς γυρισμό. Φτιάχνεις τον καφέ σου και λυπάσαι τον εαυτό σου, που περιμένεις να γίνουν ζωή τα σενάριά σου για να πάρεις μια καφετιέρα και να φτιάχνεις στο σπίτι σου τον καφέ που σου αρέσει. Φτιάχνεις τον καφέ σου μηχανικά, επειδή πρέπει να πιεις καφέ κι όχι τσάι, επειδή καπνίζεις και με το τσιγάρο πάει ο καφές κι όχι το τσάι, ο χυμός, το γάλα. Φτιάχνεις τον καφέ που δεν σου αρέσει και πολύ για να σου κρατήσει πιο πολύ. Δυο γουλιές αρκούν για ένα τσιγάρο.

 Ενεργοποιείς τον υπολογιστή. Λες ότι θα κάτσεις μια ωρίτσα και μετά θα σηκωθείς, να βγεις έξω, θα πας να ψωνίσεις, θα πας στα μαγαζιά, θα πας να περπατήσεις ακούγοντας ραδιόφωνο. Οι ωρίτσες γίνονται τρεις, τέσσερις, και τα μαγαζιά κλείνουν. Δεν πειράζει, λες, θα κάτσω μέσα και θα κάνω τις δουλειές μου. Θα σιδερώσεις. Θα σκουπίσεις. Θα διαβάσεις, θα γράψεις. Θα καθαρίσεις το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη. Πίνεις καφέ και τραβάς μια τζούρα. Και η ώρα πάει απογευματινή κι έχεις αφήσει τις ώρες της μέρας σφάγιο στον υπολογιστή μπροστά. Ένα μαύρο λαπτοπάκι, με κομψό και νεανίζοντα σχεδιασμό, που είναι 8 χρόνων πλέον και εδώ και τέσσερα κρασάρει. Σβήνει, στο άσχετο. Αφήνει ένα ρόγχο αχνό και αισθητό και απενεργοποιείται μόνο του. Δεν αντέχει ούτε ο υπολογιστής. Εσύ πώς αντέχεις;

 Η μέρα έφυγε, ο ήλιος χαμηλώνει, οι άνθρωποι γυρίζουν από τις δουλειές τους και εσύ είσαι ακόμη στον υπολογιστή. Δεν έχεις κάνει τίποτα. Οι δουλειές σου φαίνονται βουνό, άσχετα που η λογική σου λέει ότι μόνο βουνό δεν είναι. Σκούπισμα και σφουγγάρισμα θέλουν λιγότερο από μια ώρα. Το μπάνιο θέλει είκοσι λεπτά. Το σιδέρωμα κρατάει όσο ένα επεισόδιο βίντατζ ελληνικής κωμικής σειράς. Δεν φεύγεις. Δεν κατεβάζεις ούτε ταινίες. Χαζεύεις, ρούχα, κουτσομπολιά, άχρηστες πληροφορίες, ξεκούραστες.

 Κι έρχεται η νύχτα. Ακούς απ' το παράθυρο το ανοιχτό την πόλη να ησυχάζει. Να γλυκαίνει μ' ένα παράξενο τρόπο, σαν άρωμα νυχτολούλουδου να έχει απλωθεί παντού, τόσο που δεν το καταλαβαίνεις εκτός αν σ'αρέσει πάρα πολύ το νυχτολούλουδο. Όλα είναι ίδια εκτός απ' το νυχτολούλουδο που τα πνίγει με μια αγκαλιά σαν πάχνη. Τότε είναι που οι χρωματιστοί τοίχοι παίρνουν φωτιά και φαντάζουν κακόγουστοι, σαν απομιμήσεις, χονδροειδείς και προσβλητικές, του Μοντριάν. Η λεκάνη με τα ασιδέρωτα στέκεται σαν τοτέμ, σαν τους τεράστιους κάδους που βλέπεις στο δρόμο κάτω από μια οικοδομή, γεμάτους μπάζα και άχρηστα οικοδομικά υλικά, τόσο φοβερά και τόσο για λύπηση ταυτόχρονα. Η σκόνη, μια γκρίζα ανάσα, παρουσιάζεται μόνο με το υποκίτρινο φως της λάμπας, στο φως του ήλιου δεν υπάρχει, γίνεται ένα με τις σταχτιές ανταύγειες στα πλακάκια. Μια τσάντα με ένα ζευγάρι κάλτσες μέσα κι ένα μαγιό, θύμηση μιας εκδρομής στη θάλασσα που δεν έγινε, στέκει παρατημένη δίπλα στο καλοριφέρ. Το σπίτι σου. Έχεις περάσει τρία χρόνια σ' αυτό το σπίτι που σε πνίγει χωρίς να το ξέρει, γιατί εσύ πνίγεσαι. Δεν έχεις φύγει απ' αυτό το σπίτι.

 Ήρθε η νύχτα. Σβήνεις τον υπολογιστή. Κουράστηκες τόσες ώρες. Αλλά δεν κουράστηκες τόσες μέρες-ακόμα. Χαζεύεις στην τηλεόραση σειρές που έχεις ξαναδεί και ξαναδεί. Μια οικειότητα πολύτιμη και λυπηρή. Είναι ζωή σου όλα αυτά. Δεν είναι προετοιμασία για κάτι καλύτερο. Είναι η ζωή σου αυτά. Είναι μια ζωή, η δική σου, μόνο, που κυλάει και φεύγει σαν το ρέμα δίπλα στις καλαμιές, που είχε τόσα κουνούπια και μύριζε ώρες ώρες φοβερά. Θέλεις να κοιμηθείς. Και φυσικά, δεν μπορείς. Βαρύ είναι το τίποτα. Το κενό ασήκωτο. Δεν μπορείς να κοιμηθείς. Και δεν μπορείς καν να σκεφτείς ότι κι αυτή η μέρα που έφυγε είναι ίδια με αυτή που θα έρθει.

 Κοιμάσαι. Κοιμάσαι. Κοιμάσαι, με το κλιματιστικό στον ανεμιστήρα για μία ώρα. Κοιμάσαι, όσο μπορείς.

 Και φτάνει μια μέρα που κοιτάς πίσω σου και δεν έχεις ξεκουραστεί καθόλου. Το αντίθετο. Η κούραση σε πλακώνει και δεν μπορείς εύκολα να αναπνεύσεις. Δεν έχεις ξεκουραστεί καθόλου. Μα είναι φυσικό, λες. Όλα είναι φυσικά. Αχ, ας ερχόταν μια μέρα που δεν θα ξυπνούσα... πας να σκεφτείς, και τότε ξυπνάς απότομα. Ξυπνάς απότομα, και ανοίγεις τα μάτια σου. Έχεις ξυπνήσει. Δεν μπορείς να κουνήσεις τα μέλη σου, είναι σαν πηλός ψημένος στον ήλιο, εύθραυστος και βαρύς. Δεν μπορείς να κινηθείς.

 Και ξανακοιμάσαι.