Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Καπνός και σκόνη

 Όταν ήμουν μικρούλι λεπιδόπτερο, με άλλα χρώματα στα φτερά μου, γύρω στα έντεκα νομίζω, δοκίμασα πρώτη φορά τσιγάρο. Έβλεπα τον μπαμπά μου να καπνίζει στην κουζίνα και πολύ απλά, με μια αναπόφευκτη προκλητική διάθεση όμως, τον κοίταξα λοξά (ειδικότης μου) και τον ρώτησα:

 -Ρε μπαμπά. Να δοκιμάσω;

 Κουλ ο φάδερ, δεν έπαιξε βλέφαρο, μου τείνει το Κεράνης του και μου δίνει οδηγίες:

 -Θα ρουφήξεις βαθιά, παίρνοντας βαθιά ανάσα με ανοιχτό στόμα.

 Έβγαλε και ήχο, ένα συριστικό χαμηλό ήχο σαν καραμουζάκι. (Παρόλο που οι καραμούζες βγάζουν κατά κανόνα ψηλό, ψιλό ήχο. Καραμουζάκια υπάρχουν άραγε;)

 Πειθήνια και χαρούμενα, παίρνω το τσιγάρο και κάνω ό, τι μου είπε ο μπαμπάς μου. Φυσικά πήρα όλο τον καπνό με τη μία, κάηκα, πλάνταξα, έβηξα, αηδίασα κι άλλα έντονα ρήματα. Ο φάδερ με ένα μειδίαμα εκνευριστικό κι αξιαγάπητο δεν έβγαλε κιχ, δίνοντάς μου χώρο να γογγύξω με την ησυχία μου.

 Φυσικά η πρώτη μου επαφή με το κάπνισμα με αποθάρρυνε αρκετά χρόνια, ώσπου γνώρισα και κάναμε παρέα με τη Μαίρη, που κάπνιζε Μάρλμπορο κόκκινο και σπανιότερα λάιτς. Δεν της πήρα τσιγάρο μέχρι που ήμουν δεκαεφτά και είχαμε βγει βραδάκι και για μένα ήταν τεράστιο γεγονός και ένιωθα μια αισιοδοξία σπάνια και αισθανόμουν πως ναι, ό, τι θέλω κι ονειρεύομαι, μπορεί να γίνει κι αλήθεια κάποια στιγμή. Μήπως το τσιγάρο έδινε μια παραπάνω νότα πραγματικότητας στα σενάρια ονειροφαντασιώσεων που με ξελάσπωναν καθημερινά; Μήπως θα μου άρεσε το τσιγάρο, και αυτό ήταν το πρώτο βήμα στο ταξίδι μου; Πρόθυμη η Μαίρη μου έδωσε το πακέτο να πάρω (όσα θέλω;) και άναψα, αρκετά κομψά θυμάμαι. Η υπόλοιπη παρέα θυμάμαι δεν ενθουσιάστηκε. "Σβήστο, τώρα!" με αληθινά αγριωπά μάτια. Θυμάμαι και μια έκπληξη. Σαν να ήταν πραγματικά αταίριαστο και ποταπό, ακόμα, για μένα. Τρεις τζούρες νομίζω πρόλαβα, και το έσβησα πολύ δραματικά στο (υπαίθριο) πάτωμα, με τη Μαίρη να φωνάζει εις μάτην να της το δώσω για να το σβήσει η ίδια τεχνηέντως και να μην πάει χαράμι, ακριβά ήταν από τότε τα τσιγάρα.
 Βέβαια είχε προηγηθεί μια νύχτα, που το σκοτάδι ήταν ψυχρό και μαλακό, που έκλεψα ένα από το πακέτο του μπαμπά. Ο Κεράνης είχε κλείσει και το είχε γυρίσει, φυσικά φυσικά, στα κόκκινα Μάρλμπορο. Θυμάμαι το γλυκό μούδιασμα, την παράξενα οικεία ζαλάδα, και μια αίσθηση υποχώρησης, σαν να είχα χάσει κάτι σε μια παρτίδα που δεν ήξερα τους κανόνες και ακόμα δεν ήξερα την... τιμωρία μου. Έπλυνα τα δόντια μου στο καπάκι και έφαγα ένα σοκολατάκι για να μην μυρίζει το στόμα μου. Κατόπιν έστειλα μήνυμα στη Μαίρη. Δεν θυμάμαι καλά, της είπα ότι έκανα ένα τσιγάρο και μου άρεσε αλλά "είδα κι έπαθα να μην βρομάει το στόμα μου. Εσύ που ξέρεις" (...!) "πες μου τι να κάνω για να μην εθιστώ." (!!!) Θυμάμαι καλά την απάντησή της, έγραφε με κεφαλαία η Μαίρη. "Κοίταξε να δεις εγώ το πρώτο μου τσιγάρο το έκανα πριν ενάμιση χρόνο και μετά από έξι μήνες άρχισα να καπνίζω κανονικά, μέχρι τότε έκανα ένα τσιγάρο όποτε μου κάπνιζε!"
Μας φώτισες. Τεσπά, δεν θυμάμαι αν κατάλαβα τίποτα ουσιαστικό τότε, αλλά χάρηκα και ασιθάνθηκα λιγότερη μοναξιά επειδή μου απάντησε (έστω και άσχετα) και δεν με μάλωσε ή με αποπήρε.

 Στο μεταξύ είχε αρχίσει και ο Μ. να καπνίζει. Μου άρεσε το στυλ του, μου άρεσε που είχαμε καλύτερες σχέσεις μέρα με τη μέρα, και μαζί του μπορούσα να δείχνω την κούραση και τη μελαγχολία μου (αν και τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει). Και το τσιγάρο που μου έδινε ήταν συμβολικό, μια παρέα, ένα σημάδι ότι είμαστε πιο κοντά, τον μιμούμουν άρα του έμοιαζα και είχα κι εγώ έναν άνθρωπο παραπάνω να κάνω παρέα. Μου άρεσε γι' αυτό το λόγο το τσιγάρο, μια ιεροτελεστία μύησης στον πραγματικό κόσμο, και ένα βήμα παραπάνω στη ζωή που καλούσε ακόμα τις νύχτες σαν τριζόνι. Νομίζω ο μπαμπάς μου το είχε καταλάβει, δεν ξέρω αν τον κατσάδιασε με το σοβαρό, "σε ρίχνω στο φιλότιμο" τρόπο του, αλλά νομίζω ότι εμένα δεν μου είπε τίποτα, αρκετές εντάσεις είχαμε και χωρίς το αντικαπνιστικό κήρυγμα.

 Φτάνει η χρονιά που έδινα Πανελλήνιες δεύτερη φορά. Χάλια μαύρα από άποψης οικογενειακής ευτυχίας, κοινωνικότητας, ακόμα κι ονειροπόλησης. Δεν έβλεπα φως στον ορίζοντα, κι αδυνατούσα να συγκεντρωθώ όπως χρειαζόταν. Γύρω στο Πάσχα θυμάμαι ένα πρωί στο περίπτερο:
-Ένα Μάλμπορο δεκάρι κι ένα αναπτηράκι, παρακαλώ.
Γιατί άλλωστε η κομψότητα ήταν ανέκαθεν κινητήριος δύναμη. Το δεκαράκι Μάρλμπορο, μικρό και τσέπης, μου ταίριαζε πολύ παραπάνω από τα μεγάλα πακέτα-γκουμούτσες που έβλεπα και έκαναν ΌΛΟΙ οι άλλοι. Το αυτόν με το αναπτηράκι, που μπορούσε να κρυφτεί μια χαρά και στο μικρό τσεπάκι του τζιν. Κίτρινο συνήθως (βέβαια, λόγω αχρωματοψίας, συχνά κατέληγα με πράσινο λαχανί, που το σιχαίνομαι) αλλά και άσπρο, να ταιριάζει με το πακετάκι. Αρκετά πιο πριν θυμάμαι είναι που έκανε ο μπαμπάς τη ματσαράγκα και άφησε επίτηδες δυο τσιγάρα στο πακέτο του, κι εγώ το χαζό δεν πήρα όλο το πακέτο, αλλά πήρα το ένα μόνο! Αυτό με πρόδωσε, όχι ότι μου κάηκε καρφί, αλλά θυμάμαι ήρθε ο αδερφός μου και μου είπε με κάτι ντροπιασμένα γέλια ότι ο μπαμπάς το είχε κάνει επίτηδες.

 Θαρρώ πως ο πατέρας μου δεν μου είπε ποτέ "μην καπνίζεις". Θυμάμαι τις παραινέσεις του, με ένα μειλίχιο και κάπως βαριστημένο τόνο, "Κρίμα είναι", μου 'λεγε, κι εγώ βλάκας είμαι που καπνίζω και τέτοια. Αλλά εκτιμώ τη συνέπειά του, αν μη τι άλλο, δεν μου απαγόρευσε αυτό που ο ίδιος απολάμβανε. Αυτός ήταν κι ο άλλος σημαντικός λόγος που ξεκίνησα να αγοράζω το δικό μου πακέτο: ήθελα να μπω στο κλαμπ. Ήθελα να με πάρουν επιτέλους στα σοβαρά, να μου δώσουν σεβασμό και ίσως και προσοχή. Να ενηλικιωθώ στα μάτια τους.

 Η μάνα είχε πλάκα. Μη καπνίστρια, καθόλου υστερική μ' αυτό όμως, αν και του είχε απαγορεύσει να καπνίζει στην κρεβατοκάμαρά τους, δεν μάσαγε καθόλου κι όταν δειλά δειλά θρασύτατα άρχισα να πρωτοεμφανίζω το πακετάκι μου τίποτα Κυριακάτικα μεσημέρια μετά το φαγητό, κάτω από το βαριεστημένα κατσουφιασμένο βλέμμα του μπαμπά, η μάνα ανελάμβανε αντιπολιτευτική δράση. "Κάπνισε, παιδί μου! Κάπνισε!"
Γιατί σου λέει, χαζοτερτίπι είναι, άστο να κάνει το κέφι του τώρα, και σιγά να μην το κάνει νόμιμο.
Ή άσε να μην φέρνω κόντρα ούτε σαν υποψία, από αντίδραση καπνίζει, εφηβική επανάσταση. Άκακα πράματα.
Εδώ γελάμε. Ή μάλλον κάποιους μήνες πιο μετά, όταν σε αυτά τα μεσημέρια εγώ άναβα την τσιγαριά μου με υφάρα "αν τολμήσετε πείτε μου τίποτα, να δείτε πότε θ' αρχίσω να στριγκλίζω" και ο καλός μου αδερφός, με τα μυαλά του κατοικημένα από τότε, ντρεπόταν να μοιραστεί την κάπνα του-αλλά κοντά στο βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Και μια που δεν έτρωγα εγώ κήρυγμα δεν μπορούσε να φάει κι αυτός. Ίσως αυτό να του στέρησε λίγη από τη δικιά του μυσταγωγία, δεν ξέρω. Γεγονός είναι ότι στις Πανελλήνιες εγώ είχα το πακετάκι μου στο τσαντάκι μου, και το άναψα αι σε καφετέρια μια φορά, αλλά το θέαμα ήταν αρκετά αστείο νομίζω, άσε που πήγαν και το είπαν του πατέρα μου ότι καπνίζω (ρουφιανοχώρι γαρ).

 Παρηγοριά. Παρεούλα. Κάτι δικό μου. Ένα σημάδι δύναμης. Πραματάκια πολύτιμα.

Πάντως εκείνο το καλοκαίρι αν κάπνιζα πέντε τσιγάρα τη μέρα ένιωθα σαν να είχα κάψει τους πνεύμονές μου. Αργότερα, στη σχολή, το πακέτο μου κρατούσε τρεις μέρες κάπου. Σπάνια δύο.

Πόσες ιστορίες!... και πόσα διαφορετικά σήματα.

  1. Μάρλμπορο δεκαράκι. Νομίζω δεν κυκλοφορεί πια. Και καμελάκι δεκάρι υπήρχε, αλλά δεν το ήξερα τότε. Πάντως κοινός τόπος στις συζητήσεις μεταξύ καπνισμένων ήταν η κοινή συνιστώσα πως το τσιγάρο στο σχολείο το ξεκινάς έιτε με Μάρλμπορο είτε με Κάμελ.
  2. Χρυσή κασετίνα Καρέλια. Αχ, τι όνομα, αχ τι συσκευασία! Από τον αδερφό τα έμαθα αυτά. Ωραία τσιγάρα! Μια φορά είχα βγει με γονείς και μεγάλη παρέα τους και πέρασαν δυο κοπέλες που κάνανε πρωώθηση, ω τι σύμπτωση, στη χρυσή κασετίνα. Ο φάδερ, παιχνιδιάρικα και προβοκατόρικα, είπε δυνατότερα από το συνηθισμένο του στη μια κοπέλα ότι είναι η μάρκα μου, αυτή με ύφος "ώχου παρατήστε με" του αποκρίνεται ότι το νεαρό της ηλικίας μου είναι απαγορευτικό για να καπνίζω. Από την άλλη άκρη του τραπεζιού εγώ έτεινα το πακέτο μου, κι εκείνη, έκπληκτη-ενοχλημένη, μου έτεινε ένα. Μιλάμε, είχα θράσος.
  3. Άσσος ιντερνάσιοναλ. Φτηνά, δύο είκοσι θυμάμαι. Βαριά. Λίγο πικρά. 
  4. Μάρλμπορο μέντα. Αυτά γιατί μ' αρέσανε; Θυμάμαι το χρώμα των, ένα μεταλλικό βεραμάν. 
  5. Κάμελ νάτσουραλ (καφέ). Αυτή ήταν η μάρκα μου. Μου ταιριάξανε απόλυτα, νόμισα. Πανάκριβα, πλέον έχουν πάει τέσσερα τριάντα. Βαριά, με βαρύ άρωμα, σε πολλούς δεν άρεσε καθόλου. Πρωτότυπο πακέτο. Δεν είχα γνωρίσει κάποιον να κάνει τα ίδια, άλλο ένα γεγονός-παράσημο για την υπερηφάνειά μου. Μια φορά τα είχα ζητήσει σε ένα ψιλικατζίδικο στην Κυψέλη και ο μαγαζάτορας μου έγνεψε αρνητικά και μου είπε σκωπτικά: "Λάθος γειτονιά!"
  6. Κάμελ μπλακ. Μια δυο φορές είχα πάρει, μετά καταρήθηκαν. Πολυτέλεια. Ωραίο, ωραίο τσιγάρο.
  7. Καπνός Ολντ Χόλμπορν Μπλε. Ακρίβυναν, το γύρισα στον καπνό, βαρύς αυτός, βαριά και τα χαρτάκια, ρίζλα μαύρα, σαν κόλλα φωτοτυπικού ήταν.
  8. Καπνός καρέλια. Ωραίο χαρμάνι, αλλά πολλά ξύλα μέσα. Επιπλέον, δεν με έκαιγε, οπότε δεν τον κράτησα πολύ.
-Ειρήσθω εν παρόδω, πάντα έκανα βαριά τσιγάρα, και ένιωθα και πολύ μεγάλη περηφάνια, αμ' πώς. Ξεχείλιζε η μαγκιά, νόμιζα, από τα μπατζάκια. Τρομάρα μου.

 Κάπου εκεί είναι που έχασα και τα πολλά κιλά και το τσιγάρο έγινε και σύμμαχος. Δεν έτρωγα το βράδυ, γιατί δεν είχα όρεξη να φάω και είχα μπει σε διαδικασία πολέμου με τον εαυτό μου και τις ανθρώπινες λειτουργίες μου, ψυχή τε και σώματι. Οπότε, έκανα δυο τσιγάρα παραπάνω, και πρόμπλεμ σολβντ. Δύναμη. "Δεν θα φάω." Ε, και δεν έτρωγα.

 Πέρασαν πολλά χρόνια. Ακρίβυναν κι άλλο τα τσιγάρα. Συνέχισα να στρίβω και να καπνίζω, συχνά μηχανικά γύρω στα εφτά ημερησίως, εκτός αν έπινα αλκοόλ, που γίνονταν δέκα.

Κι εκεί ήρθε η πλαστική καρδούλα μου. Η κόκκινη, στιλπνή καρδούλα μου, που αν την έβαζες στο αυτί σου σου έλεγε αστείες ιστορίες και τζαζ αυτοσχεδιαστικά νανουρίσματα. Και εγένετο μια μέρα που αισθάνθηκα ότι αυτό που ήθελα να γίνω, που δεν περιελάμβανε τσιγάρο, κακή διατροφή, δείπνα για δύο εγώ και τα ρούχα μου, πράξεις απόγνωσης και αυτιστικής φυγής, ξενύχτια άσκοπα και βοβυβούς λυγμούς, ξεκινούσε σήμερα. Εκείνο το πρωί του περασμένου Νοεμβρίου.

 Αργά το πρωί. Καφεδάκι εσπρεσούλι από κάψουλα και το απαραίτητο τσιγάρο. Το πρωινό τσιγάρο. Η πρώτη τζούρα μετράει μόνο άλλωστε. Κι αυτό το πρωινό τσιγάρο μου στέρησε ένα φιλί στο στόμα. Κατανοητόν απολύτως. Κι έτσι απλά (;) έκοψα το κάπνισμα.

Γύρισα σπίτι μου με ένα σχέδιο στο μυαλό μου. Δεν θα καπνίσω. Να δω πώς θα πάει. Δεν θα καπνίσω. Τελος.
Τελείωσα με το κάπνισμα. Καπνίζω πολλά χρόνια. Δεν θέλω στο μέλλον να καπνίζω, δεν θέλω στο μέλλον να αναγκαστώ να το κόψω. Δεν θα καπνίσω άλλο.
Και δεν κάπνισα. Έτσι απλά. Δεν το λιγουρευόμουν. Ένιωθα υπέροχα-ότι επιτέλους έκανα ένα ουσιαστικό βήμα να γίνω αυτό που ονειρεύομαι. Και δεν ήθελα να καπνίσω. Ήξερα τι εστί τσιγάρο, το είχα ευχαριστηθεί, δεν με ευχαριστούσε πια. Δεν με εξυπηρετούσε.

Γύρω μου άκουγα μπράβο, ο πατέρας δεν με πίστευε, ούτε ο αδερφός μου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά μου. Έφυγα από το κλαμπ, δεν με διώξανε. Με ηρεμία και χάρη -αχ αυτή η κομψότητα, η χάρη...
Σταμάτησα να πίνω εσπρέσο διπλό λούνγκο. Σταμάτησα να έχω την ανάγκη των απασχολημένων χεριών.

Ήταν ωραία.

Αλλά ξανακάπνισα. Ήρθε ο αδερφός μου και του έκλεψα ένα τσιγάρο. Κι έγινε κι άλλο, κι άλλο.
Κι εκεί, ήρθε η φλασιά! Εκείνο το πρωί πήγα κι αγόρασα τσιγάρα. Έκανα δυο, τρία, τα απήλαυσα πλήρως. Κι έγραψα αυτό το κείμενο που μ' αρέσει τόσο πολύ. Και σαν επιβράβευση συνέχισα να αγοράζω πακέτα.

Ήταν το μυστικό μου. Είχα τόσο πολύ ανάγκη να έχω ένα μυστικό. Κάτι αμόλευτο, κάτι αποκλειστικά δικό μου. Να μην το ξέρει κανείς, να μην μπορεί να το πειράξει κανένας.

Σαν να έλεγα, ωραία, κάπνισα, το έκοψα, τώρα μπορώ να κάνω ό, τι θέλω χωρίς να πρέπει να αποδείξω τίποτα πουθενά, θα κάνω αυτό που μου αρέσει. Αλλά φυσικά, δεν υπολόγισα τον εθισμό. Γιατί καλά τα λέω, και καλά έχω σε βάθρο τη θέληση και το πείσμα μου, αλλά δεν μπορώ εύκολα να πω τώρα "το κόβω". Γιατί το κίνητρο είναι να προσέξω τον ίδιο μου τον εαυτό, και σε αυτό υστερώ. Υστερώ πολύ, και πολλάκις, και παντοδαπώς.

Και ΄τωρα λέω το μυστικό μου. Δεν ξέρω αν θα το διαβάσει κανείς. Για μένα το κάνω. Για να μην πιάνει πια σαν μυστική ιεροτελεστία. Γιατί πραγματικά θέλω τσιγάρο μόνο μερικές φορές στην παραλία, μετά από έντονη βουτιά. Κι εκεί ακόμα, θέλω τα δικά μου τσιγάρα, τα κάμελ καφέ. Εν τέλει.

Κανείς από τους κοντινούς μου ανθρώπους δεν θα μου κάνει παρατήρηση ούτε θα μου κόψει την καλημέρα. Αν (θέλω να) το κόψω στ' αλήθεια, πρέπει να το κάνω για μένα, αναλαμβάνοντας εξολοκλήρου την ευθύνη. Αυτό είναι κάτι καινούριο αλλά μου φαίνεται και λίγο σαν υποχρέωση, γιατί αυτό πραγματικά είναι ενηλικίωση, και νιώθω ότι έχω καθυστερήσει ανυπόφορα πολύ σ' αυτό τον τομέα.

Δεν ξέρω αν θα το αποφασίσω. Νομίζω πως θα το κάνω. Δεν ξέρω τη διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης αδυναμίας και του φυσικού ελαττώματος. Με άλλα λόγια, δεν ξέρω αν καπνίζω για να κερδίσω κάτι ή επειδή το ρημάδι είναι κολλητικό και εγώ είμαι ακόμα μια τέτοια περίπτωση εθισμού.
Πολλές σκέψεις, αλλά αισθητά λιγότερες και πιο αδύναμες από τις σκέψεις του Νοέμβρη.

Ωραία ήταν πάντως που δεν κάπνιζα. Μ' άρεσε πολύ.