Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Ο κύριος Θλίψη.

Ένα σφραγισμένο μπουκάλι για τ@ Μ.

Ο κύριος Θλίψη δεν λεγόταν στο επώνυμο "Θλίψη".Το κανονικό του επώνυμο δεν το θυμόταν κανείς εκτός τον ίδιο,κι επειδή δεν έβρισκε κάποιον που να τον ενδιέφερε,δεν είχε τύχει να το πει σε κάποιον για πολλά χρόνια.Δεν τον ενοχλούσε το "κύριος Θλίψη",κυρίως επειδή είχε το "κύριος"μπροστά.Η θλίψη ήταν μια κατάσταση γι'αυτόν όπως το χρώμα των ματιών του:ουδέτερη.Χωρίς αρνητικό ή θετικό πρόσημο δηλαδή,όπως αν τον φώναζαν "ο κύριος Καστανομάτης".Έβρισκε μάλιστα αρκετά ευχάριστο ότι τον χαιρετούσαν τα παιδιά στην παιδική χαρά,έστω και περιπαικτικά,ή όταν τον καλούσαν για καφέ ή πορτοκαλάδα,με ένα ευδιάκριτο,θρασύ οίκτο.Οι ώρες περνούσαν πιο γρήγορα,και οι μέρες και οι βδομάδες,κι έτσι ο κύριος Θλίψη δεν περίμενε πολύ μέχρι τις ευτυχισμένες του στιγμές:τα πρωτοβρόχια και το πρώτο μπουμπούκι του μενεξέ του.

Ο καλύτερος φίλος του κυρίου Θλίψη ήταν ο μενεξές του.Έμενε σε μια πήλινη γλάστρα στο γείσο του παραθύρου της κουζίνας.Εκεί είχε αρκετό φως του ήλιου και λίγη φασαρία.Είχε λεπτό,κομψό άρωμα κι έντονα χρώματα.Δεν μιλούσε,ούτε περπατούσε,απλά έκανε παρέα στον κύριο Θλίψη.Καταλάβαινε πολλά πράγματα,αλλά λιγότερα από όσα ήθελε.Δεν καταλάβαινε γιατί φώναζαν τον κύριο Θλίψη έτσι,και δεν θα τολμούσε να τον ρωτήσει ακόμα κι αν μπορούσε λόγω ευγένειας.Πραγματικά,ο μενεξές είχε κρυμμένη στα μαβιά του πέταλα μια πολύ τρυφερή χρυσαφένια καρδιά-όπως κι όλοι οι μενεξέδες άλλωστε-που αγαπούσε πολύ τον κύριο Θλίψη και τον ευχαριστούσε περισσότερο.

Και ο κύριος Θλίψη άλλωστε αγαπούσε πολύ το μενεξέ του,αλλά ένιωθε μερικές φορές ότι δεν τον αγαπούσε αρκετά.Όταν ξεχνούσε να πάρει τις καραμελίτσες του τη σωστή ώρα,μετά ένιωθε πολύ βαρύς και καμπούριαζε.Κι αυτό ίσως θα περνούσε αν ξάπλωνε αρκετή ώρα στο κρεβάτι του,αλλά ο κύριος Θλίψη στεκόταν μπροστά στο μενεξέ και κοιτούσε αυτόν και το δρόμο από κάτω του.Δηλαδή,δεν τους κοιτούσε ταυτόχρονα,αλλά μια τον έναν και μετά τον άλλον.Ο μενεξές τρόμαζε κάπως,αλλά υπήρχαν φορές που τα μάτια του κυρίου Θλίψη δεν φαίνονταν από τα πολλά πυκνά δάκρυα,και τότε έτρεμε τρομοκρατημένος.Αυτό μπορούσε να κρατήσει από δέκα λεπτά έως δώδεκα ώρες,ώσπου ο κύριος Θλίψη είτε έτρεχε βιαστικά κι απρόσεχτα κι άρπαζε μια άσπρη καραμελίτσα που την κατάπινε στη στιγμή είτε κοιμόταν σε μια καρέκλα της κουζίνας,κουλουριασμένος.Γι'αυτό κι ο μενεξές έβαζε όλα του τα δυνατά να είναι όσο πιο όμορφος κι ευωδιαστός γινόταν όταν ο κύριος Θλίψη χάιδευε τα πέταλά του και τον πότιζε κρύο νερό.Ο κύριος Θλίψη τότε αναστέναζε κι έσφιγγε δυνατά την πήλινη γλάστρα και με τα δυο του χέρια.

Μια μέρα ο ήλιος έλαμπε πάρα πολύ,τόσο πολύ που μια ηλιαχτίδα άγγιξε την καρδιά του μενεξέ κι εκείνη φανερώθηκε ολόκληρη.Ο μενεξές ανατρίχιασε,αλλά ένιωθε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν και δεν σταματούσε,τόσο δυνατό ήταν.Από κείνη τη στιγμή ο μενεξές δεν ήταν ποτέ ο ίδιος,το άρωμα του έγινε μεθυστικό και ψήλωσε πολύ.Έστρεψεε με καμάρι την καρδιά του προς τον ουρανό και πολλές ηλιαχτίδες τον τρύπησαν.Πονούσε λίγο και φώτιζε ολόκληρος.Ο κύριος Θλίψη δεν κατάλαβε αμέσως την αλλαγή.Ωστόσο ένα απόγευμα,όταν ψηλάφιζε τον λεπτό του μίσχο,ο μενεξές δεν στάθηκε ίσιος και περήφανος όπως τις άλλες φορές.Τα πέταλά του είχαν ζαρώσει λιγάκι και είχε χάσει μερικά φύλλα.Συνοφρυώθηκε πολύ ο κύριος Θλίψη εκείνη τη στιγμή,γιατί κατάλαβε πως η ζωή του μενεξέ θα μπορούσε να τελειώσει κάποτε και να μείνει χωρίς φίλο.Αν όμως ο μενεξές μπορούσε να μιλήσει,θα του έλεγε ότι ο μίσχος του ήταν τόσο ευλύγιστος,επειδή χόρευε με τις ηλιαχτίδες,και στα πεταλά του έκρυβαν τα μυστικά τους οι ηλιαχτίδες,και τα πεσμένα φύλλα ήταν για να παίζουν κρυφτό οι ηλιαχτίδες.Αλλά ο μενεξές δεν μπορούσε να μιλήσει στον κύριο Θλίψη.

Έτσι ο κύριος Θλίψη μετέφερε το μενεξέ και τη γλάστρα του στο μπαλκόνι που ήταν στην άλλη,ήσυχη πλευρά του σπιτιού.Εκεί ο μενεξές είχε μόνο ησυχία.Περίμενε με όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα τις ηλιαχτίδες,όμως αυτές δεν έρχονταν,και ούτε μπορούσε να δει τον ήλιο.Ο μενεξές έκλαψε πολύ πικρά.Δεν ήταν πάλι ο ίδιος:τώρα δεν μπορούσε να χαρεί με το δροσερό νερό του κυρίου Θλίψη ούτε με τα χάδια του.Έγινε αδιάφορος και πολύ λυπημένος.Δεν ξαναέριξε φύλλα στο χώμα,άφησε όλα τα κρυμμένα μυστικά στα πέταλά του να τα πάρει ο άνεμος και κοίταζε μόνο μπροστά,στον μεγάλο άκαμπτο τοίχο.Όταν ο κύριος Θλίψη πήγε να τον δει ξανά,για πρώτη φορά χαμογέλασε.

Ο μενεξές πληγώθηκε βαθιά μόλις είδε τον κύριο Θλίψη να χαμογελάει που ο μενεξές είχε χάσει τις ευτυχισμένες του στιγμές με τον ήλιο.Δεν σταμάτησε να τον αγαπάει,ούτε να τον ευχαριστεί,αλλά πλέον ήξερε πως αγαπούσε περισσότερο τις ηλιαχτίδες.Κι αποφάσισε να πάει να τις βρει.Ήξερε ότι δεν θα πήγαινε πολύ μακριά λόγω της βαριάς γλάστρας,αλλά αν έβρισκε μόνο μία ηλιαχτίδα,θα μπορούσε να της πει γρήγορα πού μένει τώρα κι έτσι θα ξαναέβρισκε το φως.Δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον κύριο Θλίψη,οπότε ήθελε να του πει πρώτα "γεια" και να δει εκείνος πού πηγαίνει.

Έτσι,την επόμενη μέρα,ο μενεξές ετοιμάστηκε για το ταξίδι.Δυστυχώς όμως ο κύριος Θλίψη ξέχασε να φάει την καραμέλα του και κοιτούσε τον μενεξέ με τόσο στενοχωρημένο ύφος,που ο μενεξές δεν τόλμησε να του εκφράσει το "γεια".Δεν μπορούσε όμως και να ξεχάσει τις ηλιαχτίδες.Έτσι,τη στιγμή που τα μάτια του κυρίου Θλίψη γέμισαν δάκρυα,ο μενεξές έβαλε όλη του τη δύναμη και πέταξε προς το δρόμο.Η βαριά γλάστρα τον εμπόδισε να πετάξει πολύ μακριά,όμως τη στιγμή που άγγιξε το δρόμο έσπασε σε χίλια κομμάτια κι ο μενεξές ήταν πλέον ελαφρύς,σχεδόν όσο μια ηλιαχτίδα.

Ο κύριος Θλίψη,μόλις είδε τον μενεξέ να πετάει,έβγαλε μια φωνή και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.Τα δάκρυα ήταν εκεί,όμως εκείνος έβλεπε πολύ καθαρά.Πλησίασε αργά το παράθυρο,είδε τον μενεξέ στο δρόμο με την πήλινη γλάστρα σπασμένη κι έμεινε να τον κοιτάει πολλή ώρα.

Και μετά,με μια γρήγορη κίνηση,πέταξε προς τον φίλο του τον μενεξέ.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Φιλί με ανοιχτά μάτια

 Ο έρωτας είναι μια κατασκευή. Αξίωμα. Και δεν το λέω υποτιμητικά, κατασκευή είναι και το μετρό που έχει σώσει κόσμο. Ο έρωτας είναι ένα παζλ, όλες οι απορρίψεις μας και οι επιθυμίες μας και τα κλισέ που λαχταράμε μετουσιώνονται, μπαίνουν στο χωνευτήρι και βγαίνουν σε συσκευασία δώρου, που ανεξαρτήτως περιεχομένου η μόνη και βασική μας έγνοια είναι ο φιόγκος να είναι κολλαριστός κι ατσαλάκωτος. Ό,τι άλλο περιέχει είναι "έρωτας" οπότε το αφήνουμε στην ησυχία του, κλείνουμε τα μάτια και φιλάμε. Ή φιλιόμαστε, αναλόγως.

 Στο μεταξύ, πλαστικές καρδούλες ξεχειλίζουν απ' τις τσέπες μας, πέφτουν στο χώμα, λασπώνονται, τις πατάμε, ξεχωρίζουν κατακόκκινες και γυαλιστερές σαν σπυριά ροδιού που σπάμε την Πρωτόχρονιά-για γούρι!

 Και λυχνείας σβησθείσης, δεν μπορείς να δεις αν μόνο εσύ φιλάς με ανοιχτά τα μάτια.

 Και σκέφτεσαι. Παρατηρείς. Βλέπεις. Πλασίμπο το παραμύθιασμά σου, τελικά. Στημένο παιχνίδι. Σικέ παράσταση, πλέιμπακ.

 Καιαιαιαι μεγαλώνει το κενό. Σκάβεις, προσπαθείς να μεγαλώσεις το κενό να ξαπλώσεις μέσα και, επιτέλους, να κλείσεις τα μάτια...