Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Το κόκκινο πλαστικό.


Θέλω να χωρίσω.
Θέλω να χωρίσω όμως εδώ και πολύ καιρό. Ήθελα να χωρίσω από την πολύ αρχή. Οπότε δεν πιάνεται.
Συνήθισα σε προσπάθειες, συνήθισα σε συνετές σκέψεις, εθίστηκα στην καθημερινή απόδειξη της χρησιμότητάς μου. Να φαίνεται πόσο καλά μπορώ να κάνω τόσα πολλά πράγματα. Να παρηγορώ, και να κάνω παιδικά, εύκολα πείσματα και εφηβικά παράπονα.
Να αγαπώ σαν εξάσκηση. Να αγαπώ επειδή είναι το σωστό. Να αγαπώ επειδή αγαπιέμαι.
«Μάθε να αγαπάς». Τι ανοησία. Όλοι ξέρουμε να αγαπάμε. Αλλά θέλουμε να αγαπιόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο.
Κι όμως, είχα πολλές στιγμές που ένιωθα, ναι, κάτι έχω καταφέρει, είμαι 2 σκαλιά παραπάνω, έχω κάνει μια ενήλικη σχέση, αγαπάω, αγαπιέμαι, βρίσκω δυσκολίες και προσπαθώ να τις ξεπερνάω, μαγειρεύω, σιδερώνω, βγαίνω για ψώνια, πατάω τις φωνές, το βουλώνω, ειρωνεύομαι, σηκώνω το τηλέφωνο και λέω «αγάπη» κι όχι το όνομά σου.
Το γράφω και πονάω. Σε αγαπώ. Πολύ ή λίγο; Δεν ξέρω. Πολύ ή λίγο, τι θα πει αυτό;
Σ’ αγαπάω πολύ, άρα πρέπει να μείνω μαζί σου; Σ’ αγαπάω λίγο, άρα χωρίζω;
Μου λείπει ο τρόπος που σε κοιτάζω, μου λείπει η παρουσία σου σαν τοτέμ στη ζωή μου, μου λείπει η ανάσα σου λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος, μόνο στη σκέψη ότι θα σου πω να χωρίσουμε.
Τρέμω στην ιδέα να σε δω να καταρρέεις, να απελπίζεσαι ολοκληρωτικά, να με κοιτάς με αληθινή, αυθεντική, σκληρή συντριβή. Δεν μπορώ να σε φανταστώ να το δέχεσαι σχεδόν στωικά, αδιαμαρτύρητα. Δεν αντέχω να πω ότι «τώρα, αυτή τη στιγμή, θα σε πληγώσω βαθιά. Θα κάνω το φόβο σου πραγματικότητα.»
Αυτό που σε αιφνιδιάζει, και σε καρφώνει στο στενό μπαλκονάκι να κοιτάς το κενό χωρίς να μπορείς να κουνηθείς ή να αναπνεύσεις.
Θέλω να σε κρατήσω και να κλάψω μαζί σου, αλλά δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω αν μου κρύψεις τα αισθήματά σου. Αν το δεχτείς σαν τετελεσμένο. Αν ήξερες ανέκαθεν ότι θα γινόταν και τώρα απλά, μια μεγάλη πέτρα έφυγε απ’ την τσέπη σου, και νιώθεις τώρα ένα κενό, που το ξέρεις, το ξέρεις καλά, ότι πριν περάσει πολύς καιρός θα σε ανακουφίσει ιδιαίτερα.
Προσπάθησα και προσπαθώ, με τους όψιμους ενήλικους τρόπους μου, αλλά και με τρυφερά χέρια και ξένοιαστα χαμόγελα, να σου δείξω πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή – αλλά ξέχασα κάτι εξαιρετικά βασικό.
Αν πρέπει να εξωραϊζω την πραγματικότητα, αν κρίνω ότι υπάρχει τέτοια ανάγκη, τότε κατά πάσα βεβαιότητα αυτή θα μου σκάσει στα χέρια κάποια στιγμή. Και θα φταίω εγώ, που την είχα στην αγκαλιά μου σαν άγριο γατάκι.
Ακούω πάλι τις Ώρες. “Are you happy?” με είχες ρωτήσει στις αρχές. Και σου είχα πει ναι, με δισταγμό, που το έκανε ακόμα καλύτερο. Δισταγμός γιατί φάνηκε σαν να εκπλησσόμουν κι εγώ από την καταφατική απάντηση.
Ήταν όμως και σαστιμάρα. Και ένα μεγάλο κουβάρι ευθύνης στα χέρια. Της δικιάς σου ευτυχίας, που έψαχνε ακατάβλητα να βρει παραστάτη.
Σκέφτομαι το στόμα σου που μικραίνει όταν στενοχωριέσαι, το πιγούνι σου το σφιγμένο. Τα μάτια σου, γεμάτα παράπονο εγκαταλελειμμένου παιδιού. Τα μαλλιά σου, που μάκρυναν κι έχουν όλη τη μυρωδιά του κορμιού σου.
Σκέφτομαι πόσο ξεδιάντροπη είναι η δύναμη της συνήθειας, σκέφτομαι πόσα αναχώματα έφτιαξα για να μην καταρρεύσω όταν έρθει μια στιγμή που δεν θα μπορώ να σε ξαναδώ. Σκέφτομαι πόσο καλά έμαθα να υπεκφεύγω και να προστατεύω την οπτική μου. Σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να περιμένω να μου έρθει τίποτα, κι αν θέλω να ζήσω κάτι, καλύτερα να το ψάξω μέσα μου.
Από την αρχή, από την αρχή, ήμουν με το ένα πόδι έξω – από την αρχή ήξερα ότι δεν ήθελα να πάρω την ευθύνη σου, κι όχι επειδή φοβόμουν την ευθύνη per se, τελικά – από την αρχή σε έζησα σαν πείραμα, σαν έξοδο προς την κανονική ζωή.
Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι ναι, σ’ αγαπώ, και ναι, έχω δίκιο που μου σπας τα νεύρα, και όχι, δεν είναι κακό αν θέλω να χωρίσω.
Σκέφτομαι πόσο πρόστυχο είναι να αγνοείς με υπεροψία τα κουδουνάκια και να λες στον εαυτό σου, και να το πιστεύεις, “no big deal”. Έχω πολλά κομμάτια μέσα μου που μου αποδεικνύουν τέτοιες ώρες ότι δεν αξίζω να αγαπηθώ – και δεν ξέρω ν’ αγαπήσω.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Καλοκαίρι


Έλα να πάμε ένα ταξίδι
Να φτιάξουμε βαλίτσες
Να φύγουμε

Έλα να πάμε ένα ταξίδι χωρίς σκοπό
Να βάλουμε τις βαλίτσες στη μέση του χολ
Και να πετάμε άτακτα ό, τι θέλουμε
Να ξεχάσουμε επίτηδες τα χαρτομάντιλα και τις πετσέτες μας
Να πάρουμε βαρετά βιβλία και πολλές κάλτσες
Να εκνευριστούμε και να μετανιώσουμε
Να επιμείνουμε εγωιστικά σ’ αυτό το ταξίδι
Μέχρι που κάποιος να σπάσει και να μην αντέχει
Να μην θέλει άλλο θέατρο
Και να αρχίσει να ουρλιάζει στη μέση του χολ.

Έλα να πάμε ένα ταξίδι, εγώ κι εσύ
Να φύγουμε μαζί, να ονειρευτούμε
Να νανουριστούμε με το λίκνισμα και τον παφλασμό
Να πούμε τα μυστικά μας χωρίς φόβο
Θα τα πάρει όλα η θάλασσα
Έλα να φύγουμε μαζί, ή καλύτερα
Έλα να ονειρευτούμε μαζί πως φεύγουμε
Χωρίς βαλίτσες ούτε φωνές
Χωρίς να μας νοιάζει τίποτα άλλο
Χωρίς να καταλάβουμε καν ότι φεύγουμε.