Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Ντισπέαρ

Το φως που με ξυπνάει κάθε μέρα
άλλη μια ευκαιρία να ζήσω.

Τι ψάχνω, τι σκαλίζω;
Κρυμμένους θησαυρούς και ξεχασμένα μυστικά.
Χθες έκλαψα.
Είναι σκληρό να δείχνεις την καρδιά σου
σε πουπουλένιο μαξιλαράκι
σε γυάλινη προθήκη με μαλακό φως
και δίπλα το καλοακονισμένο μαχαίρι
όλα τα πιόνια δικά σου
και η βασίλισσά μου, αλαφιασμένη.

Πόσο κρατάει ένα βλέμμα;
Ένα βλέμμα αστραφτερό, να χάνεσαι στους ωκεανούς.
Να βλέπεις σ' ένα βλέμμα όλα σου τα όνειρα και τους εφιάλτες.

Πόσο κρατάει μια αγκαλιά;
Φυλαχτό παιδικό ματάκι στο λαιμό σου.
Όλο μου το σώμα, δικό σου.
Υπάρχω. Υπάρχω; Μόνο όταν με έχεις εσύ στην αγκαλιά σου.

Άλλη μια μέρα θα κυλήσει
με μουντό μαγιάτικο φως
και υποσημειώσεις σε ξεχασμένες γλώσσες
κι εγώ θα προσπαθώ να πειστώ
ότι όλα είναι απλά, τα πράγματα είναι απλά.

Θα περιμένω το σούρουπο
να ξεκουραστεί η μέρα
να λιώσω πάνω στο κερί και να ονειρευτώ
τα θαύματα που μου χάρισες χωρίς να το σκεφτείς.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Μαζί σου.

Κάθε φορά που σε βλέπω, χάνω λίγο από το χτύπο μου. Ξεψυχίζω.

Πέμπτη καλοκαιρινού απογεύματος, σε μια αστική αυλή, αστικής καφετέριας, ρομαντικούλας, "ωραίας". Φορούσα ένα μπλουζάκι κρεμ, τα μπράτσα μου είχαν μαυρίσει από τον ήλιο και για κάποιο λόγο το κρεμ μου πήγαινε περισσότερο από το λευκό. Σαν να ησύχαζε πάνω μου το φως. Έτσι ήθελα να πιστεύω δηλαδή. Ακόμα δεν μου είχες πει κανένα κοπλιμέντο για τα ρούχα μου, άφηνες το βλέμμα σου να λουστεί επάνω μου και χαμογελούσες ενώσο εγώ κρατούσα την ανάσα μου, με φιλάρεσκη αγωνία. Σου αρέσω; Για σένα ντυνόμουν τότε άλλωστε.

Περπατώ γρήγορα συνήθως. Και ήταν από τις συνήθειες που αγαπούσα και ένιωθα περηφάνεια. Πάω γρήγορα, τα πόδια μου σταθερά και δυνατά, "σαν διαβήτες", το πηγούνι παράλληλα στο έδαφος, η πλάτη στητή. Πάω γρήγορα γιατί έχω στόχους κι ελάχιστο χρόνο για χάσιμο. Μα από τότε που σ' ερωτεύτηκα το βάδισμά μου λύγισε και ένιωθα τα χέρια σου κάθε στιγμή. Πήγαινα αργά, σχεδόν νωχελικά, κι ένιωθα τα χέρια σου.Ήρθα να σε βρω στην αυλή γρήγορα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα τουλάχιστον - δεν είναι ότι μου είχες λείψει, ήθελα να σε δω και ν' ανασάνω. Φορούσα τον έρωτα παράσημο. Τριάντα μέτρα πριν φτάσω τα γόνατά μου λύγισαν και πήγαινα αργά, αργά, αργά.

Ήσουν μαζί με την παρέα σου. Πρόσωπα γνωστά, άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο. Είδα την πλάτη σου πρώτα, το λαιμό σου, μάντεψα την έκφρασή σου που διηγούσουν κάτι σε μια κοπέλα που την είχα δει μια φορά μόνο πάλι. Είδα τα χέρια σου έντονα, αγαπημένα. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Ένιωσα το στόμα μου ν' ανοίγει - ανάσανα. Οι άλλοι με είχαν δει πριν τους δω. Είδαν την έκφρασή μου μόλις σε είδα. Την κατάλαβαν; Αναρωτιέμαι ακόμα.Δεν άντεξα να δω τα πρόσωπά τους. Δεν άντεξα να τους δω και να εκφραστώ αυθόρμητα. Φαντάζομαι τα μάτια μου λαμπύρισαν και αυτό θα ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να μου προσάψουν: Το βλέμμα μου άστραψε "μόλις σε είδε".

-Καλησπέρα!... με ένα μικρό, παιχνιδιάρικο, ανάλαφρο και καλοχτενισμένο θαυμαστικό.

"Γεια σου", "Τι κάνεις;" "Πώς είσαι;" Πώς να σου πω πώς είμαι, δεν με βλέπεις; Δεν είναι φανερό, αστραποβόλο, φωτεινό, απόλυτο; Πώς να σου πω, μπροστά σ' όλο αυτόν τον κόσμο, ότι χαίρομαι τρομακτικά πολύ που σε βλέπω και μου έχεις φυλάξει καρέκλα δίπλα σου;

Παραγγέλνω καπουτσίνο διπλό, έχει περάσει το σούρουπο εδώ και ώρα, αλλά μου αρέσει σ' ένα τραπέζι όλο μπίρες και αλκοόλ εγώ να πιω καφέ. "Ο καφές με ξεκουράζει, μια χαρά θα κοιμηθώ το βράδυ" θ' απαντούσα αν με ρωτούσε κανείς. Κανείς δεν ρωτάει. Δεν αφήνω και περιθώρια. Το καλοχτενισμένο μου ύφος. Δεν μπορώ να πιω τώρα αλκοόλ, θα χαλαρώσω και θα θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να μην σε αφήσω μέχρι να χορτάσω. Θα θέλω να ρωτάω τους φίλους σου για σένα. Θα θέλω να απλώσω τον έρωτά μου να σκεπάσει όλο το τραπέζι, να μην με νοιάζει τίποτε άλλο. Θυμάσαι τα σταυρουδάκια που μας φορούσαν μικρά; Πάντα μέσα απ' τα ρούχα, να μη φαίνεται. Δικό μας φυλαχτό, να μας προστατεύει. Το μυστικό μας.

Ακούω συζητήσεις, το χέρι σου στο μπράτσο μου, ξεφεύγει σαν χελιδόνι για να στρίψεις τσιγάρο, να χειρονομήσεις, ψάχνεις αναπτήρα. Με πνίγει μια σχεδόν απελπισμένη κακία. Το χέρι σου είναι δικό μου. Όλο το σώμα μου, το πνεύμα μου, ο νους μου είναι δικά σου - το χέρι σου απαιτώ να είναι δικό μου. Σε χρειάζομαι. Γιατί δεν έχω το χέρι σου; Γιατί σ' ακούω τώρα, πιο ζωηρά, να διηγείσαι κάτι άλλο, να μην είμαι μέρος της κουβέντας σου; Το ξέρω, ήρθα και σε φόρτισα, σου έδωσα το κίνητρο, την ενέργεια.

Θέλω να μην περνάς καλά όταν δεν είσαι μαζί μου. Θέλω ό, τι συ δίνω να μου το δίνεις πίσω. Σε χρειάζομαι, σε θέλω ολοκληρωτικά. Είμαστε 8 άτομα σ' ένα μεγάλο τραπέζι. Η Ι. προσπαθεί να μου πιάσει κουβέντα. Όχι από ενδιαφέρον...ίσως από ευγένεια, από περιέργεια, μάλλον από καθήκον. Της απαντάω μονολεκτικά, ήρεμα και όσο πρέπει γλυκά. Ξέρω να κάνω καλή εντύπωση. Ξέρω να παίρνω αποστάσεις. Ο καφές μου έρχεται την πιο κατάλληλη ώρα. Ψάχνω τη μαύρη πάνινη τσάντα μου για τον καπνό μου, η Ι. συζητάει κάτι τώρα με το Ν., παραμένω στην κουβέντα τους, στρίβω τσιγάρο κομψά και μαλακά. Ξέρω ότι κάποιος με παρακολουθεί. Δίνω την παράστασή μου και το ξέρω, το νιώθω στο δέρμα μου, ότι κρατάω την ανάσα μου και φαίνεται.

Γιατί να μην είσαι μαζί μου τώρα που σε έχω δίπλα μου; Γιατί δεν θέλεις να με βάλεις σε κάθε κουβέντα που κάνεις, με τον οποιοδήποτε;

Ο καπουτσίνο είναι ο καφές που πίνω εδώ κι ενάμιση χρόνο. Σκέτος και διπλός. Σπάνια τον πετυχαίνουν. Απόψε είναι απ' αυτές τις φορές. Πόσο θέλω να σου πω "ωραίος καφές" και να μ' ακούσεις... Να καταλάβεις πόσο σπάνιο και σημαντικό είναι που σ' ένα μαγαζί με μπίρες και κοκτέιλ εγώ πήρα καφέ και βρήκαμε ένα μέρος ακόμα να πηγαίνουμε να καθόμαστε και να μην λέμε τίποτα.

Δυο τσιγάρα προλαβαίνω με τον καφέ, φαίνεται ξεχνιέμαι και τον πίνω με μεγάλες γουλιές. Συζητήσεις σχετικές - άσχετες με μένα, εγώ παρακολουθώ, ξένο σώμα. Ω, πώς το θέλω να το νιώσουν, και τα 6 άτομα, ότι εγώ, το ξένο σώμα, σ' έχω κλέψει. Ότι δεν χρειάζεται να προσπαθήσω να μπω στην ομάδα τους. Έχω αυτό που θέλω, με το να είμαι ο εαυτός μου. Να νιώσουν την απειλή και την αγωνία που νιώθω εγώ όταν σε βλέπω να μιλάς για πράγματα συγκεκριμένα κι ενδιαφέροντα, πράγματα που τα μοιράζεσαι μαζί τους, αλλά όχι με μένα.

Προσπαθώ ν' ανασάνω φυσιολογικά, αφήνω μικρά σχόλια, κάνω τις κατάλληλες ανοιχτές ερωτήσεις. Παίρνουν κι άλλες μπίρες. Παίρνεις κι εσύ άλλη μία, αλλά εκείνη την ώρα κάτι ακούς με προσήλωση και δεν με ρωτάς αν θέλω κι εγώ.

Δεν θέλω μπίρα. Θέλω να με ρωτήσεις. Κι επειδή με ρώτησες, θα έπαιρνα.

Η κοπέλα απέναντί μου χαιρετάει κάποιον από πίσω μου και φυσικά δεν γυρίζω να δω, παρόλο που έχω όλη τη φυσική περιέργεια, αφού έχω κάτσει σχεδόν μια ώρα δίπλα σου και δεν μ' ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά οι στιγμές που το χέρι σου αφήνεται στο γόνατό μου, και οι στιγμές που γελάς, και πιο πολύ οι στιγμές που με κοιτάς. Αποστρέφεις όμως το βλέμμα σου γρήγορα. Τι πιο φυσικό; Είσαι εδώ, μαζί μου και με τους φίλους σου, και κρύα δροσιστική μπίρα βαρελίσια, δεν χρειάζεσαι τίποτε άλλο. Κι εγώ που σε χρειάζομαι συνέχεια... εγώ, να κοιτάξω τα λύσω τα θέματά μου, λέω στον εαυτό μου, και να ξεπεράσω γρήγορα την καψούρα μου, γιατί θα βγάλω τα μάτια μου με τα χέρια μου και θα χάσω και τις μικρές ανάσες μου. Αγάπη μου. Αγάπη μου.

Η κοπέλα, που δεν θυμάμαι τ' όνομά της και δεν μπορώ καν να προσποιηθώ ότι μ' ενδιαφέρει να το μάθω, έχει σηκωθεί κι αγκαλιάζει ένα ψηλό, ωραίο παιδί - όχι παιδί: παλικάρι -  και ζητάει από τη σερβιτόρα μια καρέκλα ακόμα. Είναι ο Θ. Βρε, ο Θ.! Πόσα χρόνια έχω να τον δω!

...Μην πιέζεις παραπάνω το σώμα σου, κάνε εξάσκηση την τεχνική στο σπίτι. Αυτό μου είχε πει ο Θ. Το πέρασα στα ψιλά. Εγώ ήθελα θαύματα. Έκανα μια γέφυρα μια φορά, την άλλη μέρα δεν μπορούσα να λυγίσω το κορμί μου, αλλά μου αρκούσε που ο Α. με κοίταξε. Με κοίταξε στ' αλήθεια.

-Παιδιά, ο Θ.

Μόλις με κοιτάς, εκπλήσσεσαι. Αχ, πόσο εκφραστικός ήσουν πάντα! Τίποτα δεν έκρυβες. Και δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς γινόταν και τόσο αβίαστα έδινα έκφραση στο μικρό δαχτυλάκι, ενώ το πρόσωπό μου παρέμενε πέτρινο. Το σώμα λυπημένο, ξέγνοιαστο, φοβερό, αισθησιακό, αλλά το πρόσωπο πέτρινο και μυστηριώδες. Το θαύμαζες, κι ας μην το καταλάβαινες. Τι καλό παιδί που ήσουν, Θ.! Όλοι το ξέραμε. Στο είχε πει ποτέ κανείς, άραγε;

Δεν έχεις λόγια απ' την έκπληξη. "Τι κάνεις;" Σου λέω χαμογελαστά και σηκώνομαι να σε φιλήσω, αλλά μια χαρά γουργουρίζει στο στομάχι μου, μια χαρά αλλοτινή, ορμητική, και απλά σε κρατάω αγκαλιά. "Πόσα χρόνια έχω να σε δω!" Συνέρχομαι γρήγορα, να μην αφήσω αυτή τη χαρά να δώσει δόλωμα ή αφορμή. Είναι δικιά μου. Δεν θέλω να την εξηγήσω σε κανέναν.

-Με τον Θ. ήμασταν παλιά στην ίδια ομάδα.

Δεν λέω "χορευτική ομάδα", γιατί δεν θέλω να πω ότι παλιά χόρευα. Ας το πει ο Θ. Χαμογελάει πλατιά και με κοιτάει ακόμα. Υπάρχει μια περίεργη σιωπή, που κρατάει λίγα δευτερόλεπτα. Νιώθω το βλέμμα σου πάνω μου, πάνω στον Θ. Δεν θα σου απαντήσω τώρα. Θέλω να έρθεις στη θέση μου, να νιώσεις την αγωνία μου που σε έχω ακούσει τόσες φορές να μιλάς για πράγματα σημαντικά για σένα, ξένα για μένα. Πώς το κάνεις τόσο ξένοιαστα;

-Τι κάνεις; με ρωτάει ο Θ. και πραγματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ενδιαφέρεται πραγματικά τι κάνω.

Του λέω με τι ασχολούμαι, επιγραμματικά και πρόχειρα. Μου αρέσει αυτή η μπλαζέ εντύπωση, δεν χρειάζεται να σ' εντυπωσιάσω, είμαι καλά με το δικό μου τρόπο. Τα τελευταία χρόνια δεν μου αρέσει να διηγούμαι σωστά, με στρωτή αφήγηση και γλαφυρές εικόνες, την καθημερινότητά μου. Είναι δική μου. Μόνο με τους πολύ δικούς μου ανθρώπους θα πω τα νέα μου, όλα τα νέα μου. Αυτούς που ξέρω ότι με ρωτούν από ενδιαφέρον, ότι έχει σημασία γι' αυτούς, κι όχι για την περιέργειά τους. Ο Θ. δεν είναι κοντινός μου άνθρωπος βέβαια, ούτε θα γίνει ποτέ, έτσι ανοιχτόκαρδος και απλός που είναι. Αλλά αν ήμασταν μόνοι μας, ναι, θα έκανα μια προσπάθεια να του μιλήσω όπως μου μιλάει κι αυτός. Του αξίζει. Εσένα δεν σου αξίζει, αλλά λαχταρώ να κάνεις μια προσπάθεια να γίνεις κοντινός μου άνθρωπος. Όχι όμως όπως σου βγαίνει εσένα. Με τους δικούς μου όρους.

Ο Θ. μ' ακούει προσεκτικά, κι αναγκαστικά όλο το τραπέζι. Είμαι σε αμηχανία και κάπως φαίνεται. Αδικαιολόγητη ίσως, αλλά όσο πρέπει μικρή για να μην της πολυδώσει κανείς σημασία. (Εκτός από σένα.) Εύχομαι...

-Πες μου για σένα...Εσύ τι κάνεις τώρα;

Ο Θ. ήταν πολύ καλός χορευτής. Δεν χρειαζόταν την ομάδα μας για να γίνει καλύτερος - ήθελε όμως "να ξαναμάθει". Έτσι είχε πει και μου άρεσε. Τον σεβάστηκα από την πρώτη στιγμή. Δεν είχαμε κουβέντες μεταξύ μας. Δεν είχα την ανάγκη να τον εντυπωσιάσω. Θα πρέπει πλέον να είναι από τους εξέχοντες στο είδος του. Κάνει σεμινάρια, φεύγει αύριο για την Πορτογαλία. Και ήταν κριτής σ' ένα διαγωνισμό στην Κίνα μόλις την περασμένη βδομάδα. Τα λέει απλά και φυσικά, όχι για να μ' εντυπωσιάσει, αλλά γιατί είναι απλός και φυσικός. Τον ρωτάω για ονόματα, διοργανωτές, στιλ. Ξέρω ότι χαίρεται γι' αυτές τις ερωτήσεις - έτσι λέω στον εαυτό μου. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν νομίζω ότι καίγεται να μιλήσει για δουλειά απόψε. Το κάνω όμως για να πάρω μια άλφα εκδίκηση για τις προηγούμενες κουβέντες του τραπεζιού. Για να δείξω στην κοπέλα που τον έφερε στο τραπέζι μας ότι τον ξέρω, και ξέρω καλά αυτό που κάνει κι αυτός κι αυτή. (Είναι χορεύτρια.) Το ξέρω, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει να της πιάσω κουβέντα.

Ένα κομμάτι μου θα πρέπει να λαχταρά γι' αυτές τις ερωτήσεις, γιατί ο Θ. μου απαντάει σαν σε συνέντευξη. Αλλά δεν με νοιάζει αν καρφωθώ. Μετά θα γυρίσω στα τσιγάρα μου. Θα πάρω και μπίρα. Τώρα αξίζει να πιω μια μπίρα. Αφού εσύ δεν μου πρότεινες να πιούμε μαζί...

-Εσύ τι κάνεις; Χορεύεις;

Η ερώτηση του Θ. είναι παγίδα. Του είπα τι κάνω. Δεν του ανέφερα το χορό. Θέλει περισσότερες λεπτομέρειες, και δεν τις απαιτεί, ούτε τις εκβιάζει. Τις ζητάει, απλά και καθαρά. Αχ, δεν θα γίνουμε ποτέ κοντινοί άνθρωποι με το Θ. Αν και μάλλον η κοσμοθεωρία του μου χρειάζεται επειγόντως.

-Όχι. Δεν χορεύω πια.

...Θέλω να σε φιλήσω, είχε πει ο Α. Ήμασταν σ' ένα στενό, μια γάτα νιαούριζε δυνατά. Τα μάτια μου γέμισαν όλα τα κρυμμένα αστέρια. Περίμενε την απάντησή μου. Δεν με φίλησε. Τον φίλησα εγώ. Αχνά, τρομαγμένα, σχεδόν ξέπνοα. Μόλις χαμογέλασα, με φίλησε κι αυτός. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πια.

Αχ, ας μη ρωτήσει γιατί ο Θ.

-Γιατί, είπε ο Θ. με ειλικρινή απορία. Με έκπληξη. Δεν γινόταν να μην του απαντήσω, δεν γινόταν να μην του πω μια αλήθεια.

-Είχα πολύ ψηλές προσδοκίες κι απαιτήσεις. Άλλα περίμενα, κι απογοητευόμουν πολύ εύκολα. Και μετά απ' όσα κάναμε στην ομάδα, ε, καταλαβαίνεις...κακόμαθα. Δεν μπορούσα να πάω αλλού. Προσπάθησα αλλά δεν μου έβγαινε, δεν είχα πια την ίδια λύσσα, την ίδια όρεξη.

Του είπα μια καλοχτενισμένη αλήθεια. Δεν μπορούσα φυσικά να του πω την αλήθεια. Ούτε μπροστά τους. Μόνο σε σένα θα έλεγα την αλήθεια...αν αργότερα, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι μας, με ρωτούσες...

Ο Θ. απογοητεύτηκε. Βιάστηκα να το αναγνωρίσω και να μην πει κάτι που θα μ' έκανε να μοιάζω με αδύναμο, πεισματάρικο παιδί, που επειδή δεν το πήρανε στα Μπαλσόι κάκιωσε.

-Ε ντάξει ρε Θ., με θυμάσαι κιόλας. Δεν ήταν τότε ο χορός η πρώτη μου ανάγκη. Ένα μέσο ήταν, να βγω στον κόσμο.

-Είχες πολύ ταλέντο. Αλήθεια, είχε πολύ ταλέντο, σου λέει ο Θ. Χαμογελάω αδέξια.

Είχα ταλέντο. Αλλά είχα περισσότερες πληγές. Και ζοριζόμουν. Τότε μου φαινόταν φυσιολογικό να πηγαίνω σε εξάωρη πρόβα, να λιώνω και να πονάω, και μετά να κλείνομαι σπίτι μου για δυο, για τρεις μέρες. Να μην αντέχω να δω κανέναν, να μην μιλήσω σε κανένα. Με εξουθένωνε, και μου φαινόταν φυσιολογικό. Σαν σωφρονισμός.

-Ταλέντο έχεις εσύ, είχε η Μ., είχε η Ρ., διορθώνω τον Θ.

-Και ο Α. Τον θυμάσαι;

Κάθε μέρα.

-Ναι, φυσικά και τον θυμάμαι, λέω με απροκάλυπτα θιγμένο ύφος, ενώ η φωνή μου βαθαίνει επικίνδυνα.

Τρακάρισμα. Με χρήση "ψυχότροπων ουσιών". Λίγο μετά που τον φίλησα. Είχε μια τσόπερ. Του πήγαινε. Κι γουρούνα να οδηγούσε, θα του πήγαινε...

-Είχες κι εσύ ταλέντο, συνεχίζει ο Θ. Και πολύ εύπλαστη κίνηση. Η χαρά του χορογράφου, λέει στην ομήγυρη, κι εσύ με κοιτάς χαμογελαστά, εσύ ξέρεις το κορμί μου, το ξέρεις το κορμί μου...

Παίρνω μια ανάσα.

-Δεν νομίζω ότι ήμουν και τόσο ουάου. Νομίζω ότι σας εντυπωσίαζε που δεν είχα καθόλου χορευτική εκπαίδευση και μπορούσα να σας παρακολουθήσω. Πιο πολύ νομίζω αναφέρεσαι στη δυναμική μου, στο potential, παρά στο ταλέντο. Αυτό θα φαινόταν ως συνέπεια, ως αποτέλεσμα, κι όχι σαν σπόντες...σαν υπόνοιες.

Μίλησα αυστηρά αλλά με μαλακό, συγκαταβατικό ύφος. Ήθελα να μ' ακούσεις να μιλώ με σιγουριά. Ήθελα να ξέρει όλο το τραπέζι ότι αυτό που θεωρούσε ένα παλικάρι σαν τον Θ. "ταλέντο" εγώ το εξέτασα και το άφησα στην άκρη, και τώρα ασχολούμαι εξίσου συνειδητά με ό, τι κάνω...και με σένα. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά, σαν να σου έλεγα. Πρόσεχε.

Ο Θ. με κοίταξε και το ήξερα πριν το πει.

-Ξέρω να διακρίνω το ταλέντο, κι εσύ είχες.

-Γιατί σταμάτησες να χορεύεις; με ρώτησες, κι αφέθηκα να δείξω: ανακούφιση, ανάσα, αιφνιδιασμό, σύγχυση.

Δεν πρόλαβα ν' απαντήσω, ο Θ. απευθύνθηκε σε μένα:

-Θυμάσαι τη Ρωσίδα, τη Μιλένα; Αυτή στο είχε πει στην ψύχρα.

-Δεν μου είπε τίποτα τέτοιο. Μου είπε ότι έχω πρωτόγονη κίνηση. Κοινώς, απαίδευτη!

-Κοινώς, ατόφια!

Είχε θυμώσει ο Θ.; Περίμενε άραγε αυτή την ομάδα να εξελιχθεί όπως ονειρευόταν; Απογοητεύτηκε όταν δεν ξαναπήγα;

-Δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα...

-...Αλλά αυτά που μπορούσες, τα έκανες καλύτερα και βασικά τα εξέλισσες. Όλους μας πήγαινες μπροστά. Είχε ένα μυστήριο, ξεκινούσε με τη μουσική και μετά σαν τζαζ σ' έκανε να την ξεχάσεις, είπε στην κοπέλα δίπλα του. Θυμάσαι όταν χόρεψες χωρίς μουσική;

Το βλέμμα του Α. Και το χαμόγελο του Δ. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να ξανααφεθώ έτσι. Ποτέ. Ποτέ.

Η κουβέντα ήταν πάνω μου για πάρα πολλή ώρα. Δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Δεν θα μπορούσα να ξαναπιώ καπουτσίνο διπλό τέτοια ώρα.

Τρομαγμένοι άνθρωποι στο νοσοκομείο. Κλάματα την άλλη μέρα στην πρόβα. Δεν έκλαψα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έπεσα και χτύπησα στο γόνατο φεύγοντας. Ο Δ. με πήγε σπίτι του με το αμάξι και άφησα ένα λυγμό. Μου έβαλε κρασί.

-Ναι, θυμάμαι...

Αν μου ζητήσεις να χορέψω, ξέρεις ότι θα σου χορέψω. Ξέρεις ότι κρατάω όλα μου τα πέπλα στα χέρια μου, όλα για σένα. Αγάπη μου. Αγάπη μου.

Έπρεπε να το μαζέψω.

-Έχεις δίκιο, είχα πολύ ενθουσιασμό! Αλλά δεν νομίζεις, όταν ξεφούσκωνε, θα είχα ελάχιστα πράγματα να δώσω; Δεν αισθανόμουν ασφαλής, να κάνω λάθη, να κάνω τεχνική μπροστά σας. Δεν το ξέρεις αυτό, αλλά ερχόμουν πάντα με καθυστέρηση για ν' αποφύγω το ζέσταμα. Έκανα μια ώρα ολόκληρη πριν έρθω. Για να μην με δείτε!...σου λέω, τέτοια μυαλά είχα τότε, λέω του Θ. και του χαμογελάω. Ειλικρινά. Παραιτημένα.

Τέτοια μυαλά είχα τότε. Αλλά τώρα; Τώρα έχω αλλάξει! Τώρα έχω θαύματα στις τσέπες μου. Για σένα, για σένα όλα. Φτάνει να τα θέλεις, να τα λαχταράς...

-Καταλαβαίνω, λέει ο Θ. Και μου χαμογελάει. Με σεβασμό. Κάθεται πίσω στην καρέκλα του. Στρίβω ένα τσιγάρο και ξέρω ότι παρακολουθείς τα δάχτυλά μου.

-Εσένα, ρωτάω το Θ., πώς σε βοήθησε η ομάδα;

Το σερβίς δικό του. Η κουβέντα σε όλους. Ας ανοίξουμε τη συζήτηση, δεν μπορώ άλλο.

Ο Θ. μιλάει για διαφορετικές σχολές, ηλικίες, συνήθειες, μιλάει για επιρροές και συνεργασίες, μιλάει για το χωνευτήρι άλλων ομάδων. Τον ρωτούν, απαντάει, αναφέρουν δικά τους παραδείγματα, η κουβέντα θα γυρίσει σιγά σιγά σε πράγματα ανώδυνα. Ο Θ. θέλει την προσοχή μου, περιμένει σχόλιά μου. Γνέφω, κοιτάζω ερωτηματικά, γελάω τις κατάλληλες στιγμές. Ας μιλήσω όσο γίνεται λιγότερο απόψε...

Πίνω το κρασί και ζαλίζομαι. Νιώθω την κούραση, νιώθω την εξάντληση, το παράπονο. Φίλησα τον Α. και πήγε και σκοτώθηκε. Περπάτησα μέχρι το σπίτι μου εκείνη τη βραδιά και σ' όλο το δρόμο τραγουδούσα. Περπάτησα εφτά χιλιόμετρα. Αργότερα πήγα στο νοσοκομείο με ταξί. Δεν ήταν αρκετά σημαντικό το φιλί μας για τον Α. Δεν ήταν το ίδιο γι' αυτόν. Αν ήταν, δεν θα έπαιρνε ναρκωτικά - αν ήταν, δεν θα έτρεχε.

"Δεν σου λείπει ο χορός;" θα ήθελα να με ρωτήσεις τώρα. Το χέρι σου είναι στο γόνατό μου. Η καρδιά μου ζεσταίνεται. Μαζί σου... δεν νιώθω ασφαλής, όχι, καθόλου ασφαλής...αλλά δεν θέλω να είμαι πουθενά αλλού.

Καπνίζω συνέχεια. Από την ομάδα, μόνο η Ρ. και η Λ. κάπνιζαν. Η Λ. είχε κόκκινα, σγουρά μαλλιά που τα έκρυβε σε μια πολύχρωμη μπαντάνα. Είχα νευρώδες, λιπόσαρκο κορμί. Ο Δ. με πήγε στο κρεβάτι κι εγώ έλεγα όχι, σταμάτα, όχι, δεν θέλω. Δεν άντεχα τα κινήσω τα μέλη μου. Κάτι είχε ρίξει στο κρασί. Το σώμα μου με πρόδωσε την πιο κακή στιγμή.

Σ' αγαπώ, θέλω να σου φωνάξω, και να το πάρεις φυλαχτό, αγάπη μου, αγάπη μου. Ο Θ. θαύμαζε πολύ τον Δ. Είχε τρομερό ταλέντο να δείχνει το ταλέντο του. Τα έδινε όλα, πάντα. Του είπα να σταματήσει και δεν μίλησε καθόλου. Μόνο μετά που με πήγε στο μπάνιο μου είπε "το γόνατό σου...". Σαν να φοβόταν μήπως δεν ξαναχορέψω. Σαν να νοιαζόταν για το σώμα μου το χορευτικό. Με έπλυνε και μ' έβαλε να κοιμηθώ. Αυτός κοιμήθηκε στον καναπέ. Θέλω να φύγω από εδώ. Θα μπορούσε να συμβεί στον Θ. Θα μπορούσε να μου είχε κάνει το ίδιο πράγμα ο Α. Θα τον συγχωρούσα. Έβγαλα τα φτερά μου και τα έκαψα και δεν κατάφερα να κλάψω. Δεν έχω κλάψει για τον Α. Δεν έχω πει σε κανένα ότι τον γνώριζα, ότι όλα τα έκανα γι΄ αυτόν. Θέλω να με πάρεις να φύγουμε. Μαζί σου, πραγματικά μαζί σου. Θέλω να φύγουμε και να με κρατάς απ' το χέρι, μπροστά σε όλους.

Η βραδιά συνεχίζεται αλλά σε λίγη ώρα θα φύγουμε. Κάτι πρέπει να πω στον Θ. Κάτι πρέπει να σου πω αργότερα, όταν με ρωτήσεις. Δεν έχω κάτι άλλο να σκεφτώ, όλη η κούραση με πλακώνει και με τρομάζει. Εκείνο το πρωί ξύπνησα και ο Δ. μου έδωσε καφέ. Τον ήπια χωρίς να σκεφτώ δεύτερη φορά. Ήταν ντυμένος και κατάλαβα ότι έπρεπε να ντυθώ να φύγουμε. Να με αφήσει στο μετρό, με βολεύει; Ναι, μια χαρά. Καλύτερα να πάρεις ταξί, μου είπε, και μου έδωσε λεφτά. Πήρα ταξί. Ένιωθα το σώμα μου ξεκούραστο και άδειο.