Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Ω μον αμί

Αστείο αλήθεια, μα την κατάσταση των τελευταίων ημερών/βδομάδων την ζούσα για πολλά χρόνια.
Πώς να μην κάνεις τίποτα ουσιαστικό κάθε μέρα.
Ντρέπομαι. Ντρέπομαι πολύ. Ντρέπομαι συνέχεια.
Φτιάχνω γλυκά και πλένω τα πιάτα, φτιάχνω ελληνικό καφέ και καπνίζω τσιγάρα στριφτά, ακούω τις ώρες και περιμένω να έρθει το σούρουπο το γλυκοδείλι και να σημάνει τέλος στη μέρα, τέλος, ό,τι δεν έκανες σήμερα αύριο πια, ησύχασε τώρα. Κάθε μέρα περιμένω να τελειώσει η μέρα, χρόνια τώρα.

Ονειρεύομαι πως περπατάω σε πλακόστρωτα λουσμένα στο δυνατό απογευματινό ήλιο, φοράω άσπρο παντελόνι και πουκάμισο ελαφρώς μεγαλύτερό μου, και είμαι στα καλύτερά μου, και νιώθω μια ησυχία και μια γαλήνη που είναι σαρωτική και τότε δεν ντρέπομαι καθόλου, γελάω ξέγνοιαστα και τότε συναντώ τυχαία ανθρώπους που μ' αγάπησαν και τους αγάπησα μα δεν κατάφερα να μην τους ντρέπομαι. Δεν τους προσέχω - αλλά με προσέχουν. Ίσως και να μην μιλήσουμε. Κρατάω στον ώμο μου μια απλή πάνινη τσάντα με την Άιρις Άπφελ πάνω. Δεν φοράω γυαλιά ηλίου και ο ήλιος, ο ήλιος βάφει το δέρμα μου χρυσαφί και ανασταίνομαι. Νικάω, θριαμβεύω και περπατάω κανονικά με ίσια πλάτη. Τελειώνει το όνειρο κι εγώ κάθομαι στο λάπτοπ και καπνίζω.

Α, τώρα πια, δεν ντρέπομαι να ντύνομαι όπως θέλω εγώ, είναι μια νίκη κι αυτή, μια τεράστια νίκη, που όμως ήρθε μετά από πολλά χρόνια, δεν την κάνει αυτό λίγο λιγότερη; Δεν μικραίνει, δεν ξεθωριάζει λιγάκι; Τι αξία έχει πια...-έχει, έχει τεράστια αξία.

Αγάπησα κι αγαπώ κι αγαπήθηκα και θ' αγαπηθώ, δεν μου'λειψε ποτέ η αγάπη στη ζωή μου, ο σεβασμός μου λείπει. Ο σεβασμός.

Όταν τελειώσει ο εγκλεισμός εγώ πάλι θα ονειροφαντάζομαι. Δεν μου αρέσω όμως έτσι. Θέλω ν' αλλάξω. Θέλω να ευχαριστηθώ, θέλω να πενθήσω και να κλάψω πολύ δυνατά.

Είναι φορές που όταν σου μιλάω, μον αμί, ναι σε σένα αναφέρομαι μον αμί, που ξυπνάνε κάτι αναμνήσεις σκληρές και δεν σε ντρέπομαι, αλλά φοβάμαι να τα πω δυνατά, με ξέρεις. Κι εγώ σε ξέρω. Και ξέρεις πόσο σημαντικός είναι ο σεβασμός...και ξέρεις πόσο εύκολα θα τον παρατούσαμε όλον για ένα ψίχουλο τρυφερότητας, απαλής χαδιάρικης άδολης τρυφερότητας, σαν κρύο νερό στο πυρωμένο δέρμα του καλοκαιριού. Είναι που μεγαλώσαμε κοντινά. Είναι που στήσαμε παγίδες με χαρτόκουτα και σελοτέιπ, είναι που πιστεύουμε βαθιά μέσα μας πως ό,τι γίνεται κεκλεισμένων των θυρών δεν πειράζει. Όσο κι αν πονάμε μέσα μας, αν δεν επηρεάζει κάποιον άλλον, είναι μηδενικής σημασίας.
Πώς μεγαλώνεις απ' αυτό μον αμί; Πώς ζεις με τη γνώση ότι είσαι μια σταγόνα μόνο, πως μπορείς να φερθείς φρικτά στον εαυτό σου και δεν θα πειράξει καθόλου, δεν θα τιμωρηθεί κανείς; Γιατί δεν υπάρχει κανείς να τιμωρηθεί. Μόνο εσύ κι εγώ πληγωνόμαστε στα κρυφά.

Θα έρθει άραγε μια μέρα που θα βρω ένα λόγο, μια εξήγηση και μια αξία στη μελαγχολία μου; Μέσα μου. Θα έρθει, μον αμί; Και πες ότι θα έρθει, θα την ευχαριστηθώ; Θα νιώσω δικαίωση, μον αμί;

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Αλάφιασμα - 1

"Είναι που νιώθει μια αηδία για τη μιζέρια η Λώρα." Η Λώρα, που δεν φοράει Ψάθινο Καπέλο, αλλά ζει στο παρελθόν, σε εποχές που περάσανε χωρίς να το καταλάβει - ζει με τα όνειρα που έτρεφε τότε. Αύριο πώς θα ζήσει; Αφού το τελευταίο της όνειρο είναι σχεδόν απελπισμένο, δεν την αγαπάει ο Δαβίδ, δεν θα την αγαπήσει ποτέ, ούτε εκείνη ούτε κάποια άλλη.

 Όμως έχει μια χούφτα κοχύλια να θυμάται. Έχει και τα δικά της έπιπλα. Έχει ένα δωμάτιο ολόδικό της, μόνο δικό της. Έχει 2 παιδιά - το 2ο ήρθε στον κόσμο χωρίς να το θέλει. Είναι μια καλεσμένη στο σπίτι του άντρα της. Η μάνα της βάφεται πολύ, χωρίς λόγο (μήπως υπάρχει λόγος;) και παίζει χαρτιά. Σίγουρα, κάτι θέλει να της πει η μητέρα της, για να την αφήνει να βλέπει την κατάντια της.

 Ο γιος της είναι σχεδόν ίδιος ο άντρας της. Κάτι ήλπισε ότι θα ξέφευγε, θα ερωτευόταν βαθιά και θα ταξίδευε...Ίσως το δεύτερο παιδί, ίσως τα καταφέρει, ακόμα κι αν η Λώρα δεν μπορέσει να το βοηθήσει καθόλου, τίποτα δεν έχει να δώσει στη Λήδα, ό,τι έχει της είναι άχρηστο. Γεννήθηκε άλλη εποχή, αυτό είναι. Τίποτα ασύνηθες.

Προχθές έδωσα 2 ευρώ σε μια γυναίκα που καθόταν οκλαδόν πάνω σ' ένα χαρτόνι, στο πεζοδρόμιο, έξω απ' το σούπερ μάρκετ. Είχε ένα μωρό στην αγκαλιά. Σπάνια, πάρα πολύ σπάνια δίνω ελεημοσύνη. Θα πρέπει να έχω δώσει λεφτά όταν μου το ζητούν 6-7 φορές στη ζωή μου. 10 σίγουρα δεν είναι. Είναι που νιώθω κι εγώ την ίδια αηδία. Είναι που δεν αντέχω το μηδένισμα, να βουλιάζεις ως το δάπεδο, ελεύθερα να σκουπίζει τα παπούτσια του πάνω σου @ καθέν@.

Είναι που μισώ τον οίκτο, με τρομάζει και με φέρνει στα πρόθυρα μανιακού θυμού. Πολλές περιπτώσεις επαιτών είναι άνθρωποι ναρκομανείς, εξαρτημένοι - εύκολα πείθομαι ότι κανένα ποσό δεν θα πιάσει τόπο, θα γίνει όλο σκόνη, απ' όλες τις απόψεις. Δεν θέλω να πιστεύω και στα παυσίπονα, οποιουδήποτε είδους - αστείο αλήθεια, δεδομένων όλων όσων έχω επενδύσει στον Άγιο Πόνο. Δεν έγινα ναρκομανής, δεν θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ μια έξοδο από την πραγματικότητα που θα είχε τόσο απότομη, φριχτή κατάληξη. Ακόμα και στις ονειροφαντασίες μου που αυτοκτονούσα, γινόταν πάντα με χαπάκια σαν καραμελίτσες, με νεράκι στην μπανιέρα να κυλάει αθόρυβα, με ένα ξυραφάκι να γλιστράει χωρίς να το καταλαβαίνω, με ησυχία, και τα ρούχα μου τα καλά.

Μισώ τον οίκτο, μισώ την περιφρόνηση, μισώ τη λύπηση, μου φέρνουν αηδία και τυφλό θυμό, σφίγγω τα χείλη μου και ρουθουνίζω κοφτά, τα φρύδια μου σμίγουν, τα μάτια μου γίνονται βλοσυρά σαν μισθοφόροι σωματοφύλακες. Δεν δίνω λεφτά σε όσους παρακαλάνε για λεφτά, ειδικά αν υπάρχει γύρω κόσμος, δεν αντέχω με τίποτα. Αυτή η γυναίκα προχθές ήταν απελπισμένη. Είχε φοβερή αγωνία. Δεν ξέρω γιατί. Είχε μεγάλα γκριζογάλανα μάτια και είχε την έκφραση του ζώου που ξέρει το τέλος του, αλλά προσπαθεί να το καθυστερήσει όσο πιο πολύ μπορεί, κι όταν δεν πάει άλλο, να γίνει γρήγορα και όσο γίνεται πιο ανώδυνα. Αυτή η γυναίκα ήταν στ' αλήθεια απελπισμένη τόσο που δεν μπορούσε ούτε τα κλάματα να βάλει. Είχε ήδη πνιγεί.

Έψαξα το πορτοφόλι μου για κέρματα και είχα ένα δίευρο κι ένα δίλεπτο, τι ειρωνία! Αν είχα ένα δίευρο κι ένα μονόευρο, τι θα έδινα άραγε;

Θα πρέπει να είμαι κακόψυχο ον για να μην δίνω λεφτά σ' επαίτες, που άλλωστε δεν μου περισσεύουν, αλλά ένα κέρμα είναι ένα κέρμα - το γλιτώνεις απ' τις προσφορές στα ψώνια σου, δεν θα σου λείψει. Δεν με νοιάζει να με θεωρούν κακόψυχο ον οι άνθρωποι που δίνουν ελεημοσύνη σε ανθρώπους στο δρόμο. Εγώ νιώθω φοβερή ντροπή για εκείνους τους ανθρώπους, τους αθλίους, που σκύβουν και γίνονται όσο πιο τιποτένιοι γίνεται για να ζήσουν.

Είναι τελικά θέμα περηφάνιας. Τι διακυβεύεις. Πόσο κοστίζει η ζωή σου; Εγώ θα είχα τα κότσια να δώσω το δικό μου τέλος στη ζωή μου όταν θα έφτανα σε σημείο να μην την αντέχω;
Τι θα έκανα; Τι έχω κάνει; Πόσο ντρέπομαι ήδη;

Άρπαξε την απελπισία σου απ'τα μαλλιά και δάγκωσέ την δυνατά στο ψαχνό. Να πονέσει!
Αρκεί να μη σε βλέπει κανείς. Αρκεί η πάλη να γίνει κεκλεισμένων των θυρών. Να δεις που στο τέλος θα εξημερωθείτε μαζί.

Αρκεί να μην υπάρχει κοινό. Γιατί στην αρένα το κοινό θέλει να βλέπει τα χειρότερα. Για να τα ξορκίσει.