Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Λευκό κρασί και σαλιγκαράκια

 Ήταν μια από τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού, θυμάμαι. Τότε που η κάψα και η σκόνη ήταν στο ζενίθ τους όλη μέρα, μα η δροσιά του σούρουπου μου θύμιζαν το Σεπτέμβρη που ερχόταν και νευρίαζα. Αγαπούσα το σχολείο, αλλά σιχαινόμουνα την ασφάλεια της καθημερινότητάς μου, σπίτι σχολείο αγγλικά μπαλέτο, όλα προσχεδιασμένα, σαν τη σπιτική πίτσα στα πάρτι τα σαββατιάτικα απογεύματα που δεν μ' άρεσε καθόλου. Το καλοκαίρι τελείωνε και δεν είχα ακόμα ερωτευτεί, ενώ είχα αδιαθετήσει ήδη από το Μάρτιο, και έσκαγα απ' τη ζήλια μου γιατί η Μαρίνα ήταν τέσσερις μήνες μεγαλύτερη από μένα και είχε ερωτευτεί ήδη μιάμιση φορά. Η Μαρίνα ήταν η κολλητή μου φίλη, πηγαίναμε παντού μαζί, και αν και δεν μοιάζαμε καθόλου πολλές φορές μας είχαν ρωτήσει αν είμαστε αδερφές. Εγώ πάντα ήθελα να απαντήσω "ναι", γιατί δεν άντεχα την κανονική αδερφή μου την Εύα, που την περνούσα δυο χρόνια και με περνούσε εφτά πόντους και όλο σκάλιζε τα πράγματά μου τελείως ξεδιάντροπα - φυσικά κι εγώ έψαχνα τα δικά της, στο ίδιο δωμάτιο κοιμόμασταν, αλλά το έκανα με διακριτικότητα. Με σεβασμό.

 Η Μαρίνα πάντως ποτέ δεν είχε διστάσει, απαντούσε πάντα "όχι, είμαστε κολλητές", ίσως επειδή ήταν μοναχοπαίδι, ίσως επειδή ο πατέρας της είχε πολλούς κολλητούς κι εκείνη τον αγαπούσε πιο πολύ απ' τη μάνα της. Θα πρέπει να μ' αγαπούσε κι εμένα πολύ, παρόλο που εμένα η αγαπημένη μου φίλη ήταν η Βάσω, που έμενε σε άλλη γειτονιά και βλεπόμασταν μόνο στο σχολείο στα διαλείμματα γιατί ήταν στο άλλο τμήμα. Οι γονείς της Μαρίνας ήταν κουμπάροι των δικών μου και εκείνο το καλοκαίρι περάσαμε ένα μήνα σχεδόν σ' αυτό το τεράστιο εξοχικό στον Ωρωπό, τέσσερις οικογένειες μαζί, εφτά παιδιά, η μεγαλύτερη ήταν η Μάρω που ήταν δεκαπέντε και φορούσε σουτιέν και βαφόταν στα κρυφά αλλά δεν έπαιζε μαζί μας, αν και ήταν πάντα γλυκιά και ήρεμη. Ο μικρότερος ήταν ο Τίμος, που ήταν πολύ σκανταλιάρης και πολύ ευαίσθητος και όλη την ώρα ασχολούνταν οι μεγάλοι μαζί του, κάτι που μας εκνεύριζε με τη Μαρίνα στις αρχές αλλά τελικά αποφασίσαμε ότι ήταν καλύτερα, μας άφηναν εμάς τα κορίτσια στην ησυχία μας. Θυμάμαι είχε ανοίξει η όρεξη της Εύας εκείνο το καλοκαίρι, έτρωγε τα πάντα, μελιτζάνες, γαρίδες, γεμιστά - γεμιστά! Ποια; Η Εύα, που στην Αθήνα η μαμά της ξεφλούδιζε την ντομάτα και της έβγαζε τα σποράκια απ' το αγγούρι. Είχε εισπράξει μπόλικα κοπλιμέντα, που έτρωγε το φαϊ της, και ψήλωνε κι άλλο, και συχνά με φοβέριζαν στα καπάκια ότι αν δεν τρώω κι εγώ θα μείνω κοντή. Αυτό το "θα μείνω" με τσουρούφλιζε, δεν ένιωθα κοντή, στην παρέλαση ήμουνα στις μεσαίες, αλλά δεν είχα όρεξη να αντιμιλήσω, συνέχιζα να τρώω επιδεικτικά αργά κι επιλεκτικά, με υφάκι τόσο μπλαζέ που τη μάνα μου την έφερνε σε φοβερή αμηχανία κι έλεγε κάτι κλισέ του τύπου "αφήστε τη, μια χαρά είναι, όλο της το φαγητό το τρώει με το ρυθμό της, έτσι δεν είναι;" και είχε ένα σχεδόν τρομαγμένο βλέμμα να την επιβεβαιώσω και εγώ δεν άντεχα ούτε να την κοιτάξω.

 Εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου - ή μήπως Παρασκευή; - είχαν έρθει επισκέψεις. Τρεις άντρες και μια κοπέλα η οποία αργότερα κατάλαβα ότι θα ήταν γύρω στα σαράντα, αλλά ήταν άβαφη και τα μαλλιά της ήταν ξανθοκόκκινα μου φαινόταν πολύ μικρή. Η κοπέλα ήταν η μόνη νεοφερμένη, τους άλλους τρεις τους ήξεραν οι μεγάλοι, και κατευθείαν μου έκανε εντύπωση ένας άντρας που ήταν πάρα πολύ όμορφος. Ήταν ψηλούτσικος και λεπτός, με μακρύ πρόσωπο κι ένα μαύρισμα που δεν κοκκίνιζε καθόλου, με μεγάλα σκούρα μάτια και μια έκφραση σαν να πήγαινε κάπου αλλού κι όχι σ' ένα εξοχικό στον Ωρωπό, με νερά και ξεχασμένες άμμους στην υπαίθρια ντουζιέρα. Μου έκανε εντύπωση η φωνή του, τους χαιρέτισε όλους μαζί χωρίς να φωνάζει, ίσα που ακούστηκε, αλλά μιλούσε κανονικά, απλά οι άλλοι φώναζαν. Στεκόταν ίσιος και με τα χέρια του στο πλάι, καμία σχέση με τους άλλους δύο άντρες που χαιρετούσαν φωναχτά και φιλούσαν τις γυναίκες και κάνανε "κόλλα το" στους άντρες. Ήταν πολύ ατσαλάκωτος και μου φάνηκε πολύ εξωτικός. Μέχρι που χαιρέτισε τη μαμά της Μαρίνας, τότε ξαφνικά δεν ήταν τόσο όμορφος, χαμογέλασε πλατιά και φάνηκε το μεγάλο του στόμα με τα μεγάλα δόντια και τα μάτια του μίκρυναν. Έμοιαζε με καρτούν κάπως, και η μαμά της Μαρίνας χάρηκε κι αυτή πολύ. Κάθισαν όλοι γύρω γύρω - δώδεκα άτομα, σαν συμβούλιο μου έμοιαζαν - και λέγανε διάφορα για το καλοκαίρι και για την Αμοργό και για την Κίμωλο, και αυτός ο άντρας είχε κάτσει μια θέση παραδίπλα από τη μαμά της Μαρίνας και τη ρωτούσε πράγματα, μόνο αυτή, κι εκείνη του απαντούσε με ενθουσιασμό, και μου φάνηκε λες και δεν την ήξερα. Δεν άκουγα τι λέγανε, κανείς άλλος δεν τους άκουγε.

 Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, εγώ έπλεκα κοτσιδάκια τα μαλλιά μου απλά για να κάνω κάτι και η Μαρίνα είχε πιάσει μια πασχαλίτσα, όταν η μαμά της Μαρίνας έσπρωξε το καροτσάκι της πίσω και είπε δυνατά: "Ένα ουζάκι θα το πιούμε έτσι; Για το καλό!" και οι περισσότεροι γκρίνιαξαν, κάτσε βρε, μην ετοιμάζεις, κάτσε να σε δούμε, αλλά ο μπαμπάς της Μαρίνας είπε "Μμμ, μπράβο βρε γυναίκα, γι' αυτό σ' αγαπάω εγώ" και όλοι γέλασαν και η μαμά της Μαρίνας - που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ αν τη λέγανε Ντιάνα ή Νάντια - τσούλησε το καροτσάκι της προς τα μέσα και ο ωραίος άντρας, πολύ φυσικά, σηκώθηκε και τη συνόδευσε στην κουζίνα.

 Έμεινε η θέση του κενή και κανένας δεν ασχολήθηκε, δεν μου κακοφάνηκε αυτό όσο με παραξένεψε γιατί τώρα όλοι μιλούσαν σε μεταξύ τους ομάδες και χωρίς να φωνάζουν ακουγόταν μια φασαρία. Η Εύα έπαιζε με τ' αγόρια ποδόσφαιρο και η Μαρίνα είχε ανοίξει το περιοδικό της. Δεν βαριόμουν γιατί ένιωθα σε εγρήγορση, σαν κάτι επρόκειτο να γίνει άμεσα και μόνο εγώ μπορούσα να το δω εγκαίρως και να τους σώσω όλους. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε και σκεφτόμουν τι θα φάμε το βράδυ και την άλλη μέρα στην παραλία έπρεπε να ψάξω να βρω κανένα μεγάλο κοχύλι γιατί οι άλλοι είχαν βρει και μόνο εγώ δεν είχα την υπομονή να ψάχνω. Η Μαρίνα μου έκανε ένα τεστ του περιοδικού και της απαντούσα ανόρεχτα, θυμάμαι το αποτέλεσμα ήταν ότι είμαι συγκρατημένος χαρακτήρας και να φοράω έντονα χρώματα και να απολαμβάνω τη ζωή, ενώ της Μαρίνας βγήκε το ανάποδο εντελώς, ότι χρειάζεται να έχει πρόγραμμα και να μην παραμελεί το διάβασμά της. Δεν σκεφτόμουν τον ωραίο άντρα, ή δεν θυμάμαι να τον σκεφτόμουν, ώσπου άνοιξε την μπαλκονόπορτα με ένα τεράστιο δίσκο στο ένα του χέρι και ανάσανα, λες και τόση ώρα έκανα μακροβούτι. Δεν είδα τι είχε φέρει να φάνε αλλά όλοι λέγανε κοπλιμέντα με ύφος υπερβολικά εντυπωσιασμένο, κι αυτός δεν είπε ούτε ευχαριστώ, μόνο χαμογελούσε - κανονικά, με κλειστό στόμα, όχι πλατιά - και έφυγε για λίγο κι έφερε ένα μπουκάλι, ένα μπολ με παγάκια, ποτήρια και χαρτοπετσέτες. Δεν τα έφερε όλα μαζί, έμπαινε μέσα, τσουπ έβγαινε, μέχρι που πέρασε κάμποση ώρα και δεν βγήκε. Τότε ξαφνικά δίψασα και αποφάσισα ότι το νερό στην κανάτα θα είχε ζεσταθεί τόση ώρα, και εγώ ήθελα κρύο νερό του ψυγείου. Θυμάμαι πολύ καθαρά ότι μπήκα μέσα με προσοχή, λες και δεν ήθελα να με προσέξει κανείς. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα αργά, και πήγα να την κλείσω ώσπου ένιωσα μια αντίσταση και ήταν η Μαρίνα, που ήθελε να έρθει μαζί μου. Δεν είπαμε τίποτα φυσικά, ήταν αναμενόμενο να πάμε μαζί. Αυτή προπορεύτηκε όμως, σαν να είχε εκείνη την ιδέα, ή σαν να είχε περισσότερα δικαιώματα να πάει στην κουζίνα. Στο κάτω κάτω, σπίτι της ήταν, μαμά της ήταν - και συμφώνησα μέσα μου, κι εγώ έτσι θα έκανα, έτσι σκέφτηκα.

 Και στην κουζίνα είδα κάτι πολύ περίεργο. Η μαμά της Μαρίνας καθόταν σε κανονική καρέκλα, όχι στο καροτσάκι της, και έπινε άσπρο κρασί και κάτι έλεγε φωναχτά. Ο ωραίος άντρας ζύμωνε μια ασπριδερή ζύμη με δύναμη και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Ξεκαρδιζόταν. Δεν μας έδωσαν άλλη προσοχή πέραν μια ματιά, και η Μαρίνα κάπως κοντοστάθηκε, μου φάνηκε ότι ήταν έτοιμη να πάει πίσω στην αυλή και τότε αποφάσισα μέσα μου ότι ήθελα να μείνω εδώ και έκατσα δίπλα στη μαμά της Μαρίνας, και τότε η ίδια η Μαρίνα κάθισε δίπλα μου, αλλά όχι χωρίς κάποιο δισταγμό. Ένιωσα πολύ γενναία και δικαιωμένη για το περίεργο πράγμα που περίμενα να γίνει: η μαμά της Μαρίνας έλεγε κάτι αστείο, άλλαζε φωνές και χειρονομούσε, κι έπινε μεγάλες γουλιές, και δεν την είχαμε δει ποτέ έτσι. Κι ένας ωραίος άντρας ζύμωνε και γελούσε και πετούσε σχόλια που πυροδοτούσαν περισσότερο τη μαμά της Μαρίνας και μιλούσε με περισσότερη θέρμη, κι όλο αυτός γελούσε, μέχρι που έφτιαξε τη ζύμη σε μια λεία μπάλα γυαλιστερή και την έβαλε σε ένα μπολ, που πολύ απλά άνοιξε το ντουλάπι με τα μπολ και πήρε χωρίς να τα εξετάσει αυτό που ήθελε, σαν να ζούσε εδώ μέσα. Δεν είχα ξαναζήσει ποτέ τίποτα παρόμοιο και αφέθηκα να εισπνέω αυτή την ενήλικηη ζωή, όπως μου φάνταζε, που δύο μεγάλοι κάνανε παρέα σαν να μην ήμαστε εμείς τα παιδιά μπροστά.

 Η μαμά της Μαρίνας αναστέναξε και μας κοίταξε. Δεν φοβήθηκα, απλά σαν να ήξερα ότι θα συνειδητοποιούσε την παρουσία μας και θα γύριζε στον ήπιο, γλυκομίλητο εαυτό της. Είχα ήδη βιώσει πολλά παραπάνω απ' ό, τι ήλπιζα, ήθελα κι άλλο, μα ήξερα ότι δεν θα το είχα. Προετοιμάστηκα στις ερωτήσεις της ("Πεινάτε;" Όχι ακόμα, "Γιατί δεν παίζετε με τα παιδιά;" Κάνουν πολλή φασαρία/βαριόμαστε, "Θέλετε να δείτε τηλεόραση;" Όχι δεν έχει τίποτα - απάντηση μάλλον ανόητη, γιατί δεν μας πολυάφηναν να βλέπουμε τηλεόραση και όταν αυτό γινόταν, πάντα τσακωνόμασταν και μας βάζανε τις φωνές) και κοίταξα τη Μαρίνα για να συντονιστούμε. Αυτή όμως κοίταζε τον άντρα που άναβε το φούρνο και σκέπαζε το μπολ με μια πετσέτα που έβρεξε ελαφρά (πού ήξερε πού ήταν οι πετσέτες;) και το άφηνε πάνω στο φούρνο. Όχι μέσα. Χωρίς να μας κοιτάζει, σαν να ήταν μόνος του στο δωμάτιο. Η μαμά της Μαρίνας δεν μας είπε τίποτα τελικά, αλλά τον ρώτησε αν θυμάται τον Βιτγκενστάιν. Το θυμάμαι γιατί το είπε πολύ καθαρά, λίγο κοροϊδευτικά: Βίιτ-γκέεν-στάαιν. Ο άντρας δεν γέλασε, ή μάλλον άφησε ένα κοροϊδευτικό κι αυτός γελάκι, σαν θόρυβο, και άφησε τα βερίκοκα που σκούπιζε και της είπε ξερά: "Λέκτορας στα Ιωάννινα".

 - Έλα! Λέκτορας το χάπατο; (Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη, και δεν ξέρω πώς νόμισα ότι σημαίνει αυτός που ξέρει καλά ξένες γλώσσες, σαν τη συμμαθήτριά μου στ' αγγλικά την Ευρυδίκη, που ήξερε και Ιταλικά γιατί η γιαγιά της ήταν Ιταλίδα και κάποιους μήνες μετά της είχα πει μες στην τάξη, από θαυμασμό: "είσαι πολύ χάπατο".)
 - Αμέ...αμέ. Και σιγά μη σταματήσει εκεί. Έχει βρει τη συνταγή, πρύτανης σου λέω θα γίνει. (Κι άλλη άγνωστη λέξη, αλλά δεν με ενδιέφερε όπως το χάπατο.)
 - Άντε γεια μας, είπε η μαμά της Μαρίνας και ήπιε μονορούφι το κρασί της.
 -Στη υγειά της διανόησης, είπε εκείνος, αφού της ξαναγέμισε το ποτήρι κι εκείνη γέλασε λίγο παράξενα.
 - Και δεν μου λες, συνεχίζεται η επικοινωνία; τον ρώτησε. Αυτός χτύπαγε κάτι αυγά, με δύναμη αλλά χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο.
 -Μα φυσικά. Μονόπλευρη ασφαλώς. Ξέρεις... γενέθλια απαρεγκλίτως γράμμα. Ραβασάκι για να είμαι σαφής. Καλέ πρόπερσι δεν σου είπα τι έγινε. (Σταμάτησε να χτυπάει τα αβγά και πιτσιλίστηκε λίγο το μανίκι του. Φορούσε κάτι σκούρο μπλε. Την κοίταξε στα μάτια κι έκανε παύση.) Ποίημα του Λαπαθιώτη μεταφρασμένο στα γαλλικά. Στα γαλλικά! Πάλι καλά που δεν έστειλε και τριαντάφυλλα!
 Η μαμά της Μαρίνας, που τώρα ήταν μια γυναίκα που καθόταν σε καρέκλα κι έπινε κρασί, γέλασε τρανταχτά και του είπε ότι είναι ζημιάρης.
 - Εκουσίως μάλιστα. Μην το ξεχνάς, τη διόρθωσε και συνέχισε να χτυπάει τα αβγά ενώ έριχνε λίγο λίγο αλεύρι και γάλα εναλλάξ.
 Η Μαρίνα ρώτησε τι φτιάχνει και παραλίγο να πεταχτώ και να πω "κέικ", εκείνος την κοίταξε χωρίς καθόλου έκπληξη και της είπε κάτι, μια λέξη που δεν θυμάμαι, "...με βερίκοκα. Είναι σαν κέικ αλλά πιο ζουμερό." Της μίλησε σαν να ήταν η μαμά της, χωρίς να κάνει τη φωνή του πιο μαλακιά ή δασκαλίστικη. Η μαμά της είπε κοιτάζοντας τη Μαρίνα ότι έχει να φάει από τότε που "μου έφτιαξες πάλι εσύ".
 - Ωχ μωρέ, σιγά το δύσκολο! Κοίτα, σε δέκα λεπτά έτοιμο. Περισσότερη ώρα θέλει να ζεσταθεί ο φούρνος.
 - Έχεις δίκιο, αλλά ποιος κάθεται να κάνει γλυκά στις διακοπές.
 -Γιατί; Με το παγωτό ταιριάζει τέλεια. Και τι τα κάνετε τόσα βερίκοκα πια!
 - Μπα, τα τρώμε. Τρώνε και τα παιδιά πολλά.
 - Εσύ μαγειρεύεις εδώ;
 - Και εγώ.
 - Ποιος άλλος;
 -Ο Πάνος, καλέ.
 -Σώπα, καλέ! Έμαθε να μαγειρεύει ο Πάνος;
 -Καλέ ναι.
 -Καλέ άντε.
 -Καλέ ναι, είπε εκείνη και γέλασαν. Γέλασε και η Μαρίνα, αχνά, διστακτικά.
 -Τις προάλλες έφερε κάτι γόπες ολόφρεσκιες και τις έκανε στο τηγάνι μόνος του. Άψογες.
 -Φαντάζομαι έπλυνε και τα πιάτα μόνος του... (αυτή χαχάνισε) ...έφτιαξε τη σαλάτα μόνος του...
 - Ε ντάξει όλοι βοηθάμε.
 -Αλλά κατά βάση τα κάνεις εσύ.
 -Ε, ναι. Εσύ φταις, που θέλεις να κάνω και γλυκά. Σαν κι εσένα είμαι, νομίζεις. Να δείτε κορίτσια (γύρισε σε μας το σώμα της, αλλά τον κοιτούσε ακόμα που βουτύρωνε μια φόρμα κέικ) τα ρολάκια που θα φτιάξει. Αλήθεια, δοκιμάζεις ακόμα καινούριες συνταγές;
 Τον κοιτούσαμε κι εμείς, σοβαρές σοβαρές, που έριχνε το χυλό στη φόρμα με μαλακές, κομψές κινήσεις. Ήταν σαν να βλέπαμε ταινία.
 -Μπα! Ό, τι έμαθα έμαθα. Δεν έχω πια διάθεση. (Αλλά το είπε σχεδόν ανακουφισμένος.)
 Έβαλε τη φόρμα στο φούρνο και πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι, έβαλε κι αυτός κρασί, πήρε ένα σταχτοδοχείο (μα πού ήξερε πού ήταν;) και κάθισε δίπλα στη μαμά της Μαρίνας. Απέναντί μας. Τσούγκρισε το ποτήρι της, εκείνη είπε "στις δοκιμασμένες συνταγές" κι αυτός γέλασε με παράξενα βαθιά φωνή, ξαφνικά μου φάνηκε τόσο μεγάλος όσο ο μπαμπάς μου. Κανείς δεν μας είχε ρωτήσει αν θέλουμε κάτι, ένα φρούτο, ένα χυμό, και λίγο με τσιμπούσε αυτό. Από την άλλη, ρουφούσα με απληστία τη ζωή των μεγάλων όπως είναι. Ακριβώς σαν ταινία, όχι θέατρο. Θέατρο είχα πάει τρεις φορές και οι ηθοποιοί μας κοιτούσαν και κάνανε χαζές ερωτήσεις ("Μα πού είναι ο λαγός; Μήπως τον είδατε;"). Άκουσα την μπαλκονόπορτα ν' ανοίγει και φοβήθηκα έντονα ότι θα ερχόταν κάποιος και θα σταματούσε όλο αυτό, που δεν θα του έβαζα θετικό πρόσημο, ήταν κάτι τόσο καινούριο και συνηθισμένο παράλληλα. Ήταν η Εύα με τα δύο αγόρια που είχαν ιδρώσει και πήγαν στο μπάνιο με φωνές να πλυθούν. Η Εύα μάλωνε το Φώτη "δεν ξέρεις καν τι θα πει οφσάιντ, εγώ ξέρω αγγλικά και ξέρω" και η μαμά της Μαρίνας φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της. Χωρίς μελαγχολία όμως. Δεν μιλούσε κανείς και τότε ο άντρας τη ρώτησε:
 -Να βγάλω τη Λυμπεράκη εκτός ύλης φέτος; Τι λες;
 Αυτή απάντησε ζωηρά, χωρίς ν' αλλάξει έκφραση:
 -Ντροπή σου. Ιεροσυλία. Βέβηλος, βέβηλος, κι αυτός γέλασε κι άναψε τσιγάρο. "Θες;" της έκανε νεύμα κι εκείνη του είπε "Πιο μετά".
 - Ώρες ώρες μου φαίνεται ξεπερασμένη. Αλλά παραμένει μπροστά απ' την εποχή της. Κάθε χρόνο, θα έχω ένα δυο μαθητές που τη λατρεύουνε, διαβάζουνε όλα της τα βιβλία, ναι και τον Αλέξανδρο, φαντάσου, και όλοι οι υπόλοιποι ή δεν καταλαβαίνουν τίποτα ή περιγελούν.
 -Ε, μαζί πάνε αυτά στο σχολείο, είπε εκείνη με τον γνώριμο μειλίχιο τόνο της αλλά με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα.
 -Μπα! Μην το λες. Έχει αλλάξει το ιδεώδες. (Τα μικρά ήρθαν στην πόρτα και μας κοιτούσαν. Τα έβλεπα με την άκρη του ματιού μου. Ήθελα να καταλάβουν ότι αυτή είναι μια συζήτηση για μεγάλους και δεν είχαν καμιά δουλειά εκεί, μαζί μας. Αν τους κοιτούσα η Εύα θα ερχόταν αμέσως, από αντίδραση.) Όλοι πλέον καταλαβαίνουν το Λεωνή!
 -Το Λεωνή! Δεν τον άντεχα αυτόν.
 -Ναι ούτε γω. Αλλά απ' ό,τι ψυλλιάζομαι, δεν περιμένουν πια κάτι θαυμαστό, κάτι πρωτόγνωρο - ξέρουν τι θέλουν και περιμένουν να τους έρθει με τους λιγότερους συμβιβασμούς. Το λες και τίμιο.
 -Ακόμα δεν καταλαβαίνω αν εμείς θέλαμε πάρα πολλά ή αν θέλαμε τ' αδύνατα. (Ο Φώτης πλησίασε αλλά δεν έκατσε.) Θα μου πεις, τη γλύκα του παραμυθιού δεν τη βρίσκεις πουθενά.
 -Ούτε την πίκρα του, όταν μαθαίνεις ότι έζησες το ίδιο παραμύθι με όλους τους άλλους.
 -Α εδώ ακόμα διαφωνώ. Ναι ακόμα διαφωνώ. (Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και η Εύα με τον Τίμο πλησίασαν ήσυχοι σαν γατιά.) Βλέπεις εμείς ήμαστε καλομαθημένοι. Είχαμε μάθει απέξω όλες τις υποσημειώσεις κάθε πιθανού ρομάντζου, και θέλαμε να ζήσουμε κάτι άλλο, να γράψουμε τις δικές μας παρατηρήσεις. Να ξεπεράσουμε τις προηγούμενες γενιές. Και κάναμε φυσικά το πιο αναμενόμενο, που μας φαινόταν το πιο... άσε με να το πω...ρηκιξέ...ρηξιξέ...ρηξικέλευθο. Ωραίο αυτό το κρασί τελικά. Ρίξαμε τη μούντζα μας παντού και φύγαμε για τ' ανάποδα. Κάναμε το ίδιο που κάνανε και οι προηγούμενες γενιές. Ζήσαμε στην ασφάλεια τα ονειράκια μας και είχαμε επιτέλους λόγο ν' αγανακτήσουμε όταν ήρθαμε στην κανονική ζωή. Αυτά τα παιδιά όμως...
 -Αυτά τα παιδιά, μην τα κλαις καθόλου, είπε ο άντρας και σηκώθηκε. (Σαν συνεννοημένα τα μικρά κάθισαν από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Η μαμά της Μαρίνας ούτε που έριξε μια ματιά.) Νομίζουν ότι όλα είναι γραμμένα στο τηλέφωνό τους, βρίσκουν εύκολα παρηγοριά στη μοναξιά τους. Δεν ξέρουν καθόλου από εκπλήξεις. Όταν τους έρθουν, τις άσχημες θα τις δεχτούν στη σφαίρα του βίου - τις ευχάριστες δεν θα ξέρουν τι να τις κάνουν. Τώρα εσύ πιστεύεις ότι θα τις βάλουν στην αποθήκη χωρίς καν να τις ξετυλίξουν, είπε κι εκείνη ένευσε πολύ εμφατικά, κι αστεία, τόσο αστεία που ξαφνιαστήκαμε όλοι και δεν γελάσαμε. Ο άντρας έφερε το μπολ με το ζυμάρι κι άρχισε να το απλώνει στο τραπέζι.
 -Αλλά εγώ σου λέω ότι θα κολυμπήσουν μέσα τους. Δεν θα τις πουλήσουν, ούτε θα τις ξεζουμίσουν. Πλάστη έχετε;
 -Ναι. Δίπλα στο τζακούζι. Τι να τον κάνω τον πλάστη στον Ωρωπό;
 -Ενώ αν ήταν στο Παρίσι θα είχες. Ανεπρόκοπη, ακαμάτρα! Ακαμάτρα! Και γέλασαν και οι δυο τρανταχτά. Γέλασε και ο Τίμος και κανείς δεν του έδωσε σημασία. Ο άντρας σήκωσε τα μανίκια του κι άρχισε ν' απλώνει τη ζύμη με τις παλάμες του, με πια περίεργα κομψή κίνηση, σαν να χάιδευε τη ζύμη με δύναμη. Φορούσε ένα δαχτυλίδι που δεν το έβλεπα καλά αλλά ήταν ασημένιο.
 -Κανέλα όμως έχετε.
 -Αμέ. Και μπούκοβο έχουμε.
 -Α καλά που μου το θύμησες. Θυμάσαι την Πατσά; Παντρεύτηκε, έκανε δίδυμα, κι έχασε είκοσι τέσσερα κιλά. Σε έξι μήνες!
 -Συνήθως το ανάποδο γίνεται. Παντρεύεσαι, κάνεις δίδυμα και παίρνεις είκοσι κιλά σε έξι μήνες.
 -Είκοσι τέσσερα, το τονίζει όποτε βρει. Έχει να κοιμηθεί από πέρσι. Παραμένει χαζή και καλή.
 -Στη δουλειά της καλά πάει;
 -Ουουου! Τη λατρεύουν όλοι. Δεν κάνει τίποτα αλλά άμα της ζητήσεις κάτι σκίζεται. Ήταν από παλιά ευτυχισμένη αυτή.
 -Η Πατσάς. Εσύ την είχες βγάλει έτσι;
 -Καλά, ντροπή σου. Σιγά μην έλεγα εγώ άνθρωπο υπέρβαρο Πατσά. Αυτή το κόλλησε τότε στου Νώντα που είχες φύγει εσύ, είχαμε πιει δεν ξέρω κι εγώ πόσο εμείς, κι αυτή μετά καταλάβαμε ότι την έβγαλε με κόκα κόλα. Είμαστε όλοι λιάρδα κι αυτή στο ξεκούδουνο (πάρα πολλές άγγνωστες λέξεις, και πλέον δεν ήξερα και πώς να ρωτήσω να μάθω τι σημαίνουν) αρχίζει να μας λέει τι ωραίος που είναι ο πατσάς άμα είναι καλοφτιαγμένος. Και να μας εξηγεί πώς ξυρίζουν τα ποδαράκια του αρνιού, και πώς καθαρίζεις τα νύχια από πριν, η Άννα είχε γίνει καταπράσινη και την κοιτούσε με μίσος και δεν είχε κουράγιο ούτε να τη βρίσει ούτε στην τουαλέτα να πάει, εμείς να είμαστε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και ο Αποστόλης να πάει να της πει "σκάσε" και ξέρασε κανονικά, και γελάσαμε λίγο...κι αυτή να συνεχίζει: ο σωστός πατσάς είναι κάτασπρος. Στον πατσά βάζουμε μπούκοβο μόνο μετά, αλλά ξίδι από πριν. Κάθε νοικοκυρά έχει τη δικιά της συνταγή για πατσά...και ούτω καθεξής. Ε και της έμεινε. Η Πατσάς.
 Είχε φτιάξει ένα παραλληλόγραμμο και το άλειφε με ζάχαρη και κανέλα. Ο Φώτης γούρλωσε τα μάτια και τον ρώτησε "Τι είναι αυτό;"
 -Ρολάκια κανέλας, του απάντησε, χωρίς και πάλι να χαμογελάσει ή να του εξηγήσει τι είναι τα ρολάκια κανέλας. Εγώ ήξερα κι ένιωσα πολύ σπουδαία. Τύλιξε το ζυμάρι σε ρολό κι άρχισε να κόβει σαλιγκαράκια.
 -Είδα ένα ντοκιμαντέρ για τον Λανβέν τις προάλλες, είπε η γυναίκα. Το στυλ του δεν έπιασε ποτέ εδώ. Πολύ εστέτ. Ή εμείς είμαστε πολύ μεσόγειοι. Μάλλον το δεύτερο. Τι ωραίο που θα ήταν όμως να φοράμε όλοι μεταξωτά τσουβαλάκια με λεπτεπίλεπτα παπούτσια.
 -Και πολύ πρακτικό. Ένα μέγεθος πολλά σώματα.
 -Θα μας εξαφάνιζε.
 -Θα μας μετουσίωνε σε μυστικό, της είπε σχεδόν σαν να τη μάλωνε. Θα κρατούσε το σώμα μας γιώτα χι.
 -Μετά το ατύχημα δεν αντέχω να κρύβομαι. Ασχολούμαι όσο ποτέ με το ντύσιμό μου.
 -Καλύτερα να επενδύσεις σε κολιέ και γυαλιά. Κραγιόν φοράς;
 -Το ξέρεις ότι σιχαίνομαι την αίσθηση.
 -Ακόμα ε;
 -Ναι. Και πάντα μου βρομάει ψαρίλες.
 -Τι σχέση έχει το ψάρι με τα κραγιόν; ρώτησε η Μαρίνα δήθεν ανέμελα.
 -Τα κραγιόν έχουν ως κύριο συστατικό τους τα λέπια, της απάντησε εκείνος. (Δεν της εξήγησε.) Φυσικά δεν μυρίζουν ψαρίλες...
 -Εγώ πάντως δεν αντέχω την αίσθηση. Το γλυκό μύρισε, θα πρέπει να είναι έτοιμο.
 -Σε λίγο. Άστα να φουσκώσουν κι αυτά.
 Κάθισε στην καρέκλα του κι έπαιξε με το πακέτο του.
 -Ξεκουράζεσαι εδώ;
 -Ναι, περίεργο ε; Όλα είναι τόσο πιο ενδιαφέροντα, και τόσο καθησυχαστικά. Θέλοντας και μη ασχολείσαι με τον εαυτό σου εδώ.
 -Σαν προσευχή.
 -Ναι. Παραμένεις αγνωστικιστής;
 -Υποθέτω πως ναι, αλλά δεν ασχολούμαι καν. Καθόλου.
 -Τα κορίτσια θα κάνουν φέτος Ιλιάδα.
 -Νά τα μας.
 -Καλά μη φανταστείς. Δυο ραψωδίες ίσα ίσα.
 -Κρίμα.
 -Εγώ θυμάμαι δεν σου πολυάρεσε...
 -Ναι, ακόμα δεν τρελαίνομαι. Αλλά το θεωρώ λίγο απ' αυτά που πρέπει να ασχοληθείς για κάποιο ικανό διάστημα πριν τα αγαπήσεις ή τ' απορρίψεις. Σαν την όπερα.
 Δεν μιλούσε κανείς. Το διάστημα δεν ήταν μεγάλο αλλά εμένα μου φάνηκε αιώνας, ή σαν αντίστροφη μέτρηση που σε λίγο θα μας έδιωχναν να πάμε αλλού ώστε να συζητήσουν τα πιο σοβαρά τους θέματα. Τα αληθινά θέματα των μεγάλων.
 Μίλησε αυτός:
 -Να σου πω... έχεις σκεφτεί αν θα βλεπόμαστε σε δέκα, είκοσι χρόνια;
 -Ναι, το έχω σκεφτεί. Πολλές φορές. Δεν ξέρω. Νομίζω πως όχι.
 -Έτσι μου φαίνεται κι εμένα.
 -Τη μια στιγμή ονειρεύεσαι να μάθεις σε εκατό παιδιά να αγαπάνε το διάβασμα... και την άλλη καταλήγεις να το μισείς.
 -Είναι ο χρόνος που κυλάει και χτυπάει ορόφους, σαν τα κουδουνάκια των ασανσέρ. Ντιν. Ονειρευτείτε. Νταν. Ξυπνήστε. Και το χειρότερο είναι πώς μουδιάζεις. Πώς ξεπερνάς τον ίδιο σου το θυμό. Θες να ουρλιάξεις, να τα φέρεις όλα τούμπα, να ψάξεις να βρεις αυτό που ήσουν, αυτό που νόμιζες πως ήσουν, αυτό που ήθελες να γίνεις...και το ξέρεις, ότι θα βρεις μόνο στάχτες. Γιατί να τα σκαλίζεις;
 -Γιατί να θυμόμαστε πώς ήμαστε; Για να κάνουμε κι άλλα όνειρα, πώς θέλουμε να γίνουμε; Άστο καλύτερα. Τα κορμιά μας μας εγκαταλείπουν πρώτα. Και όση αντοχή και να έχει η θέληση, δεν φτάνει.
 -Τόσοι άνθρωποι στις ζωές μας, και δεν θα βρεις μια χούφτα χνάρια. Πώς να βρεις την κακία και το θάρρος να σπάσεις τη χιονόμπαλα του Βιτγκενστάιν; Και σε τι θα ωφελήσει;
 -Κάποτε δεν άντεχες τους ανίδεους, ανυποψίαστους ανθρώπους.
 -Ούτε τον οίκτο άντεχα. Ε, ευτυχώς με τον καιρό, έφαγα λίγη ταπεινότητα...
 -...στο κεφάλι;
 -Κατακούτελα. Και γέλασαν, σαν να είχαν πει κάτι πολύ αστείο. Εσύ έχεις παιδιά. Έχεις χρόνια μπροστά σου μέχρι να γεράσεις.
 -Κι εσύ ξέρεις την προβολή σου. Δεν θα ξεθωριάσεις εύκολα.
 -Μπα... σε ποιους; Σε αγνώστους; Τι να το κάνω πια. Τι να κάνω πια την καλοσύνη των ξένων.
 -Έχεις κι εσύ δικούς σου ανθρώπους. Μπορείς πάντα ν' ακουμπήσεις εκεί.
 -Ναι, τώρα θα μάθω ν' ακουμπάω κι εγώ. Άσε μας.
 -Μα τώρα χρειάζεται βρε ζώον. (Η Εύα γέλασε και την κοίταξα ενοχλημένη.) Τώρα που ξέρεις ότι δεν θα σπάσεις, κι αν γρατζουνιστείς, που θα γρατζουνιστείς, δεν θα έχεις καθόλου κυρώσεις.
 -Δεν αντέχω τον τριγμό.
 -Άσε με ρε. Εδώ... άλλα κι άλλα.

 Ο άντρας σηκώθηκε κι έβγαλε με την πετσέτα το γλυκό από το φούρνο και το ακούμπησε στον πάγκο μπροστά του. Δεν το έφερε στο τραπέζι να το δούμε. Έβαλε τη μεγάλη λαμαρίνα με τα φουσκωμένα σαλιγκάρια στο φούρνο και ξανακάθισε στην καρέκλα. Δεν μιλούσε κανείς.

 Ο Τίμος άνοιξε το στόμα του και είπε στον άντρα: "Χθες στη θάλασσα είδα ένα χταπόδι." Ο άντρας τον κοίταξε και περίμενε ν'ακούσει τη συνέχεια. Η μαμά της Μαρίνας ρώτησε τον Τίμο: "Ήταν μες στη θάλασσα το χταπόδι ή έξω;"
 -Έξω, ένας κύριος το χτυπούσε σε μια μεγάλη πέτρα. Αλλά είχε ήδη πεθάνει. Και ρώτησα το μπαμπά μου και μου είπε ότι πρέπει να το χτυπήσει για να το μαλακώσει και να το φάμε. Δεν μου αρέσει το χταπόδι όμως.
 -Ούτε εγώ τρελαίνομαι, του απάντησε ο άντρας με τον ίδιο τόνο που μιλούσε στους μεγάλους έξω, αλλά όχι στη μαμά της Μαρίνας.
 Η Μαρίνα με ρώτησε αν πεινάω κι αιφνιδιάστηκα. Πεινούσα αλλά δεν ήθελα να το πω. Η μαμά της Μαρίνας με κοίταξε και μας είπε ότι σε λίγο θα φάμε. "Θα φάμε ψάρι ψητό στα κάρβουνα, θα τηγανίσουμε πατάτες και θα φτιάξουμε μια μεγάλη σαλάτα! Μαρινάκι, πήγαινε πες του μπαμπά να βάλει τα κάρβουνα." Η Μαρίνα έφυγε χωρίς να μας κοιτάξει και ξαφνικά ήθελα να τρέξω πίσω της αλλά θα ήταν σαν να παραδεχόμουν ότι την πρόδωσα.
 -Πατάτες λοιπόν, είπε εκείνος. Και άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε ένα μαχαίρι και ρώτησε, κανένα συγκεκριμένα, πού είναι οι πατάτες. Η μαμά της Μαρίνας κάθισε στο καροτσάκι της, πιο άγαρμπα απ' ό,τι την είχα δει άλλες φορές να κάνει, και πήγε έξω. Τα μικρά σαν να ήταν συνεννοημένα την ακολούθησαν. Η Μαρίνα επέστρεψε και με κοίταξε εξεταστικά, μήπως είχε χάσει κάτι, μήπως της κρατούσα μυστικά - και απέφυγα τη ματιά της, ήθελα να νιώσω αυτό το άλλο εκτός από κολλητή της Μαρίνας. Ο άντρας είχε γυρισμένη την πλάτη του και καθάριζε πατάτες στο νεροχύτη. Είχε μακριά, ίσια πόδια και ακουγόταν μόνο το χρίτσι χρίτς.

 Η μαμά της Μαρίνας επέστρεψε και κρατούσε στην ποδιά της το καλάθι με τα λαχανικά. "Μαρινάκι μου, ξέχασα το κρεμμύδι. Θα φτιάξω δύο σαλάτες, στη μία μόνο θα βάλω. Πετάξου αγάπη μου να μου το φέρεις..." και η φωνή της ήταν ήπια αλλά κάπως αλλαγμένη.
 Η Μαρίνα σηκώθηκε και με κοίταξε έντονα. Είχα καταλάβει, ήμουν ξανά η φίλη της και θα με τιμωρούσε που δεν της έδωσα σημασία τόση ώρα. Είχε δίκιο. Σηκώθηκα πρόθυμα και κάπως μαλάκωσε η έκφρασή της, βγήκε από την κουζίνα κι εγώ σταμάτησα να δω τη μαμά της Μαρίνας που είχε απλώσει το χέρι της και κράτησε τον καρπό του ωραίου άντρα. Την κοίταξε κι εκείνη του είπε:
 -Δεν χρειάζεται να είσαι τόσο χρήσιμος για να σ' αγαπάνε.
 Της χαμογέλασε και έσκυψε και τη φίλησε απαλά στα χείλη.
 -Δεν χρειάζεται, αλλά κακό δεν κάνει, και γελάσανε μαζί.

 Ήθελα να μείνω αλλά ζαλιζόμουν, ήθελα να φύγω και σαν να ήθελα να κλειστώ μόνη μου σε ένα δωμάτιο και όλοι να κοιμούνται, μόνο εγώ να είμαι ξύπνια.