Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Έπαινος μετ' εμποδίων


Ήθελα κάτι, που αφορά κάτι που μου αρέσει όλη μου τη ζωή, και για να το καταφέρω θα έπρεπε να περάσω από αξιολόγηση.

Όσα κατέθεσα δεν ελήφθησαν μάλλον αρκετά υπόψιν - ή δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογα. Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ.

Αλλά η προσωπική επαφή μου ήταν που κέρδισε τη φάση της αξιολόγησης. Σε βαθμό καταλυτικό. Και όσο δεν ερχόταν η επιβεβαίωση, είχα μέσα μου κάποιες σκέψεις. Σαν ζουζουνάκια.

"Δεν έχει σημασία, πέρασες από αξιολόγηση και αυτό μετράει, έλαβες τον έπαινό σου".
"Ε, για να κερδίσεις στην προσωπική επαφή, μάλλον σε λυπήθηκαν ή είδαν πόσο χρήσιμο κορόιδο μπορείς να γίνεις".
"Για να κερδίσεις εσύ, φαντάσου πόσο χαμηλά standards έχουν".

Ήταν όμως από αυτές τις φορές που έκανα κάτι για μένα. Πολλές ή λίγες, δεν ξέρω. Και ίσως σε τρεις μήνες από τώρα η ζωή μου να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό.

Ήθελα να με καμαρώνουν οι άνθρωποι που με αγαπάνε. Θέλω ακόμα, το θέλω πολύ, να είναι περήφανοι για μένα. Να εκτιμούν, και να αναγνωρίζουν, και λίγο να φοβούνται ότι δεν τους αξίζω.

Το θέμα είναι ότι από τη μια χαίρομαι που πέρασα την αξιολόγηση, από την άλλη στενοχωριέμαι που δεν έγινε όπως θα περίμενα, από την άλλη πάλι το γειώνω απότομα γιατί βλέπω σημάδια που ακυρώνουν την αξία αυτού που κέρδισα, από την άλλη προσπαθώ να πιαστώ απ' όπου μπορώ, και να πω ψέματα, ψέματα, πολλά μικρά αθώα χαζά ψέματα που με αποκαθιστούν στα μάτια όσων μ' αγαπούν.

Λόγοι να είναι περήφανοι για μένα. Να με αγαπάνε πιο πολύ. Ψέματα, πολλά ψέματα, με χαζές υπερβολές και ανόητα σχόλια. Μάλλον φαίνομαι όταν λέω ψέματα.

Γιατί προσπαθώ συνεχώς να υποβιβάσω ό, τι έχω κερδίσει και συνεπώς εμένα;
Ίσως για να έχω πάντα υποψίες, το ένα πόδι έξω, ένα μάτι να στριφογυρνάει αδιάκοπα γύρω γύρω για να πιάσει ό, τι δεν βλέπει ο καθένας και ίσως φανεί χρήσιμο σε κάποιον, κάπου, κάποτε.

Ρακοσυλλογή.

Μαζεύω σκουπίδια. Μαζεύω αυτά που δεν θέλουν οι άλλοι. Μαζεύω άχρηστα, παραπεταμένα πράγματα. Μαζεύω και σώζω και προστατεύω και σέβομαι... αλλά δεν τα αγαπάω. Αγαπάω τη σακουλίτσα μου. Την τόσο ανθεκτική, σχεδόν απαρατήρητη, βολική και συνειδητοποιημένη σακουλίτσα μου, που έχει θάρρος και κέφια να στολίζεται με φτηνές φουντίτσες.

Λες και ό, τι μαζεύω να θέλω να το βαφτίσω σκουπιδάκι για να μπορώ να το νιώσω πιο κοντά σε μένα. Για να μην μπορεί κανένας άλλος να μου το πάρει, να μην το δει κανείς.
Ακόμα κι αυτό το μάτι το κοφτερό, που ζυγίζει και μετράει στο λεπτό, με το αλάνθαστο κριτήριο του απόβλητου, που ξέρει πόσο αξίζουν τα πράγματα, γιατί ποτέ δεν θα τα πουλήσει στην κανονική τους αξία. Όχι "παρόλο". "Επειδή". Επειδή δεν θα τα εκμεταλλευτώ ποτέ για να πάρω κάτι κοινή συναινέσει. Θα τους κάνω να με θαυμάσουν, να με σεβαστούν, να μου δώσουν την ησυχία μου. Σκουπίδια, σκουπίδια, άχρηστα πράγματα, καλαμάκια μιας χρήσεως, σκονισμένα βιβλία, εφημερίδες αδιάβαστες, γυαλιστερά περιοδικά με μαγαζιά που έχουν πια κλείσει, και κάπου κάπου ένας σπάνιος δίσκος, ένα τσαντάκι κεντημένο με γυάλινες χάντρες, ένα συλλεκτικό πιρούνι. Όλα μαζί.

Αν μου πεις μπράβο, θα πεις μπράβο σε όλα τα σκουπίδια μου. Ντροπή μου, αυτό θες να πεις. Και μπράβο μου, που τυχαία μάζεψα και ένα δυο όμορφα μέσα στα τόσα μου σκουπίδια.

Ή ίσως να εννοείς κι εσύ τη σακουλίτσα μου. Δεν ξέρω, δεν ξέρω αν θα μάθω και ποτέ. Ίσως δεν θα μ' ενδιαφέρει πια. Ίσως έρθει κοπλιμέντο εκεί που δεν το περιμένω πάλι. Ίσως ξεκαθαρίσω τι είναι αυτό που κέρδισα μόλις το ζήσω, χωρίς να πρέπει να το εξωραϊσω.

Μπορώ να κοιτάω και να μην μιλάω. Μπορώ.

Μπορεί να το δοκιμάσω. 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Ατίτλιστο

 Για πολλά χρόνια έπλεκα την πανοπλία μου.

 Έκοβα αγριολούλουδα με παράξενα ονόματα, τα απίθωνα μαλακά στις σελίδες των αγαπημένων μου βιβλίων κι έκλεινα σφιχτά το εξώφυλλο, πολύ σφιχτά, σχεδόν βάναυσα. Όταν κουραζόμουν να πιέζω στενοχωριόμουν, νόμιζα ότι δεν κάνω τη σωστή δουλειά που απαιτείται, ότι τα αγριολούλουδά μου θα μουχλιάσουν, θα κρατήσουν λίγη από τη ζωντανή τους εύχυμη αυθάδεια που τελικά θα τα σκοτώσει.
 Έπαιρνα τους μίσχους των και τους έκανα κοτσιδάκια, απαλά και προσεκτικά και αποφασιστικά, και ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, και κουραζόμουν, και άφηνα πολλές φορές στη μέση τη δουλειά, και στενοχωριόμουν πάλι.
 Γυάλιζα με πινελιές προς μία μόνο κατεύθυνση τα στιλπνά φυλλαράκια και κρατούσα μόνο όσα μοιάζανε με γλυπτά από πορσελάνη - τα υπόλοιπα δεν ξέρω τι έγιναν.
 Τα χρωματιστά πέταλα, λεπτά σαν μεταξωτό χαρτί, με τις ρυτιδούλες τους κρουστές και μη αναστρέψιμες, τα κεντούσα πάρα πολύ προσεκτικά πάνω στην πανοπλία μου.
 Για πολλά χρόνια.

 Έφτιαξα ένα υψηλής ραπτικής πράγμα, που το φορούσα όπως φορούσα την ιστορία μου, χωρίς αυτό απλά δεν υπήρχα. Τι θα ήμουν χωρίς άμυνες, τι θα ήμουν χωρίς ένα περιβάλλον που απαιτεί να κάνεις το καλύτερο ενάντια σε τόση κακιασμένη απελπισία, τι θα έλεγα στον εαυτό μου ότι κάνω στη ζωή μου αν δεν έφτιαχνα το κουκούλι μου όπως θα ήθελα να είναι το σώμα μου;

 Φοράω ακόμα κομμάτια στολισμένα με παράξενα χρώματα και η τραχιά λινάτσα μου προσδίδει κύρος. Φοράω ακόμα όλες τις άμυνες που έχω συνηθίσει να φοράω, στενοχωριέμαι ακόμα που οι πεταλούδες δεν πλησιάζουν τα απολιθωμένα μου πέταλα. Αλλά δεν απελπίζομαι, εδώ και λίγο καιρό δεν απελπίζομαι πια.

 Θα ξανάρθει όμως. Πάντα, όλα, ξανάρχονται κάποτε. Αλλά σαν να είναι σίγουρο ότι η πανοπλία μου δεν θα μου χρειαστεί ποτέ έτσι. Όχι έτσι όπως είναι, όχι έτσι όπως θα είμαι.

 Θέλω όμως ένα closure. Δεν θέλω να κλειστεί στην ντουλάπα, δεν θέλω να τη φορέσω μέχρι να λιώσει. Ονειρεύομαι ότι θ' ανοίξω το σκιάδιό μου και θα ψάξω ανάλογες πανοπλίες με παρόμοια ενθέματα, την ίδια αφοσίωση που δεν έγινε ποτέ αγάπη, τον ίδιο στέρεο και μονοκόμματο σεβασμό σε κάθε κλωστή και κάθε κόμπος να έχει μια ιστορία. Να θαυμάσουμε τις πανοπλίες μας με τρόπο σεβαστικό, να νιώσουμε ότι τελικά η μόνη τους χρήση ήταν να προστατέψουν τον κόσμο από μας, κι όχι το ανάποδο. Και να νιώσουμε παντοδύναμοι, ειλικρινά ελεύθερα πλάσματα, να εκδυθούμε των ιματίων μας και να κοιτάξουμε ο καθένας τις ουλές του άλλου, τα γαλακτερά σαρκώματα, την όμορφη, μαλακιά μάζα πνιγμένων αναστεναγμών και όλες τις αγωνίες που δεν είπαμε ποτέ σε κανέναν.

 Σκέφτομαι ότι αν θέλω να πάρω εκδίκηση από κάπου, την έχω ήδη πάρει, με πειθαρχημένη λύσσα και μάτια σαθρά.

 Σκέφτομαι ότι ο κόσμος δεν είναι φύσει κακός, αλλά είναι τόσο απέραντος που είναι αδιάφορος και τόσο μικρός που είναι ανήμπορος. Σκέφτομαι ότι κι εγώ μέρος αυτού του κόσμου είμαι. Και με πονάει λίγο όταν ξέρω ότι το μόνο που απομένει είναι να το συνειδητοποιήσω.

 Δεν κρατάω κακία, αλλά δεν υπάρχει και θέμα αν κρατάω - θα γλιστρήσει και θα εξατμιστεί.

 Και όλο αυτό το θάρρος που είχα στέμμα τόσα χρόνια.. ώρα είναι να το ντυθώ σε τσίγκινα δαχτυλίδια και χρωματιστά νύχια.

 Έχω μεγαλώσει. Τώρα θα βάλω και τους όρους.