Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Η φυγή μου / Όταν χάθηκα, μια εξιστόρηση.

Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να βουτήξω στους καταρράκτες. Θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν πολλή ώρα, υπολόγιζα την απόσταση, προσπαθούσα να διακρίνω τον πυθμένα. Φοβήθηκα άγριες πέτρες που θα μου πλήγωναν τα πόδια, σκέφτηκα με θέρμη το ενδεχόμενο να ματώσω μέσα στο ορμητικό νερό και να μην το καταλάβει κανείς, το αίμα να τρέχει μαζί του. Ένα βοτσαλάκι και το κορμί μου.

Τελικά όμως δεν βούτηξα, δεν ήθελε κανείς άλλος, τα μαλλιά μου έμειναν στεγνά. Προχωρήσαμε ψάχνοντας τον ορίζοντα σιγοτραγουδώντας τα παιδικά τραγούδια που θυμόμασταν. Ήταν μια παράξενη μέρα και δεν είχα καν καταλάβει γιατί είχα συμφωνήσει, και μάλιστα με ενθουσιασμό, σ' αυτή την εξόρμηση.

Ο ήλιος είχε φτάσει στην ακμή του όταν ο ένας μετά τον άλλον δήλωσαν πως κουράστηκαν πια, δεν μπορώ άλλο, πρέπει να ανασάνω, να κάνουμε οικονομία δυνάμεων, ελάτε να ξαπλώσουμε όλοι μαζί, ας απολαύσουμε για μια ώρα τη φύση. Το γρασίδι ήταν δροσερό όμως κι ένιωθα το μυστικό να χτυπάει δυνατότερα τώρα. Τους άφησα χωρίς να τους πω τίποτα συγκεκριμένο, έφυγα με μαλακά βήματα, να μην νιώσουν ότι τους εγκαταλείπω ή ότι τους αποδοκιμάζω και μου φωνάξουν κάτι βλαβερό κι άχρηστο όπως πρόσεχε, μην πας πολύ μακριά, εδώ θα είμαστε, θα σε περιμένουμε. Τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω γιατί ανησυχούσα - κανείς δεν ασχολείτο μαζί μου, ο καθένας με τον εαυτό του μόνο, όπως έπρεπε κι όπως συνήθιζε.

Τα δέντρα...αχ τα δέντρα! Πόσο ήλιο είχαν δει, πόσα πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους, πόση ζωή και θάνατο είχαν δει; Ακούνητα και αμίλητα, με σκληρούς φλοιούς, τα αγαπούσα τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή. Όπως αγαπάμε την προσμονή κάποιου αγαπημένου. Το ξέρεις ότι θα τελειώσει, ο ήλιος θα πέσει και τα δέντρα θα γίνουν πάλι φυτά. Ωστόσο ήταν απ' τις μέρες που η υγρασία τους έδινε μυστηριακά χρώματα και οι λειχήνες άστραφταν. Να γίνω δέντρο κι εγώ κάποια στιγμή, ευχόμουν, σε μια άλλη ζωή ή σ' ένα μου όνειρο. Πόση ζωή είχε εκείνη η ώρα, το καταλαβαίνω τώρα.

Ήταν κατηφορικό το έδαφος και δεν ήθελα να ταξιδέψω προς τα κάτω, σαν να είχα κάποιο σκοπό, ήθελα να κάνω κύκλο, να δω ό,τι υπήρχε γύρω από την κατασκήνωσή μας. Κοιτούσα κάτω για αγριολούλουδα μα δεν είδα κανένα, μόνο βολβούς και πράσινα σαρκώδη κοτσάνια. Μα είναι κι αυτό κάτι, έτσι; Αν ήξερα τα φυτά θα μάντευα τι λουλούδια κρύβονται, θα ένιωθα τους παλμούς και θα περπατούσα με άλλη σιγουριά. Δεν είχα απομακρυνθεί όμως, περπατούσα διασχίζοντας, έτσι ένιωθα, ότι προσπερνούσα ένα μέρος για να πάω σε κάποιο άλλο.

Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή δεν άκουγα πια τους καταρράχτες, το κελαρυστό νερό, αλλά δεν το είχα καταλάβει παρά όταν συνειδητοποίησα ότι δεν άκουγα τίποτα.

Δεν φοβήθηκα. Υποχώρησα με ουδέτερη διάθεση και σεβασμό, σαν να μπαίνεις σε νεκροταφείο και να βλέπεις ότι γίνεται κηδεία εκεί, απλά φεύγεις. Η φύση εκεί ήταν ολότελα δικιά της και μπορούσα να την παρατηρήσω - αλλά δεν μπορούσα να την εξερευνήσω, να κόψω ένα κλωνάρι, να περάσω το χέρι μου στα φύλλα, ούτε να σκαρφαλώσω σε δέντρο. Δεν ήταν ότι δεν μου επιτρεπόταν - απλά δεν είχα τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλη φύση μπορεί να ήταν πιο συμβατή, εδώ  όχι. Θα γύριζα στην κατασκήνωση ούτως ή άλλως. Δεν φοβόμουν, δεν ένιωθα απειλή, μήτε οργή. Ανηφόριζα όμως λίγο πιο γρήγορα και δεν κοιτούσα πλατιά γύρω μου.

Τότε ήταν που άκουσα το τραγούδι. Ο άνεμος θρόιζε. Τα φύλλα μουρμούριζαν, πρώτα ένα δέντρο, μετά ένα άλλο. Μιλούσαν μεταξύ τους - τραγουδιστά, στ' ορκίζομαι. Σκέφτηκα αν έπρεπε να βιαστώ, ή να κοντοσταθώ. Σκέφτηκα, μήπως να κουλουριαστώ λίγο στη ρίζα της πλατανιάς, σαν ζωάκι ικέτης; Ή μήπως να κάνω στροφή και να γυρίσω απ' το δρόμο που είχα ξεκινήσει, να επιστρέψω άμορφα και βεβιασμένα, σαν να είχα μπει κατα λάθος σε εκκλησία ξένου δόγματος; Δεν ξέρω ακόμη γιατί μα οι σκέψεις ήταν σαν να μην με αφορούσαν. Σαν να διάβαζα οδηγίες σε εγχειρίδιο εξερεύνησης της φύσης. Ο λύκος είχε έρθει αθόρυβα και στην αρχή παραξενεύτηκα πόσο ασημένιος έμοιαζε, μια γούνα ατσαλένια, σκούρα γκρίζα σαν μπλε. Τα μάτια του όμως δεν με κοιτάξανε και συνέχισα να περπατώ με το τραγούδι, ανηφορίζοντας μαλακά, προσπαθώντας να μη χαθώ - χαζή προσπάθεια, δεν είχα καθόλου προσανατολισμό.

Ο λύκος με ακολουθούσε ακριβώς πίσω μου, άκουγα τα βήματά του να σπάνε τα ίδια κλαράκια, να βουλιάζουν στις ίδιες γούβες στο χώμα. Ο άνεμος θρόιζε δυνατότερα τώρα κι εγώ διψούσα. Τι θα μπορούσα να κάνω; Να σταθώ, να απλώσω τα χέρια μου, να κοιτάζω μόνο ψηλά στον ήλιο. Είναι όμως ωραία μια συντροφιά, σε κάθε περίσταση. Ξέρεις αυτό το εγγλέζικο ρητό, ένα δέντρο κάνει θόρυβο όταν πέφτει στο δάσος, αν δεν βρίσκεται κανείς να το ακούσει; Ο λύκος ήταν μεγάλος, δεν είχα ξαναδεί, μπορεί και να ήταν μικρόσωμος, αλλά δεν το ήξερα, με πλησίαζε αργά αλλά όχι απειλητικά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, ο λύκος δεν με τρόμαξε ούτε μια στιγμή. Ήμουν ξένο σώμα στα δέντρα, πολύ πιθανόν κι αυτός.

Έφτασα στο σημείο που έπρεπε να κάνω μια καμπή και να βγω στο πάνω μέρος του καταρράκτη. Θα έφευγα πιο γρήγορα απ' το δάσος, θα είχα ανασάνει βαθιά, θα έβλεπα τους άλλους και ο ήλιος θα έλαμπε ξανά λαμπερά. Κι αυτό δεν καταλαβαίνω. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα τον καταρράκτη. Δεν καταλαβαίνω γιατί - μου καρφώθηκε η ιδέα, όχι βίαια, αλλά σαν εγκυκλοπαιδική γνώση που ξαφνικά θυμήθηκα, ότι ο καταρράχτης ήταν ήρεμος μόνο στη δικιά μας πλευρά και αν επέστρεφα απ' την παράκαμψη του μυαλού μου θα έβλεπα την κρυμμένη του πλευρά. Και αυτός θα θύμωνε - δικαίως - και θα με τιμωρούσε. Τι παράξενο, τώρα που το λέω, αλλά τότε το είχα σαν σίγουρο δεδομένο, όπως ότι δεν πίνουμε νερό από ελώδεις λίμνες. Όπως ότι κλαίμε όταν στενοχωριόμαστε.

Συνέχισα τον ανήφορο λοιπόν και ο άνεμος συνέχισε να θροΐζει; δεν ξέρω - ειλικρινά δεν θυμάμαι. Το έδαφος ήταν διαφορετικό, με πολλά φύλλα, ξερά και φρέσκα και σάπια ανάκατα, χρώματα που δεν ξεχώριζες, αλλά μύριζα τη γη πολύ έντονα. Τότε είδα το μεγάλο δέντρο και σταμάτησα πριν καν καταλάβω ότι σταμάτησα επειδή παραξενεύτηκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο δέντρο, πολύ ψηλό - αλλά όχι πολύ ψηλότερο από τα άλλα. Είχε πολύ χοντρό κορμό όμως. Ήταν πολύ μεγάλο και σε ηλικία δέντρο, και δεν ήταν δυο τρία δέντρα μαζί. Πολύ χοντρός κορμός. Ο λύκος είχε σταματήσει κι αυτός.

Που λες, το δέντρο δεν είχε χαμηλά κλωνάρια. Το φύλλωμά του ξεκινούσε από πολύ ψηλά, αδικαιολόγητα ψηλά. Κάποιος το κούρεψε το δέντρο, πολλές φορές, όταν ήταν ακόμα δεντράκι. Κάποιος το είχε ξεχωρίσει. Μπορεί κάποιος να το είχε φυτέψει εδώ μόνο του κι αυτό να έδωσε ζωή γύρω του, να έκανε ένα δεντρόκηπο μόνο του για να μην νιώθει μοναξιά. Μπορεί βέβαια να ήταν και διαφορετικό δέντρο, να ήταν από άλλη φύση, και να επιβίωσε εδώ μόνο του, με τον αέρα να θροΐζει και τα δικά του φύλλα, τα πουλιά να γεννιούνται και στα δικά του κλαριά. Κάποια στιγμή όμως, το μεγάλο δέντρο ήταν ολομόναχο εδώ. Ίσως πριν τον καταρράχτη. Ίσως οι ρίζες του έφταναν μέχρι την υπόγεια πηγή. Κάποιος όμως του είχε κόψει πολλές φορές τα κλωνάρια του. Κάποιος το ξεχώρισε και θέλησε να το κάνει ξεχωριστό. Και μετά το άφησε να γίνει σαν τα άλλα δέντρα.

Τι παράξενο, πόση ώρα σταμάτησα, θα μπορούσε να είναι μισό λεπτό ή μισή ώρα. Ο λύκος με προσπέρασε χωρίς να τον καταλάβω αλλά όταν συνέχισε να προχωράει κατάλαβα ότι έπρεπε να τον ακολουθήσω και να αφήσω το μεγάλο δέντρο, χωρίς ν' αγγίξω τον κορμό του και χωρίς να μυρίσω το χώμα στη ρίζα του. Προχώρησα χωρίς καν να κοιτάξω πίσω μου. Δεν άκουγα πια τον άνεμο, μα αυτό δεν σημαίνει τίποτα, μπορεί να είχα συνηθίσει το τραγούδι του. Το χώμα είχε αλλάξει και το καταλάβαινα απ' τα βήματά μου, δεν κοιτούσα κάτω. Ούτε το λύκο. Κοιτούσα μπροστά μου, στο ύψος των ματιών μου. Ανηφόριζα πιο μαλακά τώρα και συνειδητοποίησα ότι σε λίγο θα κατηφόριζα, θα γύριζα στους καταρράκτες. Μπορεί οι άλλοι να είχαν κοιμηθεί. Ή να έκαναν μπάνιο στο νερό. Θα γύριζα κοντά τους και αν με ρωτούσαν θα τους έλεγα ότι είδα ένα μεγάλο δέντρο.

Και μετά δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πότε αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, θυμάμαι μόνο ότι είχα πλησιάσει αρκετά το λύκο και χάζευα την ουρά του για μερικές στιγμές. Δεν θυμάμαι αν ένιωθα ακόμα δίψα ή κόπωση, δεν θυμάμαι το φως ή τον αέρα. Θυμάμαι ξανά όταν είχα φτάσει πολύ κοντά στους καταρράχτες κι άκουγα έντονα τον παφλασμό, γιατί δεν άκουγα το θρόισμα ή τα πουλιά, ούτε τα δικά μου βήματα, κι ας είχε τόσες πέτρες εκεί, δεν ήταν μαλακό το έδαφος. Ήταν ένα πολύ απότομο κατηφορικό μονοπατάκι, ανοιγμένο από μικρόσωμα ζώα σίγουρα, κι όμως περπατούσα χωρίς προσοχή. Μάλλον επειδή ακολουθούσα το λύκο. Κι όμως, θα μπορούσα να είχα σκοντάψει πολύ εύκολα, έπρεπε να προσέχω το βήμα μου, όμως δεν το πρόσεχα. Μόνο όταν έφτασα δίπλα στον καταρράχτη κι ένιωσα τις σταγόνες στο πρόσωπό μου - τις μικρές σταγονίτσες, σαν πρωινή πάχνη, ξέρεις - ένιωσα να συνειδητοποιώ ότι οι άλλοι είχαν φύγει, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, μόνο εγώ και ο λύκος στο πλάι μου.

Σου ξαναλέω, δεν τρόμαξα. Λίγο μόνο παραξενεύτηκα. Ναι, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει, και να με είχαν αφήσει πίσω τους. Αλλά μου φάνηκε τόσο φυσιολογικό όπως εγώ που έφυγα κι άφησα το μεγάλο δέντρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει να ψάξουν γύρω τους, να δουν τα δέντρα, ή ίσως και να με ψάξουν, ήταν όμως σκέψεις αδιάφορες, κοινά ενδεχόμενα σαν το δελτίο καιρού μιας πόλης που δεν πρόκειται να επισκεφτείς.

Όταν ήρθατε ο λύκος είχε φύγει πριν λίγη ώρα, μάλλον σας κατάλαβε και δεν ήθελε να σας δει, ή να τον δείτε, δεν ξέρω, και συγγνώμη που το λέω έτσι, μην το πάρεις επιθετικά, δεν μ' ενδιαφέρει. Ο λύκος συνέχισε το περπάτημά του για τους λόγους του. Εγώ είχα ήδη μπει στο νερό. Βασικά όταν γδύθηκα ήταν για να δείξω - πού, δεν ξέρω, στο λύκο; Στη φύση; - τις ζωγραφιές στο σώμα μου και την ουλή στην πλάτη μου. Και ήταν σαν να έδινα γνώρα με το μαλακό γρασίδι όταν περπατούσα με γυμνά πέλματα, τα πέλματά μου είναι σκληρά εδώ και πολλά χρόνια, σαν να του έλεγα "γεια σου, έχω σκληρά πέλματα κι εσύ είσαι πολύ απαλό γρασίδι". Ο λύκος είχε ξαπλώσει κάτω αλλά δεν ήταν από κούραση, ήθελε κι αυτός να ακουμπήσει στο γρασίδι, να χαιρετίσει και να δει το νερό που άφριζε και κατέβαινε ορμητικό. Ήταν επόμενο να μπω στο νερό.

Αυτό που θυμάμαι, κι αν πρέπει να κρατήσεις κάτι απ' όλη αυτή την κουβέντα, ήταν ότι χάθηκα μόλις μπήκα στο νερό μέχρι το λαιμό. Το σώμα μου έγινε νερό κι έμειναν μόνο τα μαλλιά μου στεγνά, η ανάσα μου αθόρυβη. Είχα ακουμπήσει εκεί τη φύση και είχα βρει ένα σπίτι, πόσο λίγα σπίτια έχουμε άλλωστε, είχα βρει ένα ακόμη. Δεν θα ξαναρχόμουν, κι αν ερχόμουν το νερό δεν θα ήταν ίδιο, μήτε ο ήλιος, και το γρασίδι θα ήταν πιο μαλακό ή πιο σκληρό. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν σπίτι, κι ο λύκος ήταν σπίτι, και ζητώ συγγνώμη που αναστατωθήκατε κι ανησυχήσατε τόσο πολύ, αλλά δεν λυπάμαι καθόλου. Ήταν η ζωή, κατάλαβες; Και ο χρόνος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;