Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Σκονισμένη Κυριακή

Είναι οι ώρες που έρχονται και κυλούν αδυσώπητα, σαν σταγόνες σε σπηλιά.
Είναι ο απογευματινός καφές που σημαίνει το τέλος άλλης μιας μέρας.

Η σιωπή με τρώει και φαντάζομαι το σώμα μου ζωώδες. Πρωτογενές, πρωτόγονο, αγνό, στοιχειό της φύσης. Χρυσάφι στα νύχια μου και βαμμένα βλέφαρα, πλούσια υφάσματα και σκληρά σπιρούνια. Περπατάω περπατώ, γοφοί, στητή πλάτη, δεν κάνω κύμα, το ζεν κάθε δωατίου μουρμουρίζει καθώς με υποδέχεται. Χάρη, αυτό είναι, να μην μολύνεις τίποτα, ούτε να ομορφαίνεις με τη δικιά σου αισθητική, είναι να υπενθυμίζεις με κάθε σου κύτταρο πως κάθε ζωή όπως την ξέρουμε, με αρχή και τέλος, είναι μέρος αυτού του κόσμου, μ' αυτό το παρελθόν και αυτό το μέλλον. Χάρη είναι να ξέρεις τι είναι μοίρα, πώς αλλάζει, και να έχεις την ταπεινότητα να μην προσπαθείς να το εξηγήσεις.

Μου λείπω, πολύ. Μου λείπει η ζωντάνια, το θάρρος μου, μου λείπει η ομορφιά των ματιών που λάμπουνε. Δεν αντέχω πόση ντροπή κουβαλάω μέσα μου, σακιά ολόκληρα ντροπή, που κολλάει σιχαμένα και φεύγει με νεράκι και σαπούνι. Το κορμί μου από ξύλο ελιάς, τσουχτερό και μαλακόφλοιο, και κάτι τσαλακωμένα φτερουγάκια μέσα του. Και ιστάρια αραχνοειδών.

Τα γράφω και ξέρω ότι δεν θ' αντέχω να τα ξαναδιαβάσω εύκολα, γράφω σαν να κάνω εμετό. Δεν μ' ενδιαφέρει, μόνο να γράφω, δεν μ' ενδιαφέρει ποιος θα με διαβάσει, θέλω να βγάλω το πύον όλο με τον τρόπο που δεν με πονάει καθόλου. Αυτή τη στιγμή, δεν πονάω καθόλου. Τις περισσότερες στιγμές, πονάω λιγάκι. Κι επειδή έχω μάθει να το αγνοώ, συγχωρώ μικρούς και μεγάλους πόνους το ίδιο. Άδικο. Και όταν με παίρνει του ποταμού η βουή, πετάω βράχια είτε με μικρό σκούντηγμα είτε με τεράστιο χτύπημα. Αδικέστερο.

Είναι που έτσι φτιάχτηκε το ύφασμα της ευαισθησίας, με ελάχιστα υφάδια. Λάμπει και ρέει σαν σατέν, αλλά δεν είναι για κάθε μέρα. Δεν αντέχει.
Είναι και οι Κυριακές, που φοβάσαι λίγο περισσότερο. Εγώ προσωπικά απελπίζομαι τα κυριακάτικα απογεύματα, θυμάμαι άσχημες περιστάσεις και πικρά λόγια, ονειροφαντάζομαι χειρότερα σκηνικά, κάπως σαν τιμωρία, κάπως σαν λύτρωση. Αλλά όταν γράφω έτσι άτακτα, δεν φοβάμαι, έχω το δικό μου μυστικό, το φυλαχτό μου, την ύπαρξή μου κάπου κολλημένη, εδώ είμαι και το γκουγκλ με προστατεύει, κάπου θα είμαι εδώ, η ύπαρξή μου έχει τελικά ένα κάποιο βάρος.

Αυτονόητα για άλλους, με δυο σακιά λιγότερα στην πλάτη, άνθρωποι ευτυχισμένοι, άνθρωποι δυστυχείς, ελαφρύτεροι και φορτωμένοι, ανέμελοι και κατηφείς. Άνθρωποι σαν παιδιά κι άνθρωποι χωρίς παιδιά, άνθρωποι μεγάλοι, άνθρωποι μικροί κι άνθρωποι κουρασμένοι. Άνθρωποι με καρδιές κομμάτια, άνθρωποι με κορμιά σαράβαλα, άνθρωποι με μακριά μαλλιά και άνθρωποι με τα μάτια τους κλειστά. Και κάπου εγώ εκεί, σαν υποσημείωση, σαν εξαίρεσαι, μ' έναν αστερίσκο δεμένο στο λαιμό μου.

Κυριακή φεύγει, νέα βδομάδα έρχεται, με καημούς και στενοχώρια κι άλλη σκόνη. Αδυσώπητος ο κόσμος μας, και η ζωή γλυκιά σαν αγριόκαρπος υπερώριμος. Όταν σου φταίνε όλα, ρίχνεις το φταίξιμο όπου βρεις. Γιατί όλο το αναβλύζεις, και το διώχνεις σαν νερό από τη βάρκα σου.

Άλλο δρόμο είχα, και τώρα είναι αργά. Με τη ματσέτα στο χέρι θα είμαι, έτσι φοβάμαι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;