Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Ατίτλιστο

 Για πολλά χρόνια έπλεκα την πανοπλία μου.

 Έκοβα αγριολούλουδα με παράξενα ονόματα, τα απίθωνα μαλακά στις σελίδες των αγαπημένων μου βιβλίων κι έκλεινα σφιχτά το εξώφυλλο, πολύ σφιχτά, σχεδόν βάναυσα. Όταν κουραζόμουν να πιέζω στενοχωριόμουν, νόμιζα ότι δεν κάνω τη σωστή δουλειά που απαιτείται, ότι τα αγριολούλουδά μου θα μουχλιάσουν, θα κρατήσουν λίγη από τη ζωντανή τους εύχυμη αυθάδεια που τελικά θα τα σκοτώσει.
 Έπαιρνα τους μίσχους των και τους έκανα κοτσιδάκια, απαλά και προσεκτικά και αποφασιστικά, και ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, και κουραζόμουν, και άφηνα πολλές φορές στη μέση τη δουλειά, και στενοχωριόμουν πάλι.
 Γυάλιζα με πινελιές προς μία μόνο κατεύθυνση τα στιλπνά φυλλαράκια και κρατούσα μόνο όσα μοιάζανε με γλυπτά από πορσελάνη - τα υπόλοιπα δεν ξέρω τι έγιναν.
 Τα χρωματιστά πέταλα, λεπτά σαν μεταξωτό χαρτί, με τις ρυτιδούλες τους κρουστές και μη αναστρέψιμες, τα κεντούσα πάρα πολύ προσεκτικά πάνω στην πανοπλία μου.
 Για πολλά χρόνια.

 Έφτιαξα ένα υψηλής ραπτικής πράγμα, που το φορούσα όπως φορούσα την ιστορία μου, χωρίς αυτό απλά δεν υπήρχα. Τι θα ήμουν χωρίς άμυνες, τι θα ήμουν χωρίς ένα περιβάλλον που απαιτεί να κάνεις το καλύτερο ενάντια σε τόση κακιασμένη απελπισία, τι θα έλεγα στον εαυτό μου ότι κάνω στη ζωή μου αν δεν έφτιαχνα το κουκούλι μου όπως θα ήθελα να είναι το σώμα μου;

 Φοράω ακόμα κομμάτια στολισμένα με παράξενα χρώματα και η τραχιά λινάτσα μου προσδίδει κύρος. Φοράω ακόμα όλες τις άμυνες που έχω συνηθίσει να φοράω, στενοχωριέμαι ακόμα που οι πεταλούδες δεν πλησιάζουν τα απολιθωμένα μου πέταλα. Αλλά δεν απελπίζομαι, εδώ και λίγο καιρό δεν απελπίζομαι πια.

 Θα ξανάρθει όμως. Πάντα, όλα, ξανάρχονται κάποτε. Αλλά σαν να είναι σίγουρο ότι η πανοπλία μου δεν θα μου χρειαστεί ποτέ έτσι. Όχι έτσι όπως είναι, όχι έτσι όπως θα είμαι.

 Θέλω όμως ένα closure. Δεν θέλω να κλειστεί στην ντουλάπα, δεν θέλω να τη φορέσω μέχρι να λιώσει. Ονειρεύομαι ότι θ' ανοίξω το σκιάδιό μου και θα ψάξω ανάλογες πανοπλίες με παρόμοια ενθέματα, την ίδια αφοσίωση που δεν έγινε ποτέ αγάπη, τον ίδιο στέρεο και μονοκόμματο σεβασμό σε κάθε κλωστή και κάθε κόμπος να έχει μια ιστορία. Να θαυμάσουμε τις πανοπλίες μας με τρόπο σεβαστικό, να νιώσουμε ότι τελικά η μόνη τους χρήση ήταν να προστατέψουν τον κόσμο από μας, κι όχι το ανάποδο. Και να νιώσουμε παντοδύναμοι, ειλικρινά ελεύθερα πλάσματα, να εκδυθούμε των ιματίων μας και να κοιτάξουμε ο καθένας τις ουλές του άλλου, τα γαλακτερά σαρκώματα, την όμορφη, μαλακιά μάζα πνιγμένων αναστεναγμών και όλες τις αγωνίες που δεν είπαμε ποτέ σε κανέναν.

 Σκέφτομαι ότι αν θέλω να πάρω εκδίκηση από κάπου, την έχω ήδη πάρει, με πειθαρχημένη λύσσα και μάτια σαθρά.

 Σκέφτομαι ότι ο κόσμος δεν είναι φύσει κακός, αλλά είναι τόσο απέραντος που είναι αδιάφορος και τόσο μικρός που είναι ανήμπορος. Σκέφτομαι ότι κι εγώ μέρος αυτού του κόσμου είμαι. Και με πονάει λίγο όταν ξέρω ότι το μόνο που απομένει είναι να το συνειδητοποιήσω.

 Δεν κρατάω κακία, αλλά δεν υπάρχει και θέμα αν κρατάω - θα γλιστρήσει και θα εξατμιστεί.

 Και όλο αυτό το θάρρος που είχα στέμμα τόσα χρόνια.. ώρα είναι να το ντυθώ σε τσίγκινα δαχτυλίδια και χρωματιστά νύχια.

 Έχω μεγαλώσει. Τώρα θα βάλω και τους όρους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;