Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ένας Σεπτέμβρης

 Πάντα μ' άρεσε να κάνω βιβλία δώρα. Η μοναχική ηδονή, η βαθιά προσωπική ανασκόπηση κι απόλαυση του αναγνώστη, ερμητικά κλεισμένου -όχι φυλακισμένου- σ' ένα τόσο δα πραγματάκι, γεμάτο από γραμμούλες και τελίτσες μαύρες, χωρίς απαραίτητα χρώματα κι εικόνες, υπήρξε από τις πρώτες πρώτες απολαύσεις της ζωής που έμαθα να κατέχω ολοκληρωτικά, και με χαροποιούσε και με λυπούσε ολοκληρωτικά, και μου έδινε μια αίσθηση αυτάρκειας... Μα πόσο γλυκιά αίσθηση, πόσο! Μια χαμογελαστή, ήρεμη κι άτεγκτη ματιά, που σαν το νερό, μαλακή κι ανεξέλεγκτη, ανακοίνωνε στ@ εκάστοτε εισβολέα ότι "τώρα διαβάζω"... δεν μπορώ, θέλω, προλαβαίνω, αντέχω να ασχοληθώ με ο, τιδήποτε άλλο, πόσο μάλλον εσένα.

 Αν άκουγα μουσική, ή αν έπαιζα ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, ή αν επιδιδόμουν σε άλλη μοναχική ασχολία, η ματιά μου ποτέ δεν είχε αυτή τη στιλπνή σκληρότητα. Είχε πάντα μια ενόχληση, "τι θες και μ' ενοχλείς", τόσο λαχταριστή στ@ εκάστοτε που, χαμογελώντας ενθαρρυμένα, συνέχιζε να μου μιλάει, ή να με τσιμπάει, ή χειρότερα να φωνάζει μες στ' αυτί μου, μέχρι που να σκάσω απ' τα νεύρα μου και να παρατήσω την ασχολία μου (μερικές φορές πολύ δραματικά, μια φορά τινάζοντας όλη την τράπουλα στον αέρα μιας πασιέντζας που δεν μου έβγαινε, και φευ, δεν επρόκειτο να βγει ποτέ, γιατί στο οργισμένο μου ξέσπασμα το εφτά μπαστούνι χάθηκε κάπου μεταξύ καναπέ κι αιωνιότητας) και να στρέψω τα λαμπερά, γουρλωμένα μάτια μου σ' εκείν@ που τώρα μειδιούσε σαν γάτα που έφαγε ένα καλοθρεμμένο μπαρμπούνι. Εννοείται η ασχολία που μου πρότεινε, ή μάλλον επέβαλλε, ήταν πολύ κατώτερη, συχνότατα μάλιστα θολή έως ανύπαρκτη. "Τι θες;" "Δεν ξέρω... κάτι να κάνουμε." Πάντα με το γατοειδές μειδίαμα. Αν δεν αγαπούσα τις γάτες φαντάζομαι, δεν θα έπιανε το ίδιο κόλπο τόσο συχνά.

 Θυμάμαι ένα βιβλίο συγκεκριμένα, που είχα διαβάσει σε διαφορετικές περιόδους της ζωής μου, και κάθε φορά έβρισκα κάτι ευχάριστο που δεν το είχα προσέξει σε προηγούμενη ανάγνωση*. Ήταν μεγαλούτσικο βιβλίο, 400-500 σελίδες, με κομψή παχιά γραμματοσειρά, ωραίο ασημί εξώφυλλο, όχι γυαλιστερό νίκελ, ένα βαθύ γκρι ασημί, σαν ουρανός κάπως. Η συγγραφέας, η Ρόζαμουντ Πίλτσερ. Το βιβλίο λέγεται Σεπτέμβρης. Το διάβασα ως δώρο από κάποια σε κάποια, και γύρισε ο καιρός, είκοσι τόσα χρόνια μετά, που το έκανα δώρο κι εγώ σε κάποιον. Σε άλλη έκδοση, με άλλο, κατώτερο εξώφυλλο, μα με την ίδια μετάφραση κι -ευτυχώς!- με την ίδια γραμματοσειρά.

 Αξίζει να μιλήσω για αυτό. 'Ηταν μια νύχτα που τα μαγαζιά έμεναν ανοιχτά ως αργά... Πλακόστρωτοι δρόμοι, φώτα άσπρα σκληρά, και πάρα πολύς κόσμος, όχι με τη χαρά του πανηγυριού, αλλά με την αίσθηση της υποχρέωσης, του πάμε επειδή όλοι πάνε. Αλλιώς, απουσία. Θύμιζε σχολείο, πέμπτη ώρα, εκπαιδευτικοί κι εκπαιδευόμενοι όλοι μπαφιασμέν@ ωστόσο υποχρεωμέν@ να παρίστανται, που προσπαθούν να βρουν κάτι ευχάριστο, σαν ένα ήχο που μπαίνει μες στην τάξη και μοιάζει με κραυγή ή μια κιμωλία που σπάει καθώς γράφει κι αφήνει αυτό τον ανατριχιαστικό ήχο-συριγμό, σαν επιθανάτιο ρόγχο, ή και μια αταξία, που προκαλεί τη μήνι της εξουσίας, κι ακόμα και το ενδεχόμενο της αποβολής ή της αποπομπής στο γραφείο του διευθυντή, καίτοι φοβερό, είναι κάτι, αρκούντως συναρπαστικό ή ζωντανό, που μπορούσε να ξυπνήσει το πλήθος και να δώσει μια κάποια ζωή που ανταποκρινόταν στις προσδοκίες εκείνης της κουρασμένης ώρας. Εκείνη τη νύχτα, ο κόσμος ήταν πολύς, καταστήματα με τσάντες κι υποδήματα φωταγωγημένα ήταν τα πιο επισκέψιμα, ξηροκαρπάδικα και καφενεία είχαν το προσωπικό τους ενεργοποιημένο, μουσική ακουγόταν από κακοπαθημένα ηχεία, έτσι που και αν κάποιο μελωδικό τραγούδι να τολμούσε να ακουστεί, πιο πολύ σαν τρίξιμο έφτανε στ' αυτιά του ακροατηρίου. (Πολύ τα λυπόμουν τα τραγούδια αυτά.) Υπήρχαν πολλά καροτσάκια με μωρά που εμένα τουλάχιστον μου φαίνονταν έντρομα. Σε κάποια σημεία υπήρχαν "προωθητικές καμπάνιες" που μοίραζαν δωρεάν κάτι χλιαρά, συσκευασμένα ηδύποτα, που δεν ανταποκρίνονταν καθόλου στην ταλαιπωρία που έπρεπε να υποστείς, για να πάρεις μέσ' απ' το πλήθος ένα μπουκαλάκι -απόδειξη τα ανοιχτά, μισογεμάτα (κι όχι μισοάδεια) μπουκαλάκια που έβρισκες παντού γύρω. Ωστόσο παρέμενε μια νύχτα που έμοιαζε με μέρα, με επίπλαστη φασαρία και ζωή, και γυρνούσαμε γύρω γύρω σαν σε γαϊτανάκι, προσμένοντας κάτι, που θα δικαιολογούσε την ταλαιπωρία και το χαμό. Μέσα στους ξεχειλισμένους κάδους σκουπιδιών και την τσίκνα από τα καλαμπόκια και τα κατ' ευφημισμόν χοιρομέρια, στα καταστήματα με πιτζάμες και νυχτικά, στους νεαρούς ανθρώπους που κραύγαζαν συνθήματα μιας αλλοτινής εργατικής αντίστασης κατά της νυχτερινής εργασίας, ακολούθησα τα σημάδια και βρέθηκα σε ένα βιβλιοπωλείο.

 Άξιζε η λευκή νύχτα για να πάω σ' ένα βιβλιοπωλείο; Είχα αποφασίσει ότι θα αξίζει. Κι ευτυχώς το βιβλιοπωλείο ήταν φροντισμένο, αρκετά πιο παράμερα απ' τον ορυμαγδό, και μάλιστα είχε σε μια γωνιά ένα μικρό μπουφέ, με μικρά εδέσματα-μπουκίτσες, φροντισμένα και αρκετά πρωτότυπα, σε καλωσόριζαν και σε έθεταν σε διάθεση, λες και ήσουν σε γκαλερί, και μπορούσες να πάρεις σπίτι σου ένα έργο τέχνης από τις χιλιάδες που βρισκόνταν γύρω σου, με ένα μικρό αντίτιμο, όπως σε πληροφορούσαν οι κομψές πλαστικοποιημένες ταμπελίτσες στους πάγκους: 5 ευρώ, 3 ευρώ, 30% έκπτωση. Έκανα βόλτα με αυτοπεποίθηση, κοιτάζοντας τίτλους και εκδοτικούς οίκους, διαπιστώνοντας με μια κάποια απογοήτευση ότι δεν θα έβρισκα κάτι παραπάνω από άλλα βιβλιοπωλεία που είχαν ανοίξει (με πολύ λιγότερο κομψή αισθητική, βλ. "Βιβλιοχαμός!!!") και απόθεμα αποκλειστικά σχεδόν από χρεωκοπημένες εκδόσεις, και φιλοσοφία "Ό, τι πάρεις τρία ευρώ" -σαν τα βιβλία να είναι πραμάτεια μαζικής παραγωγής. Διασκέδασα όταν είδα μεταφρασμένο ένα βιβλίο της Νόρα Ρόμπερτς, που τι παράξενο, έπαιζε βασικό ρόλο σε μια ονειροπόληση που είχα κάνει μόλις την προηγούμενη μέρα.
...Ήμουν με την Μ. κάπου έξω, με πολλούς ανθρώπους στην ηλικία μας και στην κοψιά μας. Κάπου ξεχώρισα μια κοπέλα με γυαλιά κι έξυπνο βλέμμα, που αμέσως κατάλαβα ότι διάβαζε κι εκείνη, και σχεδόν πείστηκα για το αλάθητο του ενστίκτου μου όταν την είδα να βγάζει από την τσάντα της ένα βιβλίο της Νόρα Ρόμπερτς. Την πλησίασα ψιλοευθαρσώς, προσελκύοντας έτσι και την Μ. και έριξα μια φιλική, τύπου "κι εγώ αναγνώστης", ματιά στη διοπτροφορούσα γυναίκα, και μίλησα με έναν συνειδητά σκωπτικό τόνο, απευθυνόμενος στην Μ. αλλά κοιτώντας το βιβλίο:
-Είδες; Δεν είσαι τελικά η μόνη στην Ελλάδα που διαβάζει Νόρα Ρόμπερτς. 
Αιφνιδιασμένη, η Μ. προσπάθησε να επιβάλλει τη δικιά της παρουσία (νομίζω είπε κάτι του στιλ ¨Να μου κάνεις τη χάρη") αλλά κι εκείνη κατάλαβε ότι εγώ είχα το σερβίς. Η κοπέλα ενοχλήθηκε ελαφρά, ή και καθόλου, όταν κάθισα δίπλα της και της έπιασα την κουβέντα για τη Νόρα Ρόμπερτς. Και φυσικά μου είπε ότι έχει όλα της τα βιβλία. Γύρισα στη Μ. που είχε ελαφρώς αποσβολωθεί από την άνεσή μου να πιάνω κουβέντες με αγνώστους, αλλά πιο πολύ επειδή είχε βρει κάποια να παίξει στην ίδια κατηγορία. 
-Και η Μ. το ίδιο, ξεφύσησα. Έχω προσπαθήσει κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να διαβάζω στα αγγλικά εύκολα, και δεν κυκλοφορεί μεταφρασμένη. Παράξενο δεν είναι; Τόσο μπεστ σέλλερ...
Και κάπου εκεί, έχοντας ρίξει τεχνηέντως τη μπάλα, απομακρυνόμουν ως απλό ακροατήριο, ακούγοντας τες να μιλούν για τη Νόρα Ρόμπερτς και ποια αστυνομικά τους άρεσαν πιο πολύ και ποιες άλλες Αμερικανίδες συγγραφείς ήταν τόσο ευπώλητες στη λογοτεχνία μυστηρίου-μαλακό εξώφυλλο-το διαβάζεις και το χαρίζεις.
Και κάπως έτσι, με τη συνδρομή μου η Μ. αισθανόταν άνετα κοινωνικά και ίσως αποκτούσε μια γνωστή, φίλη, παρέα.
 Και κοίτα τώρα σύμπτωση, να βρίσκω ένα μεταφρασμένο της Νόρα Ρόμπερτς, και μάλιστα αισθηματικού χαρακτήρα, και μάλιστα στον πάγκο με τα τρία ευρώ. Γντουπ! έκανε η ονειροπόλησή μου. Αστείο αλήθεια. Βρήκα μετέπειτα ένα ωραίο δώρο για τη Λ., αν ήταν πιο κοντά ώστε να της κάνω δώρο βέβαια: ένα όμορφο μεταλλικό κουτάκι με σημειωματάρια, μικρά κι όμορφα δεμένα, ό, τι πρέπει για τις σκέψεις που κι εκείνη χαράζει στο χαρτί. Και κάπου εκεί βρήκα και το Σεπτέμβρη. Τον είχα ξαναδεί, σε άλλα βιβλιοπωλεία, με τιμή χαμηλότερη αλλά ουχί ανταγωνιστική, και είχα μπει στον πειρασμό να το αγοράσω, να το έχω, αν και το έχω διαβάσει τόσες φορές, και θα το ξαναδιαβάσω. Αυτό όμως που με απέτρεπε ήταν ότι θα έχανα τη χαρά να το ξαναβρώ και να το ξαναδιαβάσω όταν επέστρεφα στο σπίτι που ήταν ο Σεπτέμβρης. Το προτιμούσα να μην είναι πάντα εκεί να με περιμένει, άμεσα κι άνευ περιορισμού για διάβασμα.

 Αλλά από την άλλη, δεν ήθελα να το αφήσω σ' αυτόν τον πάγκο των 5 ευρώ. Δεν ήθελα να είναι χαμένη -έτσι το πήρα- η λευκή νύχτα. Κι αποφάσισα, αφού έκανα πρώτα ευσυνείδητα τη βόλτα μου, μπας κι ανακαλύψω κάποιο θησαυρό, να το αγοράσω και να το χαρίσω κάπου. Στον Δ. που μου έχει χαρίσει κατά καιρούς τόσα πράγματα. Από τους οικείους μου, ήξερα με μια σιγουριά ότι θα ήταν εκείνος που θα το εκτιμούσε περισσότερο. Κάτι παραπάνω: θα το απολάμβανε. Έτσι ήθελα και θέλω να πιστεύω.

 Βέβαια παραμένει μπεστ σέλλερ, παραμένει εύκολο ανάγνωσμα, δεν ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή, μία στα δέκα να του αρέσει, κάτι που θα μου χάριζε (ψέματα. Θα κέρδιζα είναι το σωστό) πόντους για τη διορατικότητά μου και το κριτήριό μου. Αλλά -γιατί το αλλά ταιριάζει σε μια τομή, κι εδώ συντελείται μια τομή- δεν αφαιρεί σε τίποτα την αξία του να χαρίζεις σε κάποιον κοντινό σου ένα βιβλίο που αγαπάς. Τα υπόλοιπα είναι κατάλοιπα ενός πρωταθλητισμού που κάποτε ήταν ζωτικής αξίας για μένα. Νομίζω για τη Μ. είναι ακόμα.

 Νομίζω ο Δ. θα χαρεί την ανάγνωσή του. Κι αυτό με χαροποιεί πολύ.
 Με χαροποιεί και η κίνησή μου. Η αλλαγή μου.
 Να ζω κι όχι μόνο να ονειροπολώ, να βρίσκω τρόπους, σωστούς ή λάθος, για να βρίσκω εμένα σε λευκές νύχτες και να αναπνέω.
 Μια απλή κίνηση, που λέει πολλά για μένα. Αγαπάω τα βιβλία, και είναι τόσο σημαντικό να έχεις ν' αγαπάς!

*Αγαπημένο απόσπασμα: "Αγαπώ δεν σημαίνει βρίσκω το τέλειο, αλλά συγχωρώ φριχτά ελαττώματα. Σημαίνει συμβιβάζομαι."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;