Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

"Τώρα γνωριζόμαστε..."

 Απόψε με προσέγγισε ένας σκύλος.

 Απόψε το περίπτερο δεν είχε τον καπνό μου, οπότε περπάτησα στα τυφλά "προς τα πάνω" για να βρω περιπτέρι ή μίνι μάους μάρκετ γιατί το πρωί χρειάζομαι δυο τσιγάρα με τον καφέ. Άσχετο. Και ήταν όμορφα, δεν έβρεχε, δεν έκανε κρύο και μύριζε όμορφα. Η πόλη τη νύχτα αποσταίνεται, δεν υπάρχει κάτι άλλο, περνάει τις τελευταίες ώρες ράθυμα και κεφάτα. Η μοναξιά ευνοεί και ευνοείται τέτοιες στιγμές.

 Νωρίτερα, περίμενα 25 λεπτά το λεωφορείο να έρθει, και ήταν σπαστικό γιατί από Κάνιγγος περνάνε πολλά λεωφορεία και περάσανε όλα εκτός του δικού μου. ("Του δικού μου", λες κι είμαι η Κάρι!...)
Ένα πρεζάκι στεκόταν δίπλα μου όλη την ώρα, και βασικά δεν κατάλαβα ότι ήταν χρήστης πρεζάκι μέχρι που ήρθε ένα ταξί σπινιάροντας και σταμάτησε εκεί δίπλα και το άτομο άρχισε να μιλάει στον ταξιτζή με δυνατή και μασημένη φωνή. Κάτι σαν "γιατί τρέχεις", δεν κατάλαβα καλά, είχα και τα ακουστικά. Ο ταξιτζής αγρόν ηγόρασε, άλλωστε δεν τον άκουγε, και το άτομο ήταν μακριά και δεν εστίαζε γενικά. Φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό, από αυτά που φοράνε οι καθηγητές πληροφορικής και οι υπάλληλοι που ντύνονται από το Massimo Dutti και νομίζουν ότι ψωνίζουν από το Βάρδα. Είχε ένα καστανόξανθο μακρύ απεριποίητο μούσι και φορούσε ένα μπεζ μπουφάν. Και σκούφο, θαρρώ. Όταν κατάλαβα ότι είναι πρεζάκι αυτόματα έφυγα από δίπλα του και πήγα δύο βήματα παρακάτω και δεν ντράπηκα γιατί το έκανα αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ. Μετά το άτομο διέσχισε το δρόμο πολύ απρόσεχτα κι αργά, περπατούσε σαν να περπατούσε σε γρασίδι, κοιτούσε μόνο μπροστά κι ήταν πολύ τυχερός που δεν περνούσαν καθόλου αμάξια εκείνη τη στιγμή. Γιατί ξέρετε το δρόμο στην Κάνινγκος, είναι πολύ πλατύς και περνάνε συνεχώς λεωφορεία αυτοκίνητα τρόλεϊ πατίνια. Και μετά τον έχασα, δεν τον είδα, και αισθάνθηκα λίγο τσίμπημα σαν ευθύνη ενώ αλίμονο, δεν έφυγε το παιδί επειδή εγώ μετακινήθηκα. Αλλά λίγο ντρέπομαι ακόμα.

 Νωρίτερα ακόμα σε χαιρέτισα στην Ομόνοια, εγώ επέμενα να σε συνοδέψω μέχρι το λεωφορείο σου αλλά εσύ δεν δέχτηκες οπότε απλά σε ρώτησα πού θα πας. "Ένα, δυο στενά και μετά στρίβω δεξιά." Όπότε σε αγκάλιασα και σε φίλησα στο μάγουλο και σου είπα "Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ, μου άρεσε πολύ που συζητήσαμε." Και σε κράτησα λίγο παραπάνω στην αγκαλιά μου. Νομίζω ότι κι εσύ με φίλησες, δεν θυμάμαι. Και κάτι απροσδιόριστο μου είπες, δεν θυμάμαι, γιατί κοίταξα τα μάτια σου και ή συγκινήθηκες λιγάκι ή το θεώρησες λιγάκι υπερβολικό, δεν μπορώ να ξέρω ακόμα. Και φεύγοντας μου είπες "Πρόσεχε". Και σε κοίταξα να περνάς τη διάβαση και περίμενα ότι μπορεί να γύριζες να με κοιτάξεις, αλλά δεν γύρισες.

 Τελειώσαμε το φαγητό κατά τις εφτά και, υπήρχε χρόνος για μια βόλτα στην Ερμού, να συνεχίσουμε σιγά σιγά τη συζήτηση μέχρι να ξεθυμάνει από μόνη της. Ανοιχτά κάποια μαγαζιά, ελάχιστος κόσμος ("Η καλύτερή μου,να περπατάω μόνος μου σε δρόμους με πολύ κόσμο και να τους κοιτάω και να με κοιτάνε και μέχρι εκεί, σαν ντεκόρ" είπες-και γέλασες. "Είναι καλύτερο από το να μην αντέχεις καν σαν ντεκόρ τους ανθρώπους!" είπα ψιλοκαγχάζοντας-αλλά χωρίς να γελάω. Ούτε συ γέλασες.) "Πήγες στα μαγαζιά την Κυριακή; Ή αντιστάθηκες;" και βέβαια δεν περίμενες ότι θα αντιστεκόμουν, κάνεις πλάκα με τα κλισέ μου, εγώ δεν μπορώ. Ακόμα. Είχα πάει στα μαγαζιά την Κυριακή, αλλά επειδή δεν άντεχα να κάτσω μες στο σπίτι, η βόλτα στα μαγαζιά απλά έκατσε, δεν ήξερα περί Αντίστασης κουτουλού, δεν πρόλαβα να στο πω, δέχτηκα το κλισέ μου. "Γινόταν της πουτάνας! Μιλάμε, χαμός στο ίσωμα από κόσμο." Δες αυτό το πουκάμισο, δες αυτά τα παπούτσια, εδώ έχει προσφορές, σε τράβηξα μέσα. Ούτε πέντε λεπτά δεν κάτσαμε, δεν είχες όρεξη να δεις, να ψωνίσεις τίποτα. Περπατήσαμε από Αιόλου χαζογελώντας, στο δρόμο πέτυχα με την άκρη του ματιού μου μια φάτσα που την ήξερα, δεν χαιρετιχτήκαμε, δεν γούσταρα, δεν μπορώ βασικά, όχι δεν γουστάρω. Ένα μέρος μου μικρό χάρηκε που με είδε μαζί σου, άσχετα αν η φάτσα παίζει να μη με θυμάται διόλου, εγώ παραμύθιασμα θέλω και το φτιάχνω, είναι στο μυαλό μου οπότε δεν βλάπτει κανένα. Ίσως μόνο εμένα, αλλά γι'αυτό αποφασίζω αποκλειστικά εγώ και όχι δεν με βλάπτει. Ή αν με βλάπτει είναι μόνο δικιά μου δουλειά, άει στο διάολο που μου'χουνε και άποψη για την ωφέλεια των πράξεών μου στον ίδιο μου τον εαυτό.

 "Κάνει φοβερά μακαρόνια αλ ντέν-τε." Ευτυχώς δεν είπα ότι στα εστιατόρια δεν παραγγέλνω ποτέ μακαρόνια γιατί τα φτιάχνω εγώ καλύτερα σπίτι μου. Ήταν τέλεια. Πραγματικά. Και η σαλάτα ολόφρεσκια. Πλήρωσες εσύ. Δεν σε εμπόδισα ξανά, με φτιάχνει και ντρέπομαι γι'αυτό. Πραγματικά. Κι εύχομαι να μην με παρεξηγήσεις γι'αυτό τον ηλίθιο λόγο. Γι'άλλους οκέι, αλλά όχι για το ποιος αναλαμβάνει λογαριασμό. Ο σερβιτόρος έφερε ψωμί σε μια χαρτοσακουλίτσα κι ένα τεράστιο εφετζίδικο μύλο με πιπέρι. Το πιπέρι δεν το τιμήσαμε, ψωμί έφαγα μόνο εγώ. "Δεν τρως ψωμί;" "Όχι, σπάνια τρώω με το φαϊ, θα φάω σκέτο, ή με τυρί. Ψωμοτύρι." "Εγώ δεν μπορώ να φάω χωρίς ψωμί." Και τα ψωμιά στους φούρνους είναι μαλακία, σαν σφουγγάρια, και το σπιτικό είναι τούμπανο, και ένιωθα άνετα που είχα εκτεθεί γιατί ξέρω ότι μπορώ να σ'εμπιστεύομαι, το ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστεύομαι και δεν αισθάνθηκα άσχημα για τα όσα σου είχα πει και ούτε ένιωσα ότι μ'άκουγες από οίκτο. Και συνέχισα να σου μιλώ και να μου μιλάς και συζητούσαμε. "Δεν θέλω να με προσεγγίζουν για το σώμα μου, δεν θέλω, δεν αντέχω να πρέπει να παρουσιάσω το σώμα μου σαν πόλο έλξης, σαν διαφήμιση." Και ποιος να με πάρει στα σοβαρά που τα λέω αυτά και τα πιστεύω, σαν δευτεραγωνίστρια τριτοξαδέρφης εφηβικής νουβέλας. Αλλά τα πιστεύω, άρα ισχύουν.
"Αλλά; Για ποιο πράγμα να σε προσεγγίσουν;" Πρόσεξε. Δεν είπες "Για ποιο πράγμα θέλεις να σε προσεγγίσουν" ούτε "Νομίζεις ότι μόνο γι'αυτό σε προσεγγίζουν;" "Για... το πνεύμα μου... τα συναισθήματά μου. Απ'το σώμα μου, άντε για τα μάτια μου, που δείχνουν τη διάθεσή μου, και έχουν αυτή τη σχισμή που τα κάνει αμυγδαλωτά." Έχω αμυγδαλωτά μάτια. Μου αρέσουν πολύ τα μάτια μου. Πώς δεν με έβρισες, τώρα που τα γράφω. Δικαιολογημένα. Τι αντιφάσεις! Σωστά. Έτερον εκάτερον. Με άκουσες. Και μου μίλησες κι εσύ. "Βγάζεις μια άλλη εικόνα προς τα έξω." Δεν τη βγάζω εκουσίως, τις περισσότερες φορές. Αλλά η δύναμη της έξης. Γαμώ τα νεύρα μου, για τα δικά μου μόνο εγώ φταίω και μόνο εγώ μπορώ να τα λύσω.

 Και τον καφέ πριν το φαγητό κέρασες. Και δεν αντιστάθηκα έντονα. Γαμώ τα μυαλά μου. Πέρασα τόσο όμορφα! Δεν το περίμενα να περάσω ωραία σε καφέ με δυνατή μουσική κι ένα κάρο πιτσιρίκια με ισιωμένες φράντζες. Η σερβιτόρα ευγενέστατη, ο καφές άνω του μετρίου. Ο μπέιμπι, μπέιμπι... άι γουόζ άι σαπόουζ... του νόου... Δεν είχαμε βγει ποτέ τα δυο μας. Ευκαιρία ήταν. Άντε να περπατάς στα Εξάρχεια να βρεις κάπου να πιεις καφέ, όταν έχεις να πατήσεις τρία χρόνια! Πορ ντιός, μ'αρέσει που μιλάμε για τις ζωές μας χαλαρά και λες "Αυτό που με κρατάει στη ζωή είναι η βεβαιότητα πως με χρειάζονται κάποιοι άνθρωποι" και απλά σε κοιτάζω γιατί δεν έχω τι να σου πω και μ'αρέσει που σε κοιτάζω γιατί νιώθω ότι σου κάνει καλό, απλώς να σε κοιτάζω, από το να σου πω κάτι άσχετο και ακίνδυνο. Πόση ζωή έχεις περάσει! Βλέπω τις φωτογραφίες σου στο κινητό και τις σχολιάζω δηκτικά και διασκεδαστικά. "Πρέπει να έρθεις σπίτι μια μέρα και να παίξουμε τα μοντέλα!" Γελάς. Σε κάνω να γελάς. Χαμογελάω όταν σε βλέπω να γελάς.

 Ξύπνησα στις 10 και. Φυσούσε... Ήξερα ότι είχαμε ραντεβού στο κέντρο κατά τη μία. Ωστόσο, απλά γύρισα πλευρό. Ξύπνησα για τα καλά στη μία παρά. Είδα τα μηνύματά σου. Δεν θορυβήθηκα. Δεν σηκώθηκα. Μέχρι που με πήρες τηλέφωνο και προσποιήθηκα ότι μόλις ξύπνησα. "Ξύπνα με την ησυχία σου, και αν δεις ότι δεν σε καταβάλλει ο καιρός, σε περιμένω." "Βρέχει;" ρώτησα σαν το ηλίθιο. "Έ, έχει μια καταιγίδα, μια νεροποντή." Μια νεροποντή την είχε. Ντύθηκα και ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ξαφνικά δεν ήθελα να περιμένεις, ένα περίεργο πράμα.



 Και απόψε, γυρίζοντας σπίτι μου, περπάτησα λίγο παραπάνω. Εκεί που στάθηκα σε μια βιτρίνα, ήρθε ένας σκύλος. Ένα μεγάλο σκυλί με μυτερή μουσούδα κι αυτιά, με κάτασπρη παχιά γούνα. Δεν είχε λουράκι, αλλά ήταν δυνατό τέτοιο όμορφο σκυλί να ήταν αδέσποτο; Του χαμογέλασα. Ήρθε σιγά σιγά κοντά μου, σαν να κούτσαινε, δεν ήξερα. Με κοίταξε, το σκασμένο, και με πλησίασε κι άλλο. Τα μάτια του είχαν δάκρυα, αυτά τα βρόμικα ρυάκια, πώς τα λένε. Και το χάιδεψα στο κεφάλι και στο σβέρκο. Είχε όμορφη, απαλή γούνα, πολύ περιποιημένη. Αποκλείεται να ήταν αδέσποτο! Δεν μαδούσε, δεν μύριζε... Ωστόσο, γιατί κούτσαινε; Γιατί είχε βρόμικο το πρόσωπό του;
 Έφυγα. Κοίταξα μήπως με ακολουθήσει, όπως συχνά κάνουν τα αδέσποτα. Δεν με ακολούθησε. Ένα πολύ όμορφο σκυλάκι με πλησίασε και μπορεί να πεινούσε ή να ήθελε γιατρό κι εγώ μόνο το χάιδεψα. Θα με στοιχειώσει αυτή η βραδιά, το ξέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;