Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Με το ίδιο μακό

Ακολουθεί προσωπική ανάλυση του τραγουδιού, ουχί tribute.



Από τις πολύ ωραίες, αισθαντικές εκτελέσεις. Το έντεχνο ξεθωριάζει ευτυχώς. Και τι κιθάρα!

Το προαναφερθέν έντεχνο. Ο Ζερβουδάκης το λέει άραγε σόλο; Θα 'πρεπε.



Με το ίδιο μακό
και με κέφι κακό
φύγαν μέρες.


(Να μην έχεις όρεξη να πλυθείς, να κυκλοφορείς με το ίδιο φανελάκι "για μέρες". Να πηγαίνεις στο περίπτερο με το ίδιο φανελάκι, την ίδια μούρη, την ίδια διάθεση δηλαδή. Διάθεση να τα κάνεις όλα λίμπα, να τα αναιρέσεις όλα. Κάπως να σου γουστάρει αυτή η μαυρίλα, μαθαίνεις να αναπνέεις χωρίς να το συνειδητοποιείς, πώς περνάνε οι μέρες χωρίς να περνάει ο χρόνος. Να γουστάρεις τα χρώματα τα σήψης μέσα σου. Και να μην έχεις όρεξη να πλυθείς, ποια κάθαρση λέμε τώρα; Αυτή είναι η ζωή μου, ανάποδα. Με το ίδιο φανελάκι, σιγά.)



Το φεγγάρι απ' τη μια
και του κόσμου η ζημιά
βάλαν βέρες.


(Ξεπερνώντας την άτσαλη εύρεση ομοιοκαταληξίας... μένει ένα φεγγάρι να κοιτάς ρεμβάζοντας, λες και απ' όλο τον κόσμο μόνο το εξώκοσμο φεγγάρι σε καταλαβαίνει. Δεν έχεις πού να τα πεις, δεν έχεις τι να πεις, γαμώτο! Και τελικά σκοτώνεις την ίδια σου την ψευδαίσθηση, δεν νιώθεις τελικά τίποτα διαφορετικό απ' ότι νιώθουν, ένιωσαν, θα νιώσουν ένα σωρό άνθρωποι εδώ, στον κόσμο. Θα το ξεπεράσεις. Είσαι μέρος του συνόλου αρκούντως αμελητέο να μην διαταραχθεί τίποτα αν δεν το ξεπεράσεις. Το φεγγάρι δεν σε κοιτάζει, και μέσα σου λες "άντε, τελείωνε την παράσταση γιατί έχουμε και δουλειές.")


Τι θα κάνεις εσύ;
Είναι εννιά και μισή.
Τον καπνό μου φυσάω...


(Κι όσο εγώ κοιτάω το φεγγάρι και μου μιλώ στο δεύτερο πρόσωπο, σε σκέφτομαι. Βασικά σε σκέφτομαι όλη την ώρα, αλλά ειδικά τώρα, εσύ τι κάνεις; Είναι εννιάμιση, η μέρα τελειώνει, η νύχτα ξεκινάει. Θα ξενυχτήσω κι απόψε. Εσύ; Τι κάνεις; Μιλάς με το φεγγάρι; Καπνίζεις; Είσαι κάπου έξω; Ετοιμάζεσαι να κοιμηθείς;
Με σκέφτεσαι; Με σκέφτεσαι καθόλου;
Τον καπνό μου φυσάω. Δεν μπορώ παρά αυτό: Να φυσάω τον καπνό. Η ώρα θα περάσει, κάποια στιγμή θα κοιμηθώ, αναγκαστικά, θα ξημερώσει νέα μέρα. Δεν βλέπω τίποτα απ' αυτά. Μόνο σκέφτομαι εσένα, ή δεν σκέφτομαι καθόλου και φυσάω τον καπνό μου. Έμαθα να αναπνέω χωρίς να το καταλαβαίνω, βλέπω τον καπνό μου σαν ανάσα να βγαίνει.)



Και προτού να λουστώ,
σταυρουδάκι Χριστό
μες στα δόντια κρατάω.


(Τελειώνει η παράσταση γι' απόψε. Δεν καταλαβαίνω και τι θέλει να πει η στιχουργός. Πάω να λουστώ, μπας και χαλαρώσω και κοιμηθώ γρήγορα. Σκέφτομαι ότι θ' αλλάξω και φανελάκι. Το σκέφτομαι σχετικά αδιάφορα. Λίγο πριν λουστώ, σκέφτομαι πάλι για μια στιγμή όλα αυτά τα πράγματα που σκεφτόμουν. Πονάω, αλλά είναι σαν να είναι απαραίτητος ο πόνος, και δεν δικαιολογούμαι αν φωνάξω. Τέλος της παράστασης, είπαμε. Σκέφτομαι πώς θα είμαι μετά που θα λουστώ. Σκέφτομαι πώς θα με κοιτάξει ο καθρέφτης μου μετά. Και μετά δεν σκέφτομαι.)



Σε χρειάζομαι, και
το καινούριο παρκέ
με το πόδι πληγώνω.


(Η κάθαρση δεν επήλθε. Ίσα ίσα, διαλύοντας τους καπνούς έμεινε μόνη και τρομερή η ανάγκη μου.
Σε χρειάζομαι, σε χρειάζομαι, σε έχω ανάγκη. Με επηρεάζεις πολύ βαθύτερα απ' ότι φαίνεται και νομίζεις. Δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ. Δεν με νοιάζει το γυαλιστερό μου πρόσωπο, όπως δεν θα μ' ένοιαζε αν είχα καινούριο λουστραρισμένο παρκέ. Θα χόρευα κλακέτες αν ήξερα, κι αν ένας χορός με κλακέτες στο ολοκαίνουριο καμαρωτό μου παρκέ θα σε ενδιέφερε. Θα έκανα τα πάντα. Αν μου έλεγες "Θα 'ρθεις μαζί μου στην Αυστραλία;" θα ερχόμουν. Δεν θα το σκεφτόμουν καν, ούτε θα μ' ένοιαζε πώς θα φαινόταν και πώς θα μου φαινόταν κι εμένα μετά από λίγο καιρό. Με νοιάζεις μόνο εσύ, και δεν με νοιάζει καθόλου ό, τι έχω φτιάξει μέχρι στιγμής πάνω μου. Όλα ας γκρεμιστούν, ας γρατζουνιστούν, ας πληγωθούν. Έχω συναίσθηση της υπερβολής μου. Αλλά ειλικρινά, δεν έχω άλλη επιλογή. Έχω συναίσθηση ότι με πληγώνω, επιμένοντας σ' αυτή την παράσταση. Αλλά ειλικρινά. Δεν πονάω...)


Σου φυλάω μουσικές
στο ταξίδι να καις
μες στο χρόνο. 


(Ό, τι πιο όμορφο έχω, όλα τα τραγούδια που μπορώ να διαλέξω, όποιο τραγούδι μπορεί να σ' αρέσει, στα χαρίζω. Καταλαβαίνω ότι δεν σε ενδιαφέρουν τα δικά μου τραγούδια. Ωστόσο, εγώ στα προσφέρω. Εγωιστικό; Δεν ξέρω. Δεν έχω επιλογή. Χωρίς να μου δίνει άφεση αυτό φυσικά... Απλά στα προσφέρω, κάν' τα ό, τι θέλεις. Κάψ' τα αν σε βοηθάει αυτό. Ειλικρινά. Θέλω μόνο να είσαι καλά. Και να προχωρήσεις εσύ, που μπορείς, αν θέλεις. Σου εκτίθεμαι, αποδόμησέ με, εκλογίκευσε την όλη κατάσταση, εσύ που μπορείς. Καταχώρισέ το στο κουτάκι που του πρέπει. Και φύγε. Εγώ νιώθω καλύτερα και μόνο που άκουσες, για λίγο ή πολύ ή πολύ λίγο, τις μουσικές μου. Νιώθω την ανάγκη να σου πω ευχαριστώ.) 


Τι θα κάνεις λοιπόν;
Το κομμένο ντεπόν
κυνηγάω στο σεντόνι.


(Τι θα κάνεις λοιπόν; Θα συνεχίσεις, προφανώς, εσύ θα προχωρήσεις. Μπορεί ίσως να σε βλέπω κιόλας να ταξιδεύεις, μπορεί, ίσως, να έχουμε επαφή.
"Τι θα κάνεις λοιπόν;" μου λέω. Θα γυρίσω σ' αυτή την κατάσταση; Θα πνιγώ πάλι από τους καπνούς; Θα συνεχιστεί η παράσταση;
Μπα. Θα πάρω ένα ντεπόν και θα κοιμηθώ. Θα κοιμηθώ, με τη βεβαιότητα, με την πίστη πως αύριο θα ξεθωριάσει λιγάκι "όλο αυτό". Αύριο, σιγά σιγά, θα το ξεπεράσω. Με τι τίμημα; Δεν ξέρω. Θα δω. Για την ώρα θα κοιμηθώ, θα φερθώ λογικά, δεν θα φερθώ εγωιστικά. Θα σου πω ότι όλα εντάξει. Δεν θα σου αφήσω χώρο να ανησυχήσεις. Δεν θα σου αφήσω αμφιβολίες για το αν είναι καλή ιδέα να κρατήσουμε επαφή. Θα φαίνομαι καλά, και αυτό έχει σημασία.)


Και προτού να το πιω,
σαν δεσμός με σκορπιό
λογαριάζονται οι πόνοι.


(Κάθε φορά, πριν κοιμηθώ, θα σε σκέφτομαι. Και κάθε φορά μόλις ξυπνήσω. Θα αντέξω, όσο σ' έχω στη ζωή μου. Δεν θα ξεχάσω τίποτα. Δεν θ' ακυρώσω κανένα συναίσθημα. Σαν το σκορπιό, που κουβαλά το όπλο του στο σώμα του, κι αν αποδειχθεί άχρηστο αυτός τι κάνει; Αυτοκτονεί. Ορίστε κύριος, δεν είναι άχρηστος. Μια χαρά λειτουργεί. Με τέτοιου είδους παρομοιώσεις θα ξεχνιέμαι και θα ξεκινώ μικρές παραστασούλες στο μυαλό μου. Μικρά ανώφελα μελοδραματικά σενάρια. Έτσι θα ξεδίνω, μην ανησυχείς. Μην ανησυχείς. Είναι δικιά μου δουλειά να πονάω, να μην πονάω, όπως είναι δικιά μου δουλειά να παραπονιέμαι, να φωνάζω, να κλαίω, να βγάζω το σκασμό, να χαμογελάω ή να φεύγω. Μην ανησυχείς.)

Κι όλο εσένα θέλω μόνο,
για κανένα δε σηκώνω
τώρα πια,
το ακουστικό.

(Αυτό είναι έρωτας λοιπόν. Μόνο εσένα θέλω. Μόνο εσένα έχω ανάγκη. Τίποτε άλλο. Δεν μ' ενδιαφέρει να μιλήσω οπουδήποτε αλλού. Μόνο το δικό σου τηλεφώνημα περιμένω. "Έλα, τι γίνεται;", "Γεια! Καλά, εσύ;". Τόσο μόνο. Αλλά συνεχίζω να σε έχω ανάγκη. Να σε χρειάζομαι. Θέλω να υπάρχεις στη ζωή μου, όπως και αν είσαι.)

Μόνο εσένα κι είμαι εντάξει,
το ταβάνι έχει πετάξει
δυο φωτιές
στον ουρανό.

(Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα μπορούσα να κάνω τα πάντα. Ναι, αυτό το θεωρώ εγωιστικό. Οπότε δεν κάνω υποθέσεις. Ξέρω μόνο, αυτό μόνο ξέρω σίγουρα, πως σε χρειάζομαι. Πως δεν μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου αν δεν σε έχω κάπως. Μόνο έτσι θα μπορέσω να ζω, κουτσά, στραβά, λάθος, ας το κρίνει όπως θέλει, όποιος τολμάει. Κάθομαι και κοιτάω το ταβάνι για ώρες. Σκέφτομαι πολλά και τίποτα. Κοιτάω το ταβάνι και πλέω μέσα σ'αυτό το δωμάτιο, που υπάρχω μόνο εγώ και η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει, πιο πυκνή και πιο διαυγής μαζί. Λες και το σώμα μου γίνεται ένας καπνός δυο τσιγάρων.
Αν ήσουν εδώ θα κάναμε δυο τσιγάρα μαζί. Και θα γίνονταν τα σώματά μας καπνός και θ' ανέβαιναν ψηλά και θα διαλύονταν κάπου στον ουρανό.
Μια φορά σου άναψα κι εσένα τσιγάρο. Πόσο χρόνο θέλει να καεί ένα τσιγάρο μόνο του! Κοιτούσα την καύτρα, σιγά σιγά να προχωράει, και δεν σκεφτόμουν. Κάπνιζα το δικό μου τσιγάρο, που καιγόταν γρηγορότερα. Κοιτούσα τον καπνό του τσιγάρου σου, κομψό και αμείλικτο, να διαλύεται ήσυχα και συνέχεια. Κοίταξα το ταβάνι μόλις τέλειωσα το τσιγάρο μου. Και μετά κοίταξά το δικό σου, ώρα πολλή, μέχρι που έσβησε. Πάτησα τη γόπα μαλακά, σχεδόν διστακτικά, και μετά άδειασα το τασάκι στα σκουπίδια, είχε γεμίσει.)

Κι όλο εσένα θέλω μόνο...

(Ξέρω πώς φαίνεται. Έχω απόλυτη συναίσθηση της κατάστασης, πώς μπορεί κάποιος, οποιοσδήποτε, ακόμα κι εσύ κι εγώ, να μιλήσουμε για το πόσο δύσκολα δεχόμαστε την απόρριψη και πόσο κακομαθημένα παιδιά είμαστε και τι γεννάει η επιθυμία του ενήλικα να νιώσει ξεχωριστός. Πώς αναπαράγεται η αίσθηση της ματαίωσης και της χλαπάτσας ώστε να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε, επιτέλους. Πόσο κλισέ είναι η καψούρα που μας πιάνει μόλις φάμε άκυρο. Πόσο κλισέ είναι ότι όταν είσαι σε φάση να δαγκώσεις λαμαρίνα, δαγκώνεις όποια λαμαρίνα βρεις εύκαιρη.
Μπορούμε να μιλήσουμε και να εξηγήσουμε. Αλλά εγώ μόνο εσένα θέλω, συνέχεια. Έτερον εκάτερον. Τόσες λογικές εξηγήσεις και εκλογικευμένες δικαιολογίες δεν αναιρούν ότι σε θέλω, συνέχεια, κι αν δεν σ' έχω δεν θέλω τίποτε άλλο.)

Κι όλο εσένα θέλω μόνο...
(Δεν σε έχω όπως θέλω, όμως σε έχω κάπως. Και με αυτό το νέο δεδομένο ξαναρχίζω να ζω. Αυτό το δεδομένο, στολίδι ή βάρος, και τα δύο μάλλον ή κανένα απ' τα δύο, είναι μέρος της ύπαρξής μου πια. Τόσο δεδομένο, που δεν έχει πρόσημο, και δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να το πω πουθενά.
Έτσι είναι, και δεν αλλάζει άμεσα, ούτε ακόμα.)




Ιδιόμορφη διασκευή. Δεν είναι η καλύτερη, αν υφίσταται καν τέτοια κρίση και θεώρηση. Αλλά από όλες τις εκδοχές που υπάρχουν, αυτή με δεν με άγγιξε απλά, με γράπωσε κανονικά. Υπάρχουν εκδοχές που τις άκουγα κι έλεγα "Μακάρι να το τραγουδούσα κι εγώ έτσι..." Όταν άκουσα αυτή, ξεκίνησα να τραγουδάω χωρίς να το καταλάβω, όσο παράφωνα και δυνατά μου 'ρθε. Όταν τελείωσε, και ακούστηκε η φωνή της, ήρεμη και χαμηλότονη, "Ευχαριστώ πολύ", ήταν σαν να έκλαιγα όση ώρα τραγουδούσε/τραγουδούσα. Δεν την έχω ξανακούσει αυτή την εκδοχή έκτοτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλεις να πεις κάτι;