Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Αγαπώ

 Σε λίγες μέρες έχω τα γενέθλιά μου. Κλείνω τα 35.


Έχω πάντα να θυμάμαι επεισοδιακά γενέθλια, κυρίως αυτά που τα πέρασα απαίσια. Πέρυσι, ας πούμε. Ή στα 20. Και στα 30. Και στα 31.

Μου άρεσε να κάνω τραπεζώματα. Να μαγειρεύω για πολύ κόσμο, πολλά και διαφορετικά φαγητά, ορεκτικά, σαλάτες, κεφτεδάκια, μακαρόνια. Αναψυκτικά, που δεν πίνω, και κρασιά. 

Το πρώτο τραπέζωμα ήταν στα 22 μου - ήταν και η πρώτη φορά που έκανα πάρτι. Η πρώτη φορά που είχα κόσμο να καλέσω στο σπίτι μου. Μου έφεραν δώρα ένα βιβλίο, ένα τριαντάφυλλο, ένα πορτοφόλι κι ένα αρωματικό κερί. Έφτιαξα μεζεδάκια στο μικρό φουρνάκι μου, πιτσάκια (χειροποίητα) και τυροπιτάκια σφολιάτας (έτοιμα). Κρύα σάντουιτς, σουδάκια γεμιστά με τονοσαλάτα. 

Γλυκάθηκα κι έκανα κι άλλα τραπέζια, σε γενέθλια και μη. Πήγαινα επίσκεψη και κρατούσα ένα γλυκό (ή ένα ψωμί!) που έφτιαξα εγώ. Ένιωθα περηφάνια, ένιωθα καλύτερα, ένιωθα ότι αξίζω, ότι βελτιώνομαι.

Απογοητευόμουν τρομερά όταν οι καλεσμένοι μου δεν τιμούσαν δεόντως όσα είχα αφιερώσει ώρες ολόκληρες στη κουζίνα για να τους περιποιηθώ. Αλλά απ' την άλλη τους δικαιολογούσα. Εύκολα ψεγάδιαζα όσα είχα φτιάξει, πανεύκολα, σχεδόν φυσικά. Κι όχι μόνο τα φαγητά.

Πέρυσι αν και πέρασα απαίσια έλαβα πολλά πολλά δώρα, κι όλα σχεδόν είχαν ευχετήριες κάρτες. Το πιο όμορφο ήταν 2 ασημένια βραχιολάκια, πολύ λεπτά και ντελικάτα, με το ένα να έχει χάραξη πάνω του. Πρόσφατα αυτό κόπηκε στα δύο, τσακίστηκε. Ελπίζω να φτιάχνεται. Δεν τα έχω χορτάσει ακόμα, 2 λεπτές βέργες στον καρπό μου, συντροφιά. Φοράω ένα φυλαχτό στο λαιμό μου βέβαια, αλλά δεν φαίνεται.

Το πιο όμορφο δώρο ήταν ένα δείπνο γενεθλίων - έκπληξη. Άστραψαν τα μάτια μου, έφαγα τιραμισού για πρώτη φορά στη ζωή μου, γέλασα και χαβαλέδιασα κι ένιωσα ότι ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Φέτος... δεν νιώθω καθόλου να γιορτάσω τα γενέθλιά μου.


Θα μου άρεσε να νοικιάσω ένα αμάξι και να πάω κάπου στο άσχετο εκδρομή. 

Να κοιμηθώ στην παραλία, να ξυπνήσω απ' τον ήλιο.

Να μυρίζω τα βότανα και ν' ακούω το φλοίσβο.

Θα μου άρεσε να κλάψω, βαθιά, σπαρακτικά. Πόσα χρόνια...


Μ' αρέσει: 

  • Να φοράω το άρωμά μου το πρωί και να μου έρχονται τουφίτσες αρώματος στη μύτη μου σε ανυποψίαστες στιγμές μες στη μέρα.
  • Να κάθομαι αναπαυτικά στο μέσο μαζικής μεταφοράς και να μην καταλαμβάνω ούτε εκατοστό χώρου που δεν μου αναλογεί - και να ρεμβάζω, να διαβάζω, ν' ακούω μουσική...
  • Να χαζεύω ζωγραφιές στα μουσεία.
  • Να ψάχνω θαμμένους θησαυρούς σε μαγαζιά αποθήκες.
  • Να χορεύω.
  • Να φιλάω.
  • Να πίνω καφέ καπνίζοντας.
  • Να μαγειρεύω μακαρονάδες.
  • Να ανατριχιάζω με το δροσερό αεράκι.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Μίλησέ μου

 Αγαπημένε μου ήλιε,

Κάποτε διάβασα ένα βιβλίο για ένα ρομποτάκι που ήταν προγραμματισμένο ν' αγαπάει τους εφήβους και να είναι το καλύτερο φιλαράκι τους, και πραγματικά το ρομπότ έκανε τα πάντα γι' αυτό το παιδί, αλλά οι γονείς του και οι υπόλοιποι κοντινοί δεν δέχτηκαν ότι μπορούσε ένα ρομπότ να αγαπάει πιο χρήσιμα απ' αυτούς. 

Αυτό που λέμε "ανθρωπιά" μπορεί να είναι τα ελαττώματα που συγχωρούμε, τελικά - και να έχει να κάνει με σεβασμό, ένα ισότιμο συναίσθημα, κι όχι την αγάπη, που μας ανεβάζει ψηλά. 

Ωστόσο είναι πολλές φορές που μου λείπει ένα φιλί στο λαιμό, να μυρίσει το άρωμα που σιγοκοιμάται.

Έχω καιρό να γράψω εδώ. Σταμάτησα να παίρνω κάποια πράγματα πολύ σοβαρά. Ξεκίνησα να μιλάω πιο πολύ, δεν κρατάω μέσα μου τα ίδια, και πλησιάζω τριάντα πέντε χρόνων. Πω πω, όταν πάω τριάντα οχτώ λες να μιλάω με ειρωνία και δυστυχισμένη πικρία, όπως αυτό το όνειρο που είδα τόσα χρόνια πριν; 

...και ακόμα δεν έχω βρει το άρωμά μου!

Μόσχος, εσπεριδοειδή - εκτός το νερόλι! - τριαντάφυλλο, σανδαλόξυλο - ίσως και αμύγδαλο, σίγουρα πιπέρι, ίσως και κοκκινωπά μπαχαρικά, ξυλαράκια παιχνιδιάρικα... 

Φοράω δύο λεπτές ασημένιες βέργες στο λεπτό μου δεξιό καρπό. Τα χέρια μου είναι λεπτά, με εξασκημένα νεύρα, γρατζουνιές, μικρά νύχια και πολλή προσωπική χάρη. Θα μπορούσαν να μ' ερωτευτούν απ' τα λεπτά μου χέρια. Θα πρέπει να με θυμούνται, σίγουρα.

Περπατάω ακόμη. Ονειροφαντάζομαι, φοβάμαι, μαγειρεύω, δεν κλαίω, εκνευρίζομαι, μεγαλώνω...

Μια ηρεμία που θυμίζει ναρκωμένη αρρώστια, σαν μικρή φούσκα στο χρόνο. Τι έκανα, θ΄αναρωτιέμαι, στα τριάντα πέντε;

(Τι έκανα στα είκοσι πέντε;)

Σανδαλόξυλο...

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Αρωματωμένα

 Η τελευταία μου εμμονή είναι οι κολόνιες. Τα αρώματα. Η όσφρηση.

 

Ποτέ δεν είχα κόλημμα με τα αρώματα – με τα ρούχα, ναι! Αλλά ποτέ δεν με συγκινούσαν οι αρωματισμένες σελίδες στα περιοδικά. Λάτρευα βέβαια τις διαφημίσεις των αρωμάτων, έντυπες και στην τηλεόραση, γιατί ποιος δεν τις λάτρευε; Ήταν φτιαγμένο έτσι, να σου μεταδίδει μια αίσθηση, ένα χαρακτηρισμό.

Οι διαφημίσεις που με έπιαναν είχαν όλες μια κοινή συνισταμένη: αγέρωχη. Απόσταση. Κλειστό στόμα, διεισδυτικό βλέμμα κατευθείαν στο φακό. Αυτό ποθούσα, και μερικές φορές, χρόνια πολλά αργότερα, έχω την αίσθηση ότι μεταδίδω την ίδια αίσθηση.

 

Η Μ είχε κόλλημα με τα αρώματα! Τα αγαπάει ακόμα πολύ. Ξέρει και ποια της ταιριάζουν, και το έψαχνε πάντα. Τη θυμάμαι να κρύβει τα εφηβικά της body sprays, αργότερα να μυρίζει γλυκά, λευκά λουλούδια, μερικές φορές πιο καραμελένια, άλλες φορές νυχτολούλουδα και γαρδένιες. Δεν μπορώ να τη φανταστώ να μυρίζει θυμίαμα, ας πούμε, ούτε κανελογαρίφαλα, και ποτέ μα ποτέ βανίλια – εκτός αν ήταν κέικ βανίλια.

 

Το πρώτο μου άρωμα ήταν το γουάητ μασκ του μπόντυ σοπ! Ένα τόσο δα μπουκαλάκι, γυάλινο, οβάλ, με λευκή ετικέτα κρυμμένη στον πάτο του. Ήταν γιούνισεξ, και θα πρέπει να το φόρεσα 4-5 φορές, γιατί μου ήταν αδιανόητο, εντελώς αδιανόητο, να φοράω κάθε μέρα άρωμα. Το κρατούσα για εξαιρετικές περιστάσεις λοιπόν, μέχρι που κάποια στιγμή...αγνοείται η τύχη του. Τι να έγινε το μπουκαλάκι μου; Χάθηκε, πετάχτηκε, κλάπηκε; Αναρωτιέμαι αν το μυρίσω σήμερα, θα θυμηθώ τα μυστικά που είχα τότε; Πάντως ο μόσχος μ’ αρέσει πολύ. Ίσως λόγω αυτού.

 

Το επόμενο άρωμα ήταν δώρο από το εξωτερικό, η ντήζελ πλας πλας. Τι όμορφο άρωμα, σε κουτί και μπουκαλάκι που θύμιζαν συσκευασίες γάλακτος, πόσο πρωτοποριακό! Πωλείτο στο σούπερ μάρκετ τότε. Πια έχει καταργηθεί. Κι εδώ λευκός μόσχος, φρεσκάδα, και μια ζωηράδα σχεδόν sport. Ήταν άρωμα για νεολαία, κλάμπινγκ και εξάντληση. Εννοείται δεν το τέλειωσα, το φορούσα στις βραδινές μου κι απογευματινές εξόδους, που είχαν αυξηθεί σημαντικά ευτυχώς. Έχω κρατήσει το μπουκαλάκι. Δεν έχει χαλάσει πάρα πολύ το άρωμα, το φόρεσα ξανά την προηγούμενη βδομάδα, ενώ δεν είχα ασχοληθεί μαζί του για τουλάχιστον μια δεκαετία. Τι έκπληξη. Μυρίζει όμως και λίγο ξινισμένο.

 

Επιτέλους – διάλεξα κι εγώ ένα άρωμα, τη Λευκή του Γκωτιέ. «Μυρίζεις σαν επιτάφιος» ήταν το πρώτο, αρκετά ανορθόδοξο αλλά, στην τελική, εύστοχο σχόλιο. Έντονα λουλουδάκια εσπεριδοειδών, γλυκόξινα, αιχμηρά, στη βάση ένα δυνατό σαπούνι, μια αίσθηση αρωματισμένης κρέμας. Ενώ το αγαπούσα, δεν το φορούσα κάθε μέρα, ούτε καν! Μου φαινόταν πολύ έντονο. Κανείς ποτέ δεν μου το είχε πει, εγώ το φοβόμουν. Μην μυρίζω έντονα, ντροπή! Τι ωραίο, υπέρκομψο μπουκάλι. Ακόμα το έχω. Η κολόνια δυστυχώς έχει κι αυτή ξινίσει, μου θυμίζει κάτι πολύ συνθετικό, σαν συντηρητικό τροφίμων.

Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε «τι φοράς», ώστε ν’ απαντήσω με το ύφος των ονειροπολήσεών μου «τη Λευκή του Γκωτιέ».

(Εκείνη την περίοδο θα πρέπει να χτύπησα από έρωτα πρώτη φορά – και θυμάμαι μια πολύ χαρακτηριστική μυρωδιά. Αργότερα έμαθα ότι η μυρωδιά ήταν η Κλασική του Γκωτιέ. Την ξαναβρήκα στο σαπούνι μόσχου του Παπουτσάνη!)

 

Πάλι μόσχος το επόμενο άρωμα – ακόμα πιο συνειδητοποιημένη επιλογή. Ναρκίσο Ροντρίγκες, παρφούμ γι’ αυτόν, από τη συλλογή μόσχου. Τι πανέμορφο μπουκάλι. Σαν καθρεφτένια νερά σε μαρμάρινο πηγάδι. Υπέροχος μόσχος, καθαρός, γλυκούλης, ψυχρός, μετρημένος, χαμηλότονος και σοφιστικέ. Έχω ακόμα το άρωμα, κοιμισμένο στο κουτάκι του. Έχει μείνει λίγο άρωμα. Δεν έχει χαλάσει. Το έχω πολλά χρόνια. Το αγαπώ.

Μου θυμίζει δροσερές νύχτες και τα πρώτα βήματα του αγριοκάτσικου που ήμουν, έτρεμα, δεν κινδύνευα όσο νόμιζα, επιβίωσα. Μου θυμίζει μια κοπέλα που της άρεσε το ίδιο άρωμα, το είχε μυρίσει σ’ ένα φίλο της, και ήθελε να το πάρει κι εκείνη. Δεν το βρήκε. Πήρε το σκέτο μόσχο του Ναρκίσο.

 

Αλλαγή πλεύσης, πάμε στα παππουδίστικα! Πόσες φορές τυχαίνει να δοκιμάζεις ένα άρωμα, και 12 ώρες μετά, σε μια τρυφερή αγκαλιά, να σε ρωτά η μαμά σου «μα τι φοράς και μυρίζεις ωραία;» ...λίγες. Αν ακόμα ψάχνεις τα πατήματά σου και τρέφεσαι με ετεροπροσδιορισμούς, το συμπληρωματικό της σχόλιο «μυρίζει κλασικό, αντρικό, βαρύ άρωμα!», πάει, ξέρεις ποια είναι η επόμενη αγορά σου. Καρτιέ. (Μα πόσο αριστοκρατικό.) Ρόουντστερ! (Εγώ δεν οδηγώ καλά καλά πατίνι, αλλά άλλο θέμα). Μύριζε υποτίθεται μέντα. Μου θύμιζε κάτι μεταλλικό, ξινό, σαν φρεσκοκιμμένη χλόη, με δροσοσταλίδες. Κι αυτή η κολόνια μου, όπως και οι προγούμενες 4, καταργήθηκαν.

Περίεργο, ναι. Ψιλοεξηγείται όμως. Εικάζω. Τελοσπάντων, τη βρήκα τυχαία σ’ ένα μαγαζί στο Ναύπλιο – ρώτησα από συνήθεια, εισέπραξα συνηθισμένη άρνηση, έφυγα, και άκουσα μια φωνή... «Την έχουμε». Ήταν η πωλήτρια, είχε βγεί στο δρόμο. Αυτή τη βαριά, κλασική, βίντατζ κολόνια την είχα επίσης για εξαιρετικές περιστάσεις, ώσπου χάλασε και ξεθύμανε και όταν τη φοράω κρατάει ένα μισάωρο το μέγιστο.

 

Η επόμενη κολόνια ήταν δώρο της Μ και αποφάσισα να την τελειώσω. Την είχα καθημερινά μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου κι έβαζα μια, δυο ψεκασιές. Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε τι μυρίζω (Τζέντλεμαν του Ζιβανσί) και αμφιβάλλω αν θα την αγόραζα εγώ ποτέ. Ίριδα, λεβάντα, και κάτι πολύ συνηθισμένο. Κομψό, διακριτικό, αλλά καθόλου εκκεντρικό. Ωστόσο ήταν ένα πολύ τρυφερό δώρο και χάρηκα που την τέλειωσα. Μακάρι να είχε και την ίδια μοίρα η Καρτιέ!

 

Τον τελευταίο μήνα, που ανακάλυψα τα φτηνά αρωματοπωλεία, τρελάθηκα – σαν κυνηγόσκυλο, αναζητώ κρυμμένους θησαυρούς, παντού! Και όποιος ψάχνει, βρίσκει.

 

Τα χριστούγεννα αγόρασα 2 αρώματα για δώρο. Και ξανά προχτές. Και ήδη πήρα 2 αρώματα για μένα, και τα δύο μάλιαστα, μυρίζουν τριαντάφυλλο, και το ένα, αν έχεις το θεό σου, έχει κι αυτό καταργηθεί!

 

Τι ωραίο θα ήταν, να έχω ένα άρωμα τόσο προσωπικό όσο το στιλ μου. Όχι άψογο, ούτε βαρύ, ούτε έντονο, αλλά στιλπνό, και λαμπερό, ευδιάθετο και καμαρωτό.

 

Ένα άρωμα φτιαγμένο από μαλακό σαπούνι μόσχου, ίσως και σανδαλόξυλου. Με αιχμηρά εσπεριδοειδή και ανθισμένες Αθηναίες νεραντζιές. Το γιασεμί που λατρεύω, και ίσως λίγο ρόδο, λιγάκι, για τα μυστικά.

 

Μπορεί να το βρω κι αυτό, το κοπλιμεντομαγνήτη! Μπορεί να μου πουν κάποια στιγμή, αυτό το άρωμα είναι εσύ, ή, αυτό το άρωμα μου θυμίζει εσένα, ή, τι ωραίο άρωμα που φοράς.

 

Μέχρι τότε, «ας μην είμαστε τόσο αυστηροί με τον αυτό μας και με τους άλλους», όπως μου ειχε πει μια γλυκιά πωλήτρια σ’ ένα βιβλιοπωλείο.

 

Μέχρι τότε, θα μυρίσω τα Μπουσερόν, το γλυπτό του Νίκος, τον άντρα της Βαρκελώνης, θα ξαναμυρίσω (και ίσως αγοράσω) την κόκκινη συνήθεια του Γκερλάν, το 1881 του Τσερούτι, και πολλά ακόμα.

 

Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να μεγαλώνω, να αλλάζω, θα μιμούμαι, θα μαϊμουδίζω, θα σαρκάζω και θα αυτοσαρκάζομαι, θα στήνω δρώμενα και θα κρατιέμαι στιβαρά.



Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

Το καινούριο μου άρωμα

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε ψάχνω σε σχόλια και κριτικές, σε ψάχνω κρυμμένο στα βρύα

 

Σε ψάχνω μέσα σε ροκανίδια χρυσαφιά και φορτωμένα σύννεφα

 

Πίσω απ’ τις νότες κορυφής, να φτάσω στην καρδιά

 

Διαβάζω διαβάζω διαβάζω διαβάζω ανθρώπων αγνώστων λόγια

 

Να φτάσω στην καρδιά και να τη φάω

 

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε ψάχνω στο παλιό μπουφάν του μπαμπά μου

 

Σε όνειρα ρέμβης σεβασμού

 

Στα σκοτεινά μου συρταράκια και στις σκέψεις μου

 

Σε μάγουλα μαλακά, σφιχτά, τραγανιστά

 

 

Πού είσαι, σανδαλόξυλο;

 

Σε θέλω εδώ, να στηρίξεις το γιασεμάκι

 

Το νερόλι, το υλάνγκ υλάνγκ, τ’ άσπρα αχνολούλουδα.

 

Σε θέλω εδώ, να αγκαλιαστείς με το μοσχοσάπουνο σφιχτά,

 

Να δείτε τα νεράντζια μου στον ουρανό

 

Και να μυρίσετε τις εκατόφυλλες τριανταφυλλιές εκείνου του σπιτιού.

 

 

Μια μέρα θα σε βρω.

 

Θα τρυπώσεις στο στήθος μου απ’ τον ξεκούμπωτο γιακά μου.

 

Νωρίς το πρωί θα σε φέρει ο ξένος αέρας απ’ το παράθυρο.

 

Θα κολλήσεις κάτω απ’ τα νύχια μου

 

Θα μου αρπάξεις την ανάσα

 

Και ίσως ρωτήσω, τι είναι αυτό;

 

Τι μυρίζει έτσι;

 

 

Κανείς όμως δεν θα ξέρει να μου πει.

 

Κανείς δεν θα σε έχει μυρίσει όπως εγώ.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Σκορπίσματα

 Να αγαπάς, να ερωτεύεσαι

Να κάνεις λάθη

Να κάνεις τα λάθη ξανά και ξανά

Μέχει να γίνουνε σωστά.

Να επιμένεις, να πεισμώνεις

Να θαυμάζεις, να περιφρονείς

Να κρύβεσαι

Να φεύγεις.

 

Να καθαρίζεις συχνότερα το σπίτι σου.

Να κάνεις οικονομία.

Να φοράς σοβαρά ρούχα.

Να καθαρίζεις το πρόσωπό σου. Να φοράς μυρωδιές.

Να γυμνάζεσαι. Να γυμνάζεις το σώμα σου.

Να έχεις φρέσκια αναπνοή.

Να περπατάς σωστά.

Να προσέχεις το παράστημά σου. Την ομιλία σου.

Να δείχνεις περιποίηση. Φροντίδα.

 

Να χτίσεις το σεβασμό σου.

Εκεί που είχες καρφιά και πολεμίστρες

Βάλε λουλούδια και αφράτες μαξιλάρες.

Να μη σε κατηγορήσει κανείς.

Να είσαι ζώο άξιο να ζει.

Να λυπηθούν την απώλειά σου.

Ίσως και ν’ ανακουφιστούν.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Τα γκρίζα πέταλα

 Στα λουλούδια μου σου ορκίζομαι

άλλη τιμή παρά το δάκρυ μου δεν έχω

το πρόσωπο σαν σπόγγος και τα χέρια ξερόκλαδα

ένα δέντρο που δεν πρόλαβε να ανθίσει.


Τόση πίκρα, τόση ερημιά, 

σαν μούχλα που τρυπώνει βαθιά ως τα θεμέλια

και η μυρωδιά της σε ξυπνάει

μπαούλα και καταπακτές, εδώ είναι τα μυστικά.


Και τι θα γίνει μετά;

Θραύσματα σπαράγματα

και υστερία απελπισμένη

δέσε με σκοινί τη μουσούδα σου, να

να τι θα γίνει μετά.


Θα σκάσεις. Από μέσα σου. Θα διαλυθείς. Θα γίνεις σκόνη.

Άμμος ψιλή. Ροκανίδι. Ξερά φύλλα. Ασπρόχωμα.

Θα σκάσεις και δεν θ' ακουστεί τίποτα.


Και τι θα μείνει, θα μου πεις;

Τα μάτια σου, τα καρδιοχτύπια, το βάδισμα, η τρυφερότητα.

Οι στριγκλιές. Τα σκοτάδια. Και τα παράπονα.

Θα μείνουν αγάπες

και άνθρωποι καλοί

και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν όσο ήθελαν.


Και τι θα μείνει. Ό,τι μένει πάντα.

Ό, τι θέλουμε θα μείνει.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Η φυγή μου / Όταν χάθηκα, μια εξιστόρηση.

Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να βουτήξω στους καταρράκτες. Θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν πολλή ώρα, υπολόγιζα την απόσταση, προσπαθούσα να διακρίνω τον πυθμένα. Φοβήθηκα άγριες πέτρες που θα μου πλήγωναν τα πόδια, σκέφτηκα με θέρμη το ενδεχόμενο να ματώσω μέσα στο ορμητικό νερό και να μην το καταλάβει κανείς, το αίμα να τρέχει μαζί του. Ένα βοτσαλάκι και το κορμί μου.

Τελικά όμως δεν βούτηξα, δεν ήθελε κανείς άλλος, τα μαλλιά μου έμειναν στεγνά. Προχωρήσαμε ψάχνοντας τον ορίζοντα σιγοτραγουδώντας τα παιδικά τραγούδια που θυμόμασταν. Ήταν μια παράξενη μέρα και δεν είχα καν καταλάβει γιατί είχα συμφωνήσει, και μάλιστα με ενθουσιασμό, σ' αυτή την εξόρμηση.

Ο ήλιος είχε φτάσει στην ακμή του όταν ο ένας μετά τον άλλον δήλωσαν πως κουράστηκαν πια, δεν μπορώ άλλο, πρέπει να ανασάνω, να κάνουμε οικονομία δυνάμεων, ελάτε να ξαπλώσουμε όλοι μαζί, ας απολαύσουμε για μια ώρα τη φύση. Το γρασίδι ήταν δροσερό όμως κι ένιωθα το μυστικό να χτυπάει δυνατότερα τώρα. Τους άφησα χωρίς να τους πω τίποτα συγκεκριμένο, έφυγα με μαλακά βήματα, να μην νιώσουν ότι τους εγκαταλείπω ή ότι τους αποδοκιμάζω και μου φωνάξουν κάτι βλαβερό κι άχρηστο όπως πρόσεχε, μην πας πολύ μακριά, εδώ θα είμαστε, θα σε περιμένουμε. Τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω γιατί ανησυχούσα - κανείς δεν ασχολείτο μαζί μου, ο καθένας με τον εαυτό του μόνο, όπως έπρεπε κι όπως συνήθιζε.

Τα δέντρα...αχ τα δέντρα! Πόσο ήλιο είχαν δει, πόσα πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους, πόση ζωή και θάνατο είχαν δει; Ακούνητα και αμίλητα, με σκληρούς φλοιούς, τα αγαπούσα τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή. Όπως αγαπάμε την προσμονή κάποιου αγαπημένου. Το ξέρεις ότι θα τελειώσει, ο ήλιος θα πέσει και τα δέντρα θα γίνουν πάλι φυτά. Ωστόσο ήταν απ' τις μέρες που η υγρασία τους έδινε μυστηριακά χρώματα και οι λειχήνες άστραφταν. Να γίνω δέντρο κι εγώ κάποια στιγμή, ευχόμουν, σε μια άλλη ζωή ή σ' ένα μου όνειρο. Πόση ζωή είχε εκείνη η ώρα, το καταλαβαίνω τώρα.

Ήταν κατηφορικό το έδαφος και δεν ήθελα να ταξιδέψω προς τα κάτω, σαν να είχα κάποιο σκοπό, ήθελα να κάνω κύκλο, να δω ό,τι υπήρχε γύρω από την κατασκήνωσή μας. Κοιτούσα κάτω για αγριολούλουδα μα δεν είδα κανένα, μόνο βολβούς και πράσινα σαρκώδη κοτσάνια. Μα είναι κι αυτό κάτι, έτσι; Αν ήξερα τα φυτά θα μάντευα τι λουλούδια κρύβονται, θα ένιωθα τους παλμούς και θα περπατούσα με άλλη σιγουριά. Δεν είχα απομακρυνθεί όμως, περπατούσα διασχίζοντας, έτσι ένιωθα, ότι προσπερνούσα ένα μέρος για να πάω σε κάποιο άλλο.

Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή δεν άκουγα πια τους καταρράχτες, το κελαρυστό νερό, αλλά δεν το είχα καταλάβει παρά όταν συνειδητοποίησα ότι δεν άκουγα τίποτα.

Δεν φοβήθηκα. Υποχώρησα με ουδέτερη διάθεση και σεβασμό, σαν να μπαίνεις σε νεκροταφείο και να βλέπεις ότι γίνεται κηδεία εκεί, απλά φεύγεις. Η φύση εκεί ήταν ολότελα δικιά της και μπορούσα να την παρατηρήσω - αλλά δεν μπορούσα να την εξερευνήσω, να κόψω ένα κλωνάρι, να περάσω το χέρι μου στα φύλλα, ούτε να σκαρφαλώσω σε δέντρο. Δεν ήταν ότι δεν μου επιτρεπόταν - απλά δεν είχα τα κατάλληλα εργαλεία. Άλλη φύση μπορεί να ήταν πιο συμβατή, εδώ  όχι. Θα γύριζα στην κατασκήνωση ούτως ή άλλως. Δεν φοβόμουν, δεν ένιωθα απειλή, μήτε οργή. Ανηφόριζα όμως λίγο πιο γρήγορα και δεν κοιτούσα πλατιά γύρω μου.

Τότε ήταν που άκουσα το τραγούδι. Ο άνεμος θρόιζε. Τα φύλλα μουρμούριζαν, πρώτα ένα δέντρο, μετά ένα άλλο. Μιλούσαν μεταξύ τους - τραγουδιστά, στ' ορκίζομαι. Σκέφτηκα αν έπρεπε να βιαστώ, ή να κοντοσταθώ. Σκέφτηκα, μήπως να κουλουριαστώ λίγο στη ρίζα της πλατανιάς, σαν ζωάκι ικέτης; Ή μήπως να κάνω στροφή και να γυρίσω απ' το δρόμο που είχα ξεκινήσει, να επιστρέψω άμορφα και βεβιασμένα, σαν να είχα μπει κατα λάθος σε εκκλησία ξένου δόγματος; Δεν ξέρω ακόμη γιατί μα οι σκέψεις ήταν σαν να μην με αφορούσαν. Σαν να διάβαζα οδηγίες σε εγχειρίδιο εξερεύνησης της φύσης. Ο λύκος είχε έρθει αθόρυβα και στην αρχή παραξενεύτηκα πόσο ασημένιος έμοιαζε, μια γούνα ατσαλένια, σκούρα γκρίζα σαν μπλε. Τα μάτια του όμως δεν με κοιτάξανε και συνέχισα να περπατώ με το τραγούδι, ανηφορίζοντας μαλακά, προσπαθώντας να μη χαθώ - χαζή προσπάθεια, δεν είχα καθόλου προσανατολισμό.

Ο λύκος με ακολουθούσε ακριβώς πίσω μου, άκουγα τα βήματά του να σπάνε τα ίδια κλαράκια, να βουλιάζουν στις ίδιες γούβες στο χώμα. Ο άνεμος θρόιζε δυνατότερα τώρα κι εγώ διψούσα. Τι θα μπορούσα να κάνω; Να σταθώ, να απλώσω τα χέρια μου, να κοιτάζω μόνο ψηλά στον ήλιο. Είναι όμως ωραία μια συντροφιά, σε κάθε περίσταση. Ξέρεις αυτό το εγγλέζικο ρητό, ένα δέντρο κάνει θόρυβο όταν πέφτει στο δάσος, αν δεν βρίσκεται κανείς να το ακούσει; Ο λύκος ήταν μεγάλος, δεν είχα ξαναδεί, μπορεί και να ήταν μικρόσωμος, αλλά δεν το ήξερα, με πλησίαζε αργά αλλά όχι απειλητικά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό, ο λύκος δεν με τρόμαξε ούτε μια στιγμή. Ήμουν ξένο σώμα στα δέντρα, πολύ πιθανόν κι αυτός.

Έφτασα στο σημείο που έπρεπε να κάνω μια καμπή και να βγω στο πάνω μέρος του καταρράκτη. Θα έφευγα πιο γρήγορα απ' το δάσος, θα είχα ανασάνει βαθιά, θα έβλεπα τους άλλους και ο ήλιος θα έλαμπε ξανά λαμπερά. Κι αυτό δεν καταλαβαίνω. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα τον καταρράκτη. Δεν καταλαβαίνω γιατί - μου καρφώθηκε η ιδέα, όχι βίαια, αλλά σαν εγκυκλοπαιδική γνώση που ξαφνικά θυμήθηκα, ότι ο καταρράχτης ήταν ήρεμος μόνο στη δικιά μας πλευρά και αν επέστρεφα απ' την παράκαμψη του μυαλού μου θα έβλεπα την κρυμμένη του πλευρά. Και αυτός θα θύμωνε - δικαίως - και θα με τιμωρούσε. Τι παράξενο, τώρα που το λέω, αλλά τότε το είχα σαν σίγουρο δεδομένο, όπως ότι δεν πίνουμε νερό από ελώδεις λίμνες. Όπως ότι κλαίμε όταν στενοχωριόμαστε.

Συνέχισα τον ανήφορο λοιπόν και ο άνεμος συνέχισε να θροΐζει; δεν ξέρω - ειλικρινά δεν θυμάμαι. Το έδαφος ήταν διαφορετικό, με πολλά φύλλα, ξερά και φρέσκα και σάπια ανάκατα, χρώματα που δεν ξεχώριζες, αλλά μύριζα τη γη πολύ έντονα. Τότε είδα το μεγάλο δέντρο και σταμάτησα πριν καν καταλάβω ότι σταμάτησα επειδή παραξενεύτηκα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο δέντρο, πολύ ψηλό - αλλά όχι πολύ ψηλότερο από τα άλλα. Είχε πολύ χοντρό κορμό όμως. Ήταν πολύ μεγάλο και σε ηλικία δέντρο, και δεν ήταν δυο τρία δέντρα μαζί. Πολύ χοντρός κορμός. Ο λύκος είχε σταματήσει κι αυτός.

Που λες, το δέντρο δεν είχε χαμηλά κλωνάρια. Το φύλλωμά του ξεκινούσε από πολύ ψηλά, αδικαιολόγητα ψηλά. Κάποιος το κούρεψε το δέντρο, πολλές φορές, όταν ήταν ακόμα δεντράκι. Κάποιος το είχε ξεχωρίσει. Μπορεί κάποιος να το είχε φυτέψει εδώ μόνο του κι αυτό να έδωσε ζωή γύρω του, να έκανε ένα δεντρόκηπο μόνο του για να μην νιώθει μοναξιά. Μπορεί βέβαια να ήταν και διαφορετικό δέντρο, να ήταν από άλλη φύση, και να επιβίωσε εδώ μόνο του, με τον αέρα να θροΐζει και τα δικά του φύλλα, τα πουλιά να γεννιούνται και στα δικά του κλαριά. Κάποια στιγμή όμως, το μεγάλο δέντρο ήταν ολομόναχο εδώ. Ίσως πριν τον καταρράχτη. Ίσως οι ρίζες του έφταναν μέχρι την υπόγεια πηγή. Κάποιος όμως του είχε κόψει πολλές φορές τα κλωνάρια του. Κάποιος το ξεχώρισε και θέλησε να το κάνει ξεχωριστό. Και μετά το άφησε να γίνει σαν τα άλλα δέντρα.

Τι παράξενο, πόση ώρα σταμάτησα, θα μπορούσε να είναι μισό λεπτό ή μισή ώρα. Ο λύκος με προσπέρασε χωρίς να τον καταλάβω αλλά όταν συνέχισε να προχωράει κατάλαβα ότι έπρεπε να τον ακολουθήσω και να αφήσω το μεγάλο δέντρο, χωρίς ν' αγγίξω τον κορμό του και χωρίς να μυρίσω το χώμα στη ρίζα του. Προχώρησα χωρίς καν να κοιτάξω πίσω μου. Δεν άκουγα πια τον άνεμο, μα αυτό δεν σημαίνει τίποτα, μπορεί να είχα συνηθίσει το τραγούδι του. Το χώμα είχε αλλάξει και το καταλάβαινα απ' τα βήματά μου, δεν κοιτούσα κάτω. Ούτε το λύκο. Κοιτούσα μπροστά μου, στο ύψος των ματιών μου. Ανηφόριζα πιο μαλακά τώρα και συνειδητοποίησα ότι σε λίγο θα κατηφόριζα, θα γύριζα στους καταρράκτες. Μπορεί οι άλλοι να είχαν κοιμηθεί. Ή να έκαναν μπάνιο στο νερό. Θα γύριζα κοντά τους και αν με ρωτούσαν θα τους έλεγα ότι είδα ένα μεγάλο δέντρο.

Και μετά δεν θυμάμαι. Δεν θυμάμαι πότε αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, θυμάμαι μόνο ότι είχα πλησιάσει αρκετά το λύκο και χάζευα την ουρά του για μερικές στιγμές. Δεν θυμάμαι αν ένιωθα ακόμα δίψα ή κόπωση, δεν θυμάμαι το φως ή τον αέρα. Θυμάμαι ξανά όταν είχα φτάσει πολύ κοντά στους καταρράχτες κι άκουγα έντονα τον παφλασμό, γιατί δεν άκουγα το θρόισμα ή τα πουλιά, ούτε τα δικά μου βήματα, κι ας είχε τόσες πέτρες εκεί, δεν ήταν μαλακό το έδαφος. Ήταν ένα πολύ απότομο κατηφορικό μονοπατάκι, ανοιγμένο από μικρόσωμα ζώα σίγουρα, κι όμως περπατούσα χωρίς προσοχή. Μάλλον επειδή ακολουθούσα το λύκο. Κι όμως, θα μπορούσα να είχα σκοντάψει πολύ εύκολα, έπρεπε να προσέχω το βήμα μου, όμως δεν το πρόσεχα. Μόνο όταν έφτασα δίπλα στον καταρράχτη κι ένιωσα τις σταγόνες στο πρόσωπό μου - τις μικρές σταγονίτσες, σαν πρωινή πάχνη, ξέρεις - ένιωσα να συνειδητοποιώ ότι οι άλλοι είχαν φύγει, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, μόνο εγώ και ο λύκος στο πλάι μου.

Σου ξαναλέω, δεν τρόμαξα. Λίγο μόνο παραξενεύτηκα. Ναι, σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει, και να με είχαν αφήσει πίσω τους. Αλλά μου φάνηκε τόσο φυσιολογικό όπως εγώ που έφυγα κι άφησα το μεγάλο δέντρο. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είχαν φύγει να ψάξουν γύρω τους, να δουν τα δέντρα, ή ίσως και να με ψάξουν, ήταν όμως σκέψεις αδιάφορες, κοινά ενδεχόμενα σαν το δελτίο καιρού μιας πόλης που δεν πρόκειται να επισκεφτείς.

Όταν ήρθατε ο λύκος είχε φύγει πριν λίγη ώρα, μάλλον σας κατάλαβε και δεν ήθελε να σας δει, ή να τον δείτε, δεν ξέρω, και συγγνώμη που το λέω έτσι, μην το πάρεις επιθετικά, δεν μ' ενδιαφέρει. Ο λύκος συνέχισε το περπάτημά του για τους λόγους του. Εγώ είχα ήδη μπει στο νερό. Βασικά όταν γδύθηκα ήταν για να δείξω - πού, δεν ξέρω, στο λύκο; Στη φύση; - τις ζωγραφιές στο σώμα μου και την ουλή στην πλάτη μου. Και ήταν σαν να έδινα γνώρα με το μαλακό γρασίδι όταν περπατούσα με γυμνά πέλματα, τα πέλματά μου είναι σκληρά εδώ και πολλά χρόνια, σαν να του έλεγα "γεια σου, έχω σκληρά πέλματα κι εσύ είσαι πολύ απαλό γρασίδι". Ο λύκος είχε ξαπλώσει κάτω αλλά δεν ήταν από κούραση, ήθελε κι αυτός να ακουμπήσει στο γρασίδι, να χαιρετίσει και να δει το νερό που άφριζε και κατέβαινε ορμητικό. Ήταν επόμενο να μπω στο νερό.

Αυτό που θυμάμαι, κι αν πρέπει να κρατήσεις κάτι απ' όλη αυτή την κουβέντα, ήταν ότι χάθηκα μόλις μπήκα στο νερό μέχρι το λαιμό. Το σώμα μου έγινε νερό κι έμειναν μόνο τα μαλλιά μου στεγνά, η ανάσα μου αθόρυβη. Είχα ακουμπήσει εκεί τη φύση και είχα βρει ένα σπίτι, πόσο λίγα σπίτια έχουμε άλλωστε, είχα βρει ένα ακόμη. Δεν θα ξαναρχόμουν, κι αν ερχόμουν το νερό δεν θα ήταν ίδιο, μήτε ο ήλιος, και το γρασίδι θα ήταν πιο μαλακό ή πιο σκληρό. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήμουν σπίτι, κι ο λύκος ήταν σπίτι, και ζητώ συγγνώμη που αναστατωθήκατε κι ανησυχήσατε τόσο πολύ, αλλά δεν λυπάμαι καθόλου. Ήταν η ζωή, κατάλαβες; Και ο χρόνος.